Το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός θέλησε να παραχωρήσει συνέντευξη στο κεντρικό δελτίο του ΣΚΑΪ, μόλις πέντε μέρες μετά τις προγραμματικές δηλώσεις (και 18 ημέρες από τις εκλογές), είναι από μόνο του αποκαλυπτικό.
Δείχνει ότι ένιωσε την ανάγκη να μαζέψει άμεσα τις γκάφες και τις αρρυθμίες των υπουργών (με κορυφαία παραδείγματα την πανεπιστημιακή και την έφιππη αστυνομία) αλλά και -μάλλον το κυριότερο- να εξηγήσει τις «τολμηρές» θέσεις του για τον επικείμενο διάλογο με την Τουρκία. Θέσεις που προκαλούν ήδη έντονες αντιδράσεις, ιδίως εκ δεξιών, με κάποιους να μιλούν για «Πρέσπες του Αιγαίου», πριν καν ξεκινήσει ο διάλογος. Κυρίως γιατί τόλμησε να ξεστομίσει τη λέξη «υποχωρήσεις».
Δείχνει επίσης ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης αντιλαμβάνεται πως πράγματι δεν έχει καμία περίοδο χάριτος. Ότι οι εκλογές που τον ανέδειξαν πολιτικά κυρίαρχο και χωρίς ισχυρή αντιπολίτευση, έφεραν μαζί δύο επικίνδυνους αντιπάλους. Τον υψηλό πήχη προσδοκιών που έχει καλλιεργηθεί στη κοινή γνώμη, από τα εθνικά θέματα έως την καταπολέμηση της ακρίβειας, αλλά και το πρόβλημα της μάχης μεγάλων συμφερόντων που θα διεκδικήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερα μερίδια στον πακτωλό χρημάτων και έργων που ακολουθεί.
Συμφερόντων που σχεδόν όλα έχουν ισχυρές προσβάσεις στα ΜΜΕ, άμεσες (ως ιδιοκτήτες) και έμμεσες (ως… αιμοδότες), είτε διότι τις είχαν από πριν είτε διότι τις απέκτησαν πιο πρόσφατα, με τις ευλογίες και της κυβέρνησης.
Όλα αυτά ήταν ωραία και ενδεχομένως βολικά για τη Νέα Δημοκρατία, ενόσω βασικός αντίπαλος ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ του 2015-2019 και ο Αλέξης Τσίπρας. Τώρα που βασικός αντίπαλος είναι ο… εαυτός της, εάν αρχίσουν οι σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ συμφερόντων, με την κυβέρνηση να έχει κατά παράδοση τον ρόλο «τροχονόμου», μπορεί να προκύψουν οδυνηρές εκπλήξεις. Ο ρόλος δύσκολο να αλλάξει, αφού αυτό επιτάσσει η μορφή που εξακολουθεί (κακώς) να έχει η ελληνική οικονομία και το εύρος του κρατικού ενδιαφέροντος.
Όμως, οι «νέου τύπου» εκδότες και καναλάρχες, που εμφανίστηκαν μετά τη μεγάλη κρίση στα ΜΜΕ τα χρόνια των μνημονίων, δεν φαίνεται να έχουν την ίδια «κουλτούρα» με τους προκατόχους τους. Που σημαίνει ότι εάν κρίνουν ότι απειλούνται τα συμφέροντά τους, δεν θα διστάσουν ούτε στιγμή να «πυροβολήσουν στο ψαχνό» τον αντίπαλο, περιλαμβανομένης και της κυβέρνησης ή κάποιων προβεβλημένων μελών της.
Θεωρητικά, η πίτα είναι αρκετά μεγάλη για να μείνουν όλοι ευχαριστημένοι. Στην πράξη όμως απαιτούνται μεγάλες ικανότητες τήρησης ισορροπιών, ρόλο στον οποίο λέγεται ότι είχε πάρει σχεδόν άριστα ο Γρηγόρης Δημητριάδης.
Το αν θα τα καταφέρουν και οι αντικαταστάτες του, μαζί με τους αρμόδιους κατά περίπτωση υπουργούς (που σχεδόν ανεξαιρέτως είναι καινούργιοι στον χώρο που ανέλαβαν), είναι ένα ερώτημα που μένει να απαντηθεί.
Το ίδιο με άλλους όρους ισχύει και για την ικανοποίηση της κοινής γνώμης. Το κακό για την κυβέρνηση είναι ότι τα «εύκολα» έχουν τελειώσει. Με τη βοήθεια και της πανδημίας, η προηγούμενη κυβέρνηση πήρε καλούς βαθμούς, απλώς ρετουσάροντας την επιφάνεια του «βαθέος κράτους».
Τώρα, είτε πρόκειται για την Υγεία, είτε για τη Δικαιοσύνη και την Παιδεία, ακόμη και στον προνομιακό ως τώρα χώρο της «ψηφιακής διακυβέρνησης» (όπου σε μεγάλο βαθμό ψηφιοποιήθηκε ταχέως η υφιστάμενη… γραφειοκρατία), είτε στην ασφάλεια του πολίτη, για να επέλθουν σοβαρές αλλαγές πρέπει να γίνουν συγκρούσεις. Με κατεστημένες αντιλήψεις, συμπεριφορές και συμφέροντα. Κάτι που δεν συνέβη στην προηγούμενη 4ετία.
Ακόμη περισσότερο, δύσκολα θα μπορέσει να σταθεί στη Βουλή, αλλά κυρίως εκτός αυτής, οποιαδήποτε συμφωνία με την Τουρκία, πιθανώς για μια παραπομπή στη Χάγη, αν δεν διαμορφωθεί ευρύτερη συναίνεση τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και στην κοινή γνώμη.
Κι εδώ φαίνεται ότι η «νέα» Νέα Δημοκρατία μάλλον θα βρεθεί αντιμέτωπη όχι μόνο με την άκρα δεξιά αλλά και με την παλαιότερη βερσιόν της, εκείνη που και επί της ηγεσίας του νυν πρωθυπουργού αντιτάχθηκε δυναμικά και ολόψυχα στη συμφωνία των Πρεσπών.
Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι ξαφνικά άκρως φιλοκυβερνητικοί αρθρογράφοι θυμήθηκαν να υπογραμμίσουν τον «τολμηρό ρεαλισμό» του Αλέξη Τσίπρα στο Mακεδονικό. Γνωρίζουν και αυτοί το ρητό «όλα εδώ πληρώνονται»…
Όπως και να ’χει, ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην τελευταία συνέντευξή του υποσχέθηκε ξανά ότι θα κάνει το μεγάλο βήμα, ότι θα χρησιμοποιήσει τη νέα θητεία για να αλλάξει την Ελλάδα, ολοκληρώνοντας το έργο του.
Θα είναι μεγάλη υπόθεση να το καταφέρει, ακόμη κι αν ίσως χάσει εξαιτίας αυτού του άθλου, την πρόκληση μιας (ανεπανάληπτης) τρίτης 4ετίας.