Ο πρωθυπουργός βρίσκεται σήμερα σε εξαιρετικά προνομιούχα πολιτική θέση. Παίζει χωρίς αντίπαλο, τόσο εσωκομματικά όσο και στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό.
Θεωρητικά θα μπορούσε να επιχειρήσει μεγάλες τομές (που έχουν όμως και σοβαρό πολιτικό κόστος), ρισκάροντας προκειμένου να γράψει ιστορία ως ο άνθρωπος που πραγματικά εκσυγχρόνισε την Ελλάδα. Ασφαλώς για ένα νέο σε ηλικία πολιτικό, που προέρχεται από «τζάκι» κι έχει πίσω του τη βαριά σκιά του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, αυτό το όραμα πρέπει να είναι ιδιαίτερα ελκυστικό.
Εντούτοις, η δεύτερη τετραετία μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο δύσκολη από την πρώτη, καθώς εξέλιπε το «σκιάχτρο» του Τσίπρα και οι συγκρίσεις με την προ του 2019 περίοδο περνούν στα αζήτητα. Τώρα η κυβέρνηση έχει κυρίως να συγκριθεί με τις προσδοκίες που η ίδια έχει καλλιεργήσει στους ψηφοφόρους που τη στήριξαν, πολλοί εκ των οποίων δεν ανήκουν στις τάξεις των παραδοσιακών ψηφοφόρων της.
Τα μέτωπα είναι πολλά, από τα γνωστά σε Υγεία, Παιδεία, Δικαιοσύνη, ακρίβεια και ασφάλεια, έως και θέματα σε τομείς που έχει ήδη καταγράψει επιτυχίες που μπορεί να αποδειχθούν πρόσκαιρες, όπως η εξωτερική πολιτική με έμφαση στα ελληνοτουρκικά, οι φόροι, το μεταναστευτικό, ο τουρισμός και οι κοινωνικές ανισότητες.
Σε πολλούς τομείς τα εύκολα έχουν τελειώσει και μένουν τα πιο δύσκολα. Δεν είναι τυχαίο ότι το τελευταίο διάστημα ακόμη και τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ έχουν αρχίσει να «ανεβάζουν» τέτοιου είδους αναδυόμενες προκλήσεις, καυτηριάζοντας τα κακώς κείμενα. Ούτε είναι τυχαίο ότι κατά κανόνα, σχεδόν χωρίς εξαιρέσεις, η δεύτερη τετραετία μιας κυβέρνησης, για πολλούς λόγους, δεν έχει την απήχηση της πρώτης.
Σημαντικό επίσης ότι μετά τις δημοτικές εκλογές τον Οκτώβριο, στις οποίες η Νέα Δημοκρατία μπορεί, εφόσον το επιδιώξει, να βάψει πάλι την Ελλάδα μπλε, έρχονται σε περίπου 11 μήνες από σήμερα οι Ευρωεκλογές. Κι αυτή είναι μια μάλλον δυσάρεστη σύμπτωση για τη Νέα Δημοκρατία. Διότι οι κυβερνήσεις παραδοσιακά προχωρούν τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις εμπροσθοβαρώς, στο διάστημα που έχουν «νωπή» εντολή, προκειμένου να απορροφήσουν τυχόν κραδασμούς, πριν από μια σημαντική εκλογική αναμέτρηση.
Με τις ευρωεκλογές να έρχονται τόσο σύντομα όμως και την τάση του κόσμου να αγνοεί πλήρως το θέμα της «κυβερνησιμότητας», σε αυτή τη διαδικασία, εκφράζοντας συνήθως δυσαρέσκεια αλλά και διάθεση για ευρύτερες επιλογές στην Ευρωβουλή, αυτός ο χρόνος που μεσολαβεί καθίσταται πολιτικά ευαίσθητος.
Εάν προκύψουν σοβαρά στραβοπατήματα που θα δυσαρεστήσουν μεγάλες μερίδες ψηφοφόρων, ενδέχεται π.χ. να δοθεί «φιλί ζωής» στο «νέο» ΣΥΡΙΖΑ που σήμερα απειλείται ακόμη και με διάλυση, αλλά και να ενισχυθεί η -περιορισμένη προς το παρόν- ανοδική τάση του ΠΑΣΟΚ, ή (και) να προκύψει σημαντική ενίσχυση των άκρων.
Μεγάλο ρόλο λοιπόν θα αποκτήσει στην εξέλιξη της τρέχουσας διακυβέρνησης, το στρατηγικό σχέδιο του ίδιου του Κυριάκου, με δεδομένο ότι οι σημερινοί πολιτικοί συσχετισμοί τού επιτρέπουν να ελπίζει βάσιμα σε μια τρίτη διαδοχική τετραετία, γεγονός ανεπανάληπτο στη μεταπολίτευση. Θα παίξει άμυνα και θα πάει όσο μπορεί στα σίγουρα, ή θα τολμήσει ελπίζοντας να απορροφήσει τα πολιτικά κόστη και να πείσει τους πολίτες, αλλά και ρισκάροντας την τρίτη τετραετία;
Προσώρας μόνο ο ίδιος μπορεί να απαντήσει...