Κατόπιν και των πρόσφατων «σκληρών» δηλώσεων Τσαβούσογλου, και ενόψει των εκλογών, είναι σκόπιμο να κάνουμε όχι έναν απλό απολογισμό της τελευταίας τετραετίας αλλά και μια προβολή στο μέλλον.
Στα θετικά της κυβέρνησης πιστώνεται η επιτυχής αντιμετώπιση της «οπλοποίησης» των μεταναστευτικών ροών στον Έβρο, η έναρξη επανεξοπλισμού των Ενόπλων Δυνάμεων, η αρκετά επιτυχής εκμετάλλευση των ρωγμών στις σχέσεις ΗΠΑ και Ευρώπης με την Τουρκία, καθώς και η διεύρυνση των σχέσεων με την Αίγυπτο και το Ισραήλ. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σε τακτικό επίπεδο, για να δανειστούμε τη στρατιωτική ορολογία, το σκορ είναι καλό.
Ωστόσο, σε στρατηγικό επίπεδο, δεν υπάρχει απολύτως καμία βελτίωση προς όφελος της Ελλάδας στις σχέσεις με την Τουρκία, πέρα από τη συγκυριακή επίδραση του πρωτοφανούς σεισμού και της προσωρινής νηνεμίας, του moratorium, ενόψει σχεδόν ταυτόχρονων εκλογών στις δύο χώρες.
Αντιθέτως, το πιο μείζον γεγονός, στρατηγικά, της τετραετίας που πέρασε είναι η διεύρυνση των διεκδικήσεων της Τουρκίας απέναντι στη χώρα μας, η διεύρυνση της ατζέντας που εκείνη θέτει στο τραπέζι των διμερών σχέσεων. Από τις αμφισβητήσεις στο Αιγαίο, περάσαμε σε αμφισβητήσεις στη Μεσόγειο, από τα Ίμια, στα μεγάλα ελληνικά νησιά, ενώ σταδιακά φαίνεται να εμφανίζεται στις παρυφές του τραπεζιού και το -δυνητικά πολύ επικίνδυνο- χαρτί της μειονότητας στη Θράκη.
Μπορεί να περάσαμε με εξίσου μεγάλο μιντιακό ενθουσιασμό, από το κλίμα της αναμονής μιας σύρραξης με την Τουρκία, στην αποδοχή μιας ηπιότερης και επιφανειακά «συμβιβαστικής» στάσης της, που ήδη αποδεικνύεται πρόσκαιρη, αυτό που φαίνεται όμως να μας διαφεύγει μόνιμα στη «μεγάλη εικόνα» είναι ότι η Τουρκία εμφανίζεται να έχει διαρκώς την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Οι περισσότεροι γνωρίζουν τι σημαίνει αυτό σε θέματα στρατηγικής…
Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα μέσα στο νέο διεθνές περιβάλλον, στο οποίο η Τουρκία, λόγω οικονομικού μεγέθους, γεωγραφικής θέσης, πληθυσμού, αλλά και προθυμίας χρήσης της σοβαρότατης στρατιωτικής ισχύος της, εμφανίζεται να παίζει με άνεση σε όλα τα ταμπλό.
Ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο για εμάς σε αυτό το νέο «πολυπολικό» περιβάλλον (παρότι περνά σχεδόν απαρατήρητο από τα ελληνικά μέσα) αφορά την οικονομική συνεργασία της γείτονος με την Κίνα αλλά και τις πλούσιες χώρες του Κόλπου.
Ενδεικτικά, οι εξαγωγές της Κίνας στην Τουρκία έχουν τριπλασιαστεί σε σχέση με το 2019, ενώ η μεγαλύτερη τουρκική εταιρεία κινητής τηλεφωνίας της Τουρκίας, η Turkcell, συνεργάζεται στενά με τον κινεζικό κολοσσό της Huawei στις τεράστιες επενδύσεις υποδομών. Η Τουρκία εμφανίζεται πλέον να παίζει κεντρικό ρόλο στα σχέδια της αναδυόμενης υπερδύναμης στην ευρύτερη περιοχή.
Πρωτοφανής είναι και η στήριξη της γειτονικής χώρας με τα περίφημα «πετροδολάρια». Σύμφωνα με τον Economist, αυτές οι ενέσεις χρηματοδότησης με διάφορους τρόπους, από τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, της παρέχουν σημαντική βοήθεια στην αντιμετώπιση της πληθωριστικής και νομισματικής χρήσης, αλλά και των συνεπειών του μεγάλου σεισμού. Συνέπειες που σε άλλες εποχές θα την είχαν οδηγήσει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αυξάνοντας έτσι έμμεσα αλλά κατακόρυφα την εξάρτησή της από τη Δύση.
Τέλος, ακόμη και η Αίγυπτος και το Ισραήλ, με τις οποίες η Ελλάδα κοπίασε να συσφίξει σχέσεις, εμφανίζονται πρόθυμες να αναθερμάνουν τις σχέσεις τους με τη γείτονα, αναγνωρίζοντας τον ευρύτερο ρόλο που παίζει, από τη Συρία και το Ιράν, μέχρι τη Λιβύη και άλλες περιοχές της Αφρικής.
Σε μια εποχή λοιπόν που ο χρόνος φαίνεται να έχει πάψει να είναι σύμμαχός μας, καθώς απλά διευρύνονται οι τουρκικές διεκδικήσεις, σε μια εποχή που η παντοκρατορία των ΗΠΑ και της Δύσης αμφισβητείται ανοικτά, η Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί αιχμάλωτη της στρατηγικής «ακινησίας» της και των επερχόμενων διεθνών ανακατατάξεων, ιδίως στην περίπτωση που ο Ερντογάν παραμείνει κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Οι σοβαρές διαφορές μεταξύ κρατών λύνονται με δύο τρόπους. Είτε με διαπραγματεύσεις, στις οποίες εξ ορισμού υπάρχει «δούναι και λαβείν», είτε με πόλεμο. Ασφαλώς η χώρα μας δεν επιδιώκει τον πόλεμο, δεν φαίνεται όμως να επιδιώκει και σοβαρές διαπραγματεύσεις, ακόμη και για τα σχετικώς απλά. Στην ουσία δεν προετοιμάζεται πραγματικά (παρά τα κονδύλια των εξοπλισμών) για κανένα από τα δύο.
Πρόκειται για ένα «στρατηγικό αδιέξοδο», που μπορεί να ήταν σχετικά ανώδυνο στο σταθερό περιβάλλον της Pax Americana, σήμερα όμως μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά επικίνδυνο, για τους λόγους που παρουσιάσαμε, έστω συνοπτικά.
Εντούτοις και αυτό το κρίσιμο ζήτημα περνά χωρίς σοβαρή δημόσια συζήτηση στην τρέχουσα προεκλογική περίοδο. Πρόκειται για μεγάλο λάθος του πολιτικού συστήματος, το οποίο δεν αποκλείεται προσεχώς να το πληρώσει ακριβά και η χώρα, καθώς ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης εθίζεται με μεγαλοστομίες, σε ένα είδος επιφανειακά ανέξοδης πατριδολαγνείας.