Πλαφόν στις αμοιβές των διοικητικών στελεχών των τραπεζών που έχουν λάβει κρατική ενίσχυση θέτει νέα οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία ρυθμίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις για την έγκριση χορήγησης κρατικής βοήθειας σε πιστωτικά ιδρύματα.
Στο πλαίσιο του περιορισμού του ηθικού κινδύνου που συνεπάγεται η λήψη κρατικής ενίσχυσης, αλλά και της ανάγκης συμμετοχής των ίδιων των τραπεζών στον επιμερισμό των βαρών, η νέα οδηγία προβλέπει ανώτατα όρια στις αποδοχές τόσο του top management (μέλη του Δ.Σ. και ανώτατα διοικητικά στελέχη), όσο και του προσωπικού τους.
Ειδικότερα, προβλέπει ότι το συνολικό ύψος των αποδοχών των τραπεζιτών δεν μπορεί να υπερβαίνει το 15πλάσιο του εθνικού μέσου μισθού της χώρας στην οποία εδρεύει η τράπεζα ή το 10πλάσιο του μέσου μισθού των υπαλλήλων της. Αυτό σημαίνει ότι για τράπεζα όπου ο μέσος μηνιαίος μικτός μισθός είναι 2.500 ευρώ, το ύψος της μικτής αμοιβής ενός ανώτερου στελέχους δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 25.000 ευρώ.
Τα παραπάνω ανώτατα όρια ισχύουν για τράπεζες που έχουν λάβει κρατική ενίσχυση με τη μορφή είτε της ανακεφαλαιοποίησης, είτε των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων. Τα ανώτατα όρια των συνολικών αποδοχών πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τα άρθρα 93 και 94 της οδηγίας της Ε.Ε. για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (CRD IV) (14).
Ταυτόχρονα, η οδηγία επιτρέπει την παροχή κινήτρων στα διοικητικά στελέχη, τα οποία θα αποσκοπούν στη διασφάλιση εφαρμογής των σχεδίων αναδιάρθρωσης που έχουν εγκριθεί από τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού (DG Comp).
Οι περιορισμοί σχετικά με τις αποδοχές πρέπει να εφαρμόζονται μέχρι τη λήξη της περιόδου αναδιάρθρωσης ή έως ότου η τράπεζα εξοφλήσει την κρατική ενίσχυση, αναλόγως με ποιο από τα δύο θα συμβεί νωρίτερα.
Σημειώνεται ότι με το βάση το ελληνικό πλαίσιο υψηλότερο πλαφόν αμοιβής για τα ανώτατα τραπεζικά στελέχη ορίζεται η ετήσια αμοιβή του διοικητή της ΤτΕ. Βέβαια ο κ. Γ. Προβόπουλος με δική του βούληση έχει παραιτηθεί από μέρος των απολαβών του λόγω της κρίσης, ενώ δεν έχει υπάρξει αντίστοιχη προσαρμογή στο ανώτατο όριο απολαβών των top managers των εγχώριων τραπεζών που έχουν δεχθεί κρατική βοήθεια.
Η οδηγία αναφέρει ακόμη ότι οποιαδήποτε τράπεζα λαμβάνει κρατική ενίσχυση δεν θα πρέπει κατά κανόνα να καταβάλλει αποζημιώσεις αποχώρησης άνω των προβλεπόμενων από τον νόμο ή από σύμβαση
Η οδηγία επαναλαμβάνει ότι πρωταρχικός στόχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής παραμένει η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, με ταυτόχρονη μέριμνα για την ελαχιστοποίηση των κρατικών ενισχύσεων και των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού μεταξύ τραπεζών και μεταξύ κρατών-μελών.
Αυτός ο στόχος δεν αντανακλάται μόνο στη δυνατότητα πρόσβασης των προβληματικών πιστωτικών ιδρυμάτων σε κρατική ενίσχυση όταν απαιτείται για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, αλλά και στον τρόπο με τον οποίον αξιολογούνται τα σχέδια αναδιάρθρωσης.
Στόχος της οδηγίας είναι να κωδικοποιήσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα επιμερίζεται το κόστος ανακεφαλαιοποίησης των προβληματικών τραπεζών, που όμως κρίθηκαν συστημικές και βιώσιμες πριν δοθεί κρατική ενίσχυση.
Ειδικότερα, προβλέπει τη σύνταξη σχεδίου αναδιάρθρωσης που θα εγκρίνεται από τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού και θα περιλαμβάνει τη συμμετοχή στο κόστος ομολογιούχων και μετόχων της τράπεζας, οι οποίοι θα πρέπει να συμβάλουν όσο το δυνατόν περισσότερο στην αναδιάρθρωση με δικούς τους πόρους.
Η κρατική στήριξη πρέπει να χορηγείται υπό όρους που συνεπάγονται κατάλληλο καταμερισμό των επιβαρύνσεων από όσους έχουν επενδύσει στην τράπεζα.