Είναι τόσο μεγάλη η διεθνής αναταραχή που έχουν προκαλέσει οι πρώτες κινήσεις του Ντόναλντ Τράμπ, λόγω των πιθανών επιπτώσεων σε καυτά ζητήματα διεθνούς οικονομίας και γεωπολιτικής, που ελάχιστοι ασχολούνται με το πιο κρίσιμο θέμα: Από πού εξαρτάται η επιτυχία του Τραμπ που θα αποτρέψει τυχόν απώλεια ελέγχου στο Κογκρέσο στη μέση της θητείας του, ώστε να μην περιοριστεί δραστικά η πολιτική και διοικητική αυτονομία του;
Η απάντηση είναι, από την τσέπη και το θυμικό των Αμερικανών ψηφοφόρων, που ελάχιστα ενδιαφέρονται για θέματα εξωτερικής πολιτικής. Εκτός αν κάνει συγκλονιστικά λάθη, η θητεία του δεν θα κριθεί στην Ουκρανία ή σε κάποιο άλλο ζήτημα διεθνών σχέσεων, αλλά στην ατμόσφαιρα μέσα στα σπίτια των Αμερικανών.
Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ το γνωρίζει, όπως γνωρίζει ότι έχει υποσχεθεί σχεδόν τα πάντα στους πάντες, μεταξύ των ψηφοφόρων και των υποστηρικτών του. O πήχης έχει μπει πολύ ψηλά.
Η οικονομική πολιτική που υπόσχεται να ακολουθήσει μοιάζει με προσπάθεια τετραγωνισμού του κύκλου. Θα μειώσει τα επιτόκια, θα περιορίσει τα ελλείμματα αλλά και τους φόρους, θα επιβάλει δασμούς, θα πλημμυρίσει τον κόσμο με αέριο και πετρέλαιο, θα ρίξει τις τιμές και τον πληθωρισμό που έως τώρα ρίχνουν κυβερνήσεις. Όλα αυτά μαζί.
Το «υπόδειγμά» του θυμίζει έντονα μια επιστροφή στο μακρινό παρελθόν: έναν συνδυασμό παλαιού, σχεδόν ανεξέλεγκτου καπιταλισμού στο εσωτερικό, με μείωση του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους και περιορισμό των δαπανών του, σε συνδυασμό με έναν ξεκάθαρα επιθετικό μερκαντιλισμό στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις.
Αν τον ρωτήσετε, θα απαντήσει ότι το απαιτούν οι νέες διεθνείς συνθήκες, κι ως ένα βαθμό μάλλον έχει δίκιο. Το ζήτημα είναι αν θα πετύχει.
Τα εσωτερικά εμπόδια: Αντιπολίτευση και βαθύ κράτος
Η λειτουργία αυτού του ριζοσπαστικού μοντέλου αναμένεται να συναντήσει σοβαρά εμπόδια. Απέναντί του έχει εξαρχής την αντιπολίτευση των Δημοκρατικών, που έχασαν τις εκλογές αλλά διατηρούν διείσδυση στη μισή αμερικανική κοινωνία, στα μεγάλα παραδοσιακά ΜΜΕ και στο «βαθύ κράτος» της αμερικανικής γραφειοκρατίας.
Ο ίδιος, έχοντας την εμπειρία της πρώτης θητείας, ορίζει σε υψηλές θέσεις εξουσίας πρόσωπα της απολύτου εμπιστοσύνης του. Δεν είναι, όμως, βέβαιο ότι οι άνθρωποι αυτοί και οι συνεργάτες τους έχουν τις ικανότητες και την εμπειρία να εφαρμόσουν αποτελεσματικά τόσο ριζοσπαστικές αλλαγές.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι Αργεντινή, απαυδισμένη από δεκαετίες κρίσης, που πήγε ο Μιλέι με το αλυσοπρίονο στο χέρι να μακελέψει το κράτος. Τα περιθώρια περικοπών ίσως αποδειχτούν πολύ μικρότερα από εκείνα που εξαγγέλθηκαν.
Οι μεγάλες μειώσεις θα μπορούσαν να προέλθουν κυρίως από τις τεράστιες αμυντικές δαπάνες, που όμως είναι «ιερό δισκοπότηρο» για τους Ρεπουμπλικάνους, είτε από την παροχή υπηρεσιών υγείας, που έχει ιδιαίτερη αξία όχι μόνο για τους Δημοκρατικούς αλλά και για αρκετούς Ρεπουμπλικάνους.
Ομοίως, πολλές από τις κινήσεις που προτίθεται να κάνει, όπως η μείωση των φόρων και η επιβολή δασμών σε μεγάλους εμπορικούς εταίρους, μπορεί να έχουν ασύμμετρες επιπτώσεις στα δημόσια έσοδα και στον πληθωρισμό. Η ομάδα του Τραμπ ελπίζει να ρίξει δραστικά το κόστος ενέργειας, για να μειωθεί η ακρίβεια, αυξάνοντας αλματωδώς την εξόρυξη πετρελαίου και αερίου.
Εντούτοις, οι αγορές αυτών των εμπορευμάτων δεν δουλεύουν με κρατικές εντολές. Όσο μειώνεται η τιμή τους τόσο πιο δυσχερής, λόγω κόστους, γίνεται η εξόρυξη νέων κοιτασμάτων. Στο παιχνίδι των ισορροπιών θα χρειαστεί μοιρογνωμόνιο.
Η στρατηγική της μεταφοράς βαρών σε συμμάχους
Ίσως για αυτό, σε μεγάλο βαθμό, η προσπάθεια του Τραμπ δείχνει να εστιάζεται στη μεταφορά βάρους από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς τους εμπορικούς εταίρους και συμμάχους τους. Θέλει να κάνει εξαγωγή των προβλημάτων της αμερικανικής οικονομίας (κυρίως το δημόσιο χρέος και τα ελλείμματα), για αυτό και μιλάει συνεχώς για περιορισμό του ανοίγματος στο εμπορικό ισοζύγιο των ΗΠΑ με την ΕΕ, τον Καναδά, ή την Κίνα και άλλες χώρες.
Δεν είναι τυχαίο ότι απαιτεί οι ευρωπαϊκές χώρες να αυξήσουν τους αμυντικούς προϋπολογισμούς στο πρωτοφανές 5% του ΑΕΠ (αν το κάνουν, θα ισοφαρίσουν τις ετήσιες αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ για πρώτη φορά στην ιστορία) και να αγοράζουν από αμερικανικό LNG και όπλα έως αμερικανικά αυτοκίνητα. Ούτε ότι προσβλέπει στην περαιτέρω μεταφορά επενδύσεων από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ, που ξεκίνησε ο Μπάιντεν.
Δεν θα είναι εύκολο να τα πετύχει αυτά. Από κάποιο σημείο και μετά, ακόμη και οι πιο πιστοί (και υποταγμένοι) σύμμαχοι όπως η Ευρώπη θα δυσκολευτούν να προχωρήσουν σε υποχωρήσεις που απειλούν με οικονομική, άρα και πολιτική, αυτοκτονία.
Η Ευρώπη θα αναγκαστεί να αλλάξει κι εκείνη τη στρατηγική της. Πρόσφατα παραδείγματα είναι οι αποκαλύψεις του Bloomberg ότι το Παρίσι ζητά ξήλωμα μιας σειράς ρυθμίσεων για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα, και των Financial Times για το σχέδιο της Κομισιόν να αποκλείονται μη ευρωπαϊκές εταιρείες από δημόσιες συμβάσεις.
Προφανώς, με σταυρωμένα τα χέρια δεν θα μείνει και ο μεγάλος πλέον ανταγωνιστής των ΗΠΑ, η Κίνα, εφόσον ο Τραμπ πραγματοποιήσει τις απειλές του για νέους δασμούς και άλλα μέτρα. Οι κίνδυνοι που θα προκύψουν στις αλυσίδες εφοδιασμού δεν πρέπει να υποτιμηθούν, όπως και οι επιπτώσεις στον πληθωρισμό.
Οι «ψυχολογικές νίκες» και οι διαφορές με το παρελθόν
Προσώρας, ο ίδιος θριαμβεύει στο πεδίο της ψυχολογίας. Ξεκινώντας την προεδρία του με ένα μπαράζ εκτελεστικών διαταγμάτων, έδειξε αποφασισμένος και προετοιμασμένος να εφαρμόσει το πρόγραμμά του. Κατάφερε να δημιουργήσει κλίμα ευφορίας για τις προοπτικές της οικονομίας των ΗΠΑ, κι ένα κύμα υποσχέσεων για νέες εμβληματικές επενδύσεις, από το εσωτερικό και το εξωτερικό.
Μέχρι το μέσον της θητείας του, όμως, μεσολαβούν δύο χρόνια στα οποία η θεωρία πρέπει να γίνει πράξη. Ο χρόνος που έχει στη διάθεσή του δεν είναι μεγάλος, σε σύγκριση με τις διαστάσεις ενός εγχειρήματος που αποσκοπεί να αλλάξει «προδιαγραφές» δεκαετιών στις οικονομικές σχέσεις.
Στην πρώτη του θητεία, τα είχε πάει καλά στην οικονομία. Είναι κοινό μυστικό πως αν δεν είχε μεσολαβήσει το απρόοπτο της πανδημίας, το πιθανότερο είναι πως θα κέρδιζε τις εκλογές του 2020. Υπάρχουν, όμως, μεγάλες διαφορές ανάμεσα στο τότε και στο τώρα.
Το αμερικανικό χρηματιστήριο κινείται ήδη σε επίπεδα που μοιάζουν με φούσκα, ενώ οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων δείχνουν πως έχει εμπεδωθεί κλίμα ανασφάλειας για το κρατικό χρέος, απειλώντας και τις μετοχικές αποτιμήσεις. Το 2000, το εθνικό δημόσιο χρέος ήταν 10,3 τρισ. δολάρια. Όταν ανέλαβε ο Τραμπ το 2016, είχε φτάσει στα 25,5 τρισ. δολάρια. Στο τέλος του 2024, είχε εκτοξευθεί σε σχεδόν 35,5 τρισ. δολάρια.
Ταυτόχρονα, η Κίνα αναδεικνύεται πλέον σε πολύ επικίνδυνο ανταγωνιστή, ακόμη και σε τεχνολογικούς τομείς που απειλούν να αλλάξουν τα πάντα, όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη, όπου οι ΗΠΑ έπαιζαν ως τώρα χωρίς αντίπαλο. Ο κόσμος της προηγούμενης θητείας Τραμπ είχε πολύ λιγότερες προκλήσεις.
Το βάθος του αποτυπώματος Τραμπ στην πορεία του κόσμου
Αν εξαιρεθεί ίσως ο αχαλίνωτος ναρκισσισμός στην επικοινωνία, κύριο χαρακτηριστικό του Τραμπ είναι ο πραγματισμός, που συνδυάζεται με την ικανότητά του να αναιρεί υποσχέσεις -και απειλές- όταν και όπως τον βολεύει.
Η εκλογή του έχει ήδη αλλάξει τα δεδομένα, ενισχύοντας και τους ομοϊδεάτες στο εξωτερικό, ενώ οι κινήσεις του τα επόμενα χρόνια θα επιφέρουν σίγουρα περαιτέρω ανατροπές. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα εφαρμόσει όσα λέει, ούτε ότι θα πετύχει εντέλει τον βασικότερο στόχο του, να κάνει την Αμερική ισχυρότερη.
Βρισκόμαστε σε μια περίοδο που οι δυνάμεις της ιστορίας βρίσκονται σε κίνηση, αλλάζοντας ισορροπίες που κράτησαν αιώνες. Όλο το πρόγραμμα του Τραμπ είναι μια διαφορετική προσέγγιση στην προσπάθεια της πάλαι ποτέ «μόνης υπερδύναμης» να διατηρήσει όσο περισσότερη ισχύ μπορεί, σε έναν κόσμο που αναπόφευκτα γίνεται πολυπολικός.
Για αυτό και αρκετά από όσα υιοθετεί, θα γίνουν μέρος της αμερικανικής πολιτικής μετά από εκείνον (όπως συνέβη και στην πρώτη θητεία του, π.χ. με τους δασμούς στην Κίνα και τις αμυντικές δαπάνες των ευρωπαϊκών χωρών του ΝΑΤΟ), ανεξάρτητα από το αν θα καταφέρει να δώσει τη σκυτάλη σε ομοϊδεάτες του.
Το πόσο βαθύ όμως θα είναι το ιστορικό του αποτύπωμα θα το μάθουμε σε περίπου δύο χρόνια, όταν οι Αμερικανοί πολίτες θα ψηφίσουν στις ενδιάμεσες εκλογές για το αν βελτιώνεται η ζωή τους και θέλουν να συνεχίσει παντοδύναμος.
Aν το πετύχει, θα είναι πράγματι κατόρθωμα. Η στατιστική δείχνει ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει πολύ σπάνια και μόνο σε περιόδους σοβαρής εθνικής απειλής ή εξαιρετικής δημοφιλίας του προέδρου.