Πόσο τελικά και από πότε θα αρχίσουν να πέφτουν τα επιτόκια καταθέσεων στην Ελλάδα;
Εδώ και περίπου δύο μήνες σας έχουμε μεταφέρει την εκτίμηση παραγόντων της αγοράς πως μέχρι το τέλος του έτους τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων θα έχουν υποχωρήσει πάνω από εκατό μονάδες βάσης (σε σχέση με το 3,7%-4,3% που είναι σήμερα στις περισσότερες τράπεζες) και τα επιτόκια χορηγήσεων περίπου κατά διακόσιες μονάδες βάσης.
Οι εκτιμήσεις δεν έχουν μεταβληθεί, ωστόσο το ερώτημα που απασχολεί αρκετούς είναι πότε θα αρχίσει η ουσιαστική αποκλιμάκωση των καταθετικών επιτοκίων.
Και αυτό γιατί σήμερα οι ελληνικές τράπεζες:
Πρώτον, προσφέρουν τα υψηλότερα επιτόκια στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μεγαλύτερα ακόμη και από αυτά της Κύπρου, όπου μετά από παρέμβαση της τοπικής Κεντρικής Τράπεζας (επιβολή ποινής στις τράπεζες που υπερβαίνουν το 3,5%) έχουν αρχίσει να προσεγγίζουν λίγο-πολύ το προαναφερόμενο μέγεθος. Στις άλλες χώρες, το υψηλότερο επιτόκιο (Πορτογαλία) είναι χαμηλότερο του 2,5%, ενώ αν μιλήσουμε για τα κράτη του ευρωπαϊκού βορρά, οι αποδόσεις είναι χαμηλότερες του 1%, όπως και στην Ελβετία.
Δεύτερον, προσφέρουν πολύ υψηλότερα επιτόκια σε αποπληθωρισμένη βάση ακόμη και σε σύγκριση με περιόδους όπου ο κίνδυνος εξόδου της χώρας από τη ζώνη του ευρώ είχε φτάσει στο μεγαλύτερο σημείο του.
Ενώ, λοιπόν, τα σημερινά προσφερόμενα καταθετικά προθεσμιακά επιτόκια απέχουν μόλις 120 - 180 μονάδες από το μέγιστο της τελευταίας τριετίας, τα αποπληθωρισμένα επιτόκια (επιτόκιο μείον δείκτη τιμών καταναλωτή) είναι υψηλότερα από ποτέ. Αυτό προκύπτει αν συνεκτιμηθεί πως ο μέσος πληθωρισμός (βλέπε οικονομικό δελτίο Alpha Bank) ήταν 4,7% το 2010, 3,3% το 2011, 1,5% το 2012 και φέτος αναμένεται να κλείσει με αρνητικό πρόσημο (γύρω στο -0,5%). Με άλλα λόγια, ένα προσφερόμενο σημερινό επιτόκιο της τάξεως του 4% οδηγεί σε μεγαλύτερη αποπληθωρισμένη απόδοση!
Επιπλέον, η μείωση των επιτοκίων είναι μία από τις ελάχιστες εξελίξεις με τις οποίες θα συμφωνούσαν όλοι οι εμπλεκόμενοι παράγοντες: τραπεζίτες, τρόικα, ΔΝΤ, κυβέρνηση, αναλυτές, επιχειρηματίες, συνδικαλιστές.
Από την άλλη πλευρά, δύο είναι τα βασικά επιχειρήματα για τα οποία τα ελληνικά επιτόκια διατηρούνται σε τόσο υψηλά επίπεδα:
Πρώτον, η ανάγκη για την ύπαρξη ενός ισχυρού κινήτρου ώστε να επιστρέψουν στη χώρα όσο το δυνατόν περισσότερα κεφάλαια από το εξωτερικό (να συνεκτιμηθεί η αύξηση του φόρου των καταθέσεων από το 10% στο 15%, καθώς και η δεύτερη μερική φορολόγηση των τόκων μέσω της «εισφοράς αλληλεγγύης»). Αυτή η τάση επαναπατρισμού των καταθέσεων φαίνεται να έχει παγώσει τους τελευταίους τρεις-τέσσερις μήνες.
Δεύτερον, οι εξελίξεις στην Κύπρο, οι οποίες προβλημάτισαν αρκετούς Έλληνες για το πού θα πρέπει να τοποθετήσουν τα χρήματά τους, καθώς από εδώ και στο εξής στην ευρωζώνη, για κάθε ποσό άνω των 100.000 ευρώ ανά τράπεζα και ανά ΑΦΜ υπάρχει ο κίνδυνος υποχρεωτικής μετατροπής του σε μετοχές.
Πάντως, τραπεζικοί κύκλοι θεωρούν υπερβολική την όλη φιλολογία που έχει αναπτυχθεί, ιδίως για τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. «Έχει μεγαλύτερο κίνδυνο να πτωχεύσει μια ελληνική τράπεζα, η οποία μόλις έχει επανακεφαλαιοποιηθεί και θα έχει τον ασφυκτικό έλεγχο του ΤΧΣ (των Ευρωπαίων δηλαδή) ή μια οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή τράπεζα στην Ισπανία, στην Ιταλία, ή ακόμη και μέσα στην ίδια τη Γερμανία;», αναρωτήθηκε τραπεζικός παράγοντας, που συμπλήρωσε: «Στην περίπτωση της Ελλάδας επιλέχτηκε να κουρευτούν τα κρατικά ομόλογα επειδή ανήκαν κατά βάση σε ξένους. Στην Κύπρο αποφασίστηκε να κουρευτούν οι καταθέσεις των δύο μεγάλων τραπεζών επειδή μεγάλο ποσοστό αυτών ανήκε σε ξένους. Ένα κούρεμα καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες, μόνο σε λύση του προβλήματος δεν θα οδηγούσε».
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, πολλά θα κριθούν από το ποιες προσδοκίες θα επικρατήσουν κατά τους αμέσως επόμενους μήνες και ιδίως μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας επανακεφαλαιοποίησης και της Τράπεζας Πειραιώς.
Επίσης, σημαντικό ρόλο στην πορεία των επιτοκίων θα παίξει και ο παράγοντας της πολιτικής σταθερότητας στη χώρα, καθώς οποιαδήποτε εξέλιξη θα οδηγούσε σε πρόωρες εκλογές ή σε αργοπορία της υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων που έχουν αποφασιστεί θα λειτουργούσε σε βάρος των οικονομικών προσδοκιών και κόντρα στην τάση μείωσης των επιτοκίων.