Μάλλον το πιο σημαντικό θέμα της περασμένης εβδομάδας: Μετά από αναρίθμητες προσπάθειες βελτίωσης και αλλαγών, στο πέρασμα δεκαετιών, η ελληνική Παιδεία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά προβλήματα. Με μια φράση, «πατώνει» διεθνώς. Τα αποτελέσματα του διεθνούς διαγωνισμού PISA ήρθαν να επιβεβαιώσουν ότι τα προβλήματα αυτά ξεκινούν από νωρίς, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αποτελώντας τροχοπέδη και για τη συνέχεια.
Η Ελλάδα πήρε για μία ακόμη φορά «κάτω από τη βάση» σε αυτό τον μεγάλο διαγωνισμό μαθητών, ηλικίας 15 ετών, σε 81 διαφορετικές χώρες, με επιδόσεις σαφώς χειρότερες απ’ ό,τι στον προηγούμενο. Ήμασταν και παραμένουμε οι χειρότεροι στη Δυτική Ευρώπη, μαζί με την Κύπρο, ενώ μπροστά μας είναι και οι περισσότερες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, με εξαίρεση τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.
Αντίθετα, πολλές χώρες της Ασίας (Σιγκαπούρη, Ιαπωνία, Κορέα, Κίνα κ.λπ.) είναι στις πρώτες θέσεις, αφήνοντας πίσω τους τόσο την Ευρώπη όσο και τις ΗΠΑ, με εξαίρεση την Εσθονία και την Ελβετία, στα τρία βασικά γνωστικά αντικείμενα. Τα μαθηματικά, την κατανόηση κειμένου και τις φυσικές επιστήμες.
Εν ολίγοις, σε έναν κόσμο όπου η παραγωγή πλούτου εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από τη γνώση, κυρίως δε από τις «θετικές επιστήμες» και τις φρέσκες ιδέες, η Ασία προηγείται συστηματικά τα τελευταία χρόνια της Ευρώπης και των ΗΠΑ, ενώ εμείς είμαστε οι ουραγοί της Ευρώπης! Κατά τα λοιπά, όμως, θέλουμε να αξιοποιήσουμε την «οικονομία της γνώσης» και την καινοτομία.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Τη συγκλονιστική απάντηση που μας αφορά, την οποία μάλλον θα πρέπει να διαβάσουν πολύ προσεκτικά όσοι ασχολούνται εξ αντικειμένου με την Παιδεία, την έδωσε με άρθρο του στο Capital.gr ο Andreas Schleicher, ο οποίος ηγείται του Προγράμματος Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών (PISA), έχοντας προηγουμένως ξεκαθαρίσει ότι αιτία δεν είναι (μόνο) η πανδημία, διότι η πτώση στην Ελλάδα έχει ξεκινήσει ήδη από το 2009:
«Οι Έλληνες μαθητές είναι πολύ καλοί στην αναπαραγωγή του περιεχομένου που έχουν μάθει. Αλλά ο σύγχρονος κόσμος δεν μας ανταμείβει πλέον μόνο για αυτά που γνωρίζουμε -η Google ξέρει τα πάντα- αλλά για όσα μπορούμε να κάνουμε με αυτά που γνωρίζουμε. Και οι Έλληνες μαθητές αγωνίζονται όταν πρέπει να προεκτείνουν από αυτά που γνωρίζουν και να εφαρμόσουν δημιουργικά τις γνώσεις τους σε νέες καταστάσεις, ακριβώς, δηλαδή, τα πράγματα που απαιτεί ο σύγχρονος κόσμος από τους ανθρώπους».
Η τροχοπέδη της «παπαγαλίας» και η αδιαφορία των υπευθύνων
Με πιο επιστημονικό τρόπο, είπε αυτό που αρκετοί γονείς καταλαβαίνουν (το αναγνωρίζουν άλλωστε και από τη δική τους προηγούμενη εμπειρία), παρακολουθώντας τη σχολική πορεία των παιδιών τους: Η απλή αποστήθιση, η κοινώς λεγόμενη «παπαγαλία», ζει και βασιλεύει στα ελληνικά σχολεία, ενώ δεν αναπτύσσεται η κριτική και δημιουργική σκέψη, η ανάλυση και η σύνθεση.
Για να το πούμε πιο «λαϊκά», μαθητές και μαθήτριες αναλώνουν άπειρες ώρες στο πλαίσιο της ελληνικής δήθεν δωρεάν παιδείας, μεταξύ σχολείων, φροντιστηρίων, ξένων γλωσσών κ.λπ., αλλά δεν μαθαίνουν επαρκώς το πιο σημαντικό: Να… σκέφτονται!
Πρόκειται για τεράστιο δομικό θέμα στη λειτουργία της Παιδείας μας από το ξεκίνημα του σχολείου μέχρι και τις ανώτατες βαθμίδες της, όπου κυριαρχούν ακόμη τα «συγγράμματα» των καθηγητών. Εντούτοις, ούτε παλαιότερα ούτε και τώρα, μετά και από αυτά τα αποτελέσματα στην PISA, ακούστηκε κάποιος υπουργός να λέει, «πρέπει να καταργήσουμε την παπαγαλία και να ενθαρρύνουμε τη δημιουργική, κριτική σκέψη».
Η Νίκη Κεραμέως, αρμόδια υπουργός την προηγούμενη τετραετία, έλαμψε δια της απουσίας της στον σχολιασμό των αποτελεσμάτων της PISA (που αφορούσαν τη θητεία της), ενώ ο διάδοχός της Κυριάκος Πιερρακάκης σχολίασε το θέμα εντελώς επιδερμικά, εστιάζοντας μάλιστα στο ότι η πτώση είναι γενική στην Ευρώπη και αποφεύγοντας το ότι είμαστε τελευταίοι και καταϊδρωμένοι.
Όχι ότι τα πράγματα είναι καλύτερα από την πλευρά των εκπαιδευτικών. Είναι μάλλον ενδεικτικό ότι θεωρούν τον διαγωνισμό PISA… «αντιπαιδαγωγικό» κι ότι ήθελαν να απεργήσουν στις ημερομηνίες διεξαγωγής του στην Ελλάδα, τόσο το 2022 όσο και το 2023.
Θα περίμενε ίσως κάποιος ότι σε μια χώρα με τεράστιο δημογραφικό πρόβλημα και έλλειψη παραδοσιακών πλουτοπαραγωγικών πηγών, η ενίσχυση της διαρκώς μικρότερης σε αριθμό νέας γενιάς, με τα καλύτερα δυνατά εφόδια, η συστηματική ενίσχυση του «ανθρώπινου κεφαλαίου», ώστε να αξιοποιηθεί πλήρως κοινωνικά, θα ήταν στρατηγικός -και υπερκομματικός- στόχος. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει.
Οι επιπτώσεις όμως δεν σταματούν εδώ, δεν αφορούν μόνο την οικονομία. Αφορούν την κοινωνία και τη Δημοκρατία. Το καλύτερο αντίδοτο στον φτηνό λαϊκισμό και στον φανατισμό, στα fake news, είναι η μόρφωση και η καλλιέργεια (όχι απλώς τα πτυχία), η καλλιεργημένη κριτική σκέψη.
Σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό κόσμο που -πρέπει να- στηρίζεται σε «σκεπτόμενους πολίτες», δεν μαθαίνουμε σε μαθητές και μαθήτριες (που πλέον ψηφίζουν στα 17 τους χρόνια), την πλέον απαραίτητη δεξιότητα: «να προεκτείνουν από αυτά που γνωρίζουν και να εφαρμόζουν δημιουργικά τις γνώσεις τους σε νέες καταστάσεις».
Κοινώς, όπως ήδη γράψαμε, «να σκέφτονται».
ΥΓ: Μιλάμε συχνά για την προστασία της Δημοκρατίας. Ενδεικτικό ίσως του τι μαθαίνουν τα παιδιά μας, ότι στην «Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή» της τρίτης γυμνασίου, στα διάφορα πολιτεύματα και τη διάκρισή τους, περιλαμβανομένης της Δημοκρατίας, είναι αφιερωμένες μόνο δύο σελίδες! Η όλη περιγραφή δε του πολιτεύματος είναι στεγνή και μηχανιστική. Κατάλληλη -μόνο- για αποστήθιση.