Η εικόνα των πρώτων δημοσκοπήσεων μετά τα Τέμπη δεν απέχει πολύ από τις εκτιμήσεις που προηγουμένως διατύπωναν (ιδιωτικώς) πολιτικοί παρατηρητές. Φθορά της κυβέρνησης, χωρίς ενίσχυση ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, ανοδική τάση στα μικρότερα κόμματα που δεν έχουν κυβερνήσει, στο πλαίσιο και της «αντισυστημικής» ψήφου διαμαρτυρίας, αύξηση των αναποφάσιστων.
Αναμενόμενο ήταν άλλωστε και ότι η κυβέρνηση θα κάψει το σενάριο των εκλογών του Απριλίου, ώστε να δημιουργήσει χρόνο, μεταθέτοντας, λένε οι πληροφορίες, την πρώτη αναμέτρηση προς τα τέλη Μαΐου και τη δεύτερη στις αρχές Ιουλίου. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, καθώς η τραγωδία των Τεμπών δημιούργησε ζωτική ρωγμή στο αφήγημα περί ψηφιοποίησης και εκσυγχρονισμού του κράτους, αλλά και εξανέμισε (πολιτικά) το αποτέλεσμα των οικονομικών ενισχύσεων και επιδομάτων, που απλόχερα μοίραζε και μοιράζει, ανατρέποντας δύο από τα κύρια προεκλογικά της όπλα.
Δεν φταίει όμως για αυτό, πολιτικά, μόνο «η κακιά η ώρα».
Η συγκεκριμένη κυβέρνηση από πολύ νωρίς άρχισε να τοποθετεί τον επικοινωνιακό πήχη πολύ ψηλά. Ψηλότερα και από τις απαιτήσεις της κοινής γνώμης, δείχνοντας διαχρονικά απρόθυμη να αποδεχτεί ότι, κάποιες φορές έστω, περνάει από κάτω. Τώρα που αυτό οφθαλμοφανώς συνέβη, χωρίς να υπάρχουν δικαιολογίες περί πρωτοφανών φυσικών φαινομένων, η πρόσκρουση της εικόνας με την πραγματικότητα είναι εξαιρετικά επιβλαβής για το όλο αφήγημα του εκσυγχρονιστικού «επιτελικού κράτους».
Δεν είναι καθόλου τυχαίο, δεδομένης της συγκυρίας, ότι στο βασικότερο ίσως «ατού» της, την οικονομία με έμφαση στην επενδυτική δραστηριότητα, επέλεξε να επιφέρει… υποδόριο πλήγμα ο Κώστας Σημίτης, σε μια από τις σπάνιες δημόσιες παρεμβάσεις του.
Το οξύτερο μέρος της κριτικής του εντοπίζεται στις παρακάτω φράσεις, ειδικά για τις ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα, που πράγματι εκτοξεύτηκαν τα τελευταία χρόνια: «Στις περισσότερες περιπτώσεις κυριαρχούν οι επενδύσεις στο real estate και τα deals κερδοσκοπικών funds, τα οποία μάλιστα συχνά χρηματοδοτούνται με δάνεια από τις ελληνικές τράπεζες!
Δηλαδή, με τα εθνικά μας κεφάλαια οι ξένοι αποκτούν τον έλεγχο της οικονομίας μας. Αυτό δεν λέγεται ξένη επένδυση, αλλά κερδοσκοπικός οπορτουνισμός».
Πολιτικά, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν κάποιοι ειδήμονες θα συμφωνήσουν μαζί του ή όχι. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο «πατέρας» του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ (τμήμα του οποίου απέκτησε στενές σχέσεις με την παράταξη που κυβερνά σήμερα, κάποιοι όπως ο Άκης Σκέρτσος και ο Κυριάκος Πιερρακάκης είναι και εν ενεργεία πρωτοκλασάτοι υπουργοί της) επέλεξε αυτή τη συγκυρία, για να πάρει αποστάσεις και να ασκήσει εξαιρετικά «στοχευμένη» κριτική, δηλώνοντας ταυτόχρονα τη στήριξή του στο ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη.
Στάση που δεν μπορεί παρά να συνδυαστεί με την επίμονη κριτική που συνεχίζει να ασκεί ο Ευάγγελος Βενιζέλος στην κυβέρνηση με κύριο άξονα τις υποκλοπές, θέμα που όμως συνέδεσε στη συνέχεια με την τραγωδία στα Τέμπη, σημειώνοντας μεταξύ άλλων ότι «υπάρχει κοινός παρονομαστής όσον αφορά στην ποιότητα των θεσμών, τη λειτουργία της κυβέρνησης, την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, την αποτελεσματικότητα του κράτους, το αίσθημα ασφάλειας»...
Ταυτοχρόνως, από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, παρατηρείται μια σταδιακή στροφή προς το κέντρο και τις πολιτικές πρακτικές παραδοσιακών «συστημικών» κομμάτων (συνεχίζοντας την τάση που πυροδότησε το θέμα Παύλου Πολάκη), αλλά και μια «ανακωχή» στις προεκλογικές αψιμαχίες με το ΠΑΣΟΚ, καθώς η κυβέρνηση βρίσκεται στο επίκεντρο της κριτικής αμφοτέρων, χωρίς ταυτόχρονες βολές του ενός εναντίον του άλλου.
Εν ολίγοις, το τοπίο της εκλογικής μάχης έχει αλλάξει καθοριστικά, με τους δύο μεγαλύτερους της αντιπολίτευσης να δείχνουν ότι βλέπουν πλέον έδαφος για ουσιαστικότερα αποτελέσματα, πέρα από τον πρώτο και εύλογο στόχο της συντήρησης των «κεκτημένων».
Όλα μοιάζουν να είναι στο τραπέζι, με κοινό ίσως τόπο την εύλογη ανάγκη «κυβερνησιμότητας» μετά τις εκλογές, δεδομένης και της επικρατούσας διεθνούς συγκυρίας. Υπό τις τρέχουσες συνθήκες, αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας πολύ δύσκολα θα προκύψει. Κι αυτό δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα για το κυβερνών κόμμα, εφόσον το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη μετά τις υποκλοπές, τώρα και τα Τέμπη, επιμείνει την κρίσιμη ώρα να πει «ναι» σε συγκυβέρνηση, αλλά «όχι» για Κυριάκο Μητσοτάκη στη θέση του πρωθυπουργού.
Η κυβέρνηση έχει να ανέβει το βουνό της ανάκτησης των απωλειών της, μέσα στο επόμενο δίμηνο, κάτι που θα εξαρτηθεί μάλλον περισσότερο από το πόσα λάθη θα αποφύγει, παρά από το έργο που θα μπορέσει να παρουσιάσει σε περίοδο εκπνοής της θητείας της.
Ακούγεται ίσως απλό, αλλά δεν είναι. Η απότομη πτώση δημιουργεί ανησυχία, έριδες και συγκρούσεις, ενίοτε και πανικό. Συχνά, δείχνει η εμπειρία, υπάρχει ένα σημείο «καμπής» για τις κυβερνήσεις, μετά το οποίο, τις παίρνει η κάτω βόλτα, αναπτύσσεται μια εχθρική σε αυτές δυναμική, γίνονται λάθη και «γκάφες», ακόμη και ο έως τότε φιλικός Τύπος αρχίζει να παίρνει αποστάσεις.
Είναι αμφίβολο αν η κυβέρνηση έχει ήδη φτάσει σε αυτό το σημείο. Τα πρώτα σημάδια όμως είναι ορατά, κι όχι μόνο στις ισορροπίες ορισμένων πρωτοσέλιδων ή σε ρεπορτάζ μέσω των οποίων διαπιστώνεται η «αφωνία» για τα Τέμπη κάποιων κορυφαίων κυβερνητικών στελεχών όπως ο Νίκος Δένδιας.
Σχεδόν αμέσως μετά την τραγωδία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδωσε βάρος στο «ανθρώπινο λάθος», κάτι που όπως φάνηκε και στις πρώτες δημοσκοπήσεις, δεν «πέρασε» στη συντριπτική πλειονότητα της κοινής γνώμης. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε ως μέλος της «υπερκομματικής επιτροπής» πρώην πρόεδρος της ΕΡΓΟΣΕ επί ΝΔ, ο οποίος μετά τον σάλο υποχρεώθηκε σε παραίτηση.
Ακόμη και στην ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για τα Τέμπη, το κυβερνητικό αφήγημα, σχεδόν δύο εβδομάδες μετά, εξακολουθεί να έχει μια μεγάλη «τρύπα». Τη βουλευτική υποψηφιότητα του παραιτηθέντος Κώστα Αχιλλέα Καραμανλή (που αψυχολόγητα έφερε στο προσκήνιο ο κυβερνητικός εκπρόσωπος), γεγονός που βαραίνει στην κοινή γνώμη ενώ προκαλεί απανωτές βολές ακόμη και από φίλιους βουλευτές.
Αλλά και ο αποκλεισμός της Σοφίας Νικολάου από τα ψηφοδέλτια, που γνωστοποιήθηκε την Παρασκευή, έρχεται με μεγάλη καθυστέρηση και επεισοδιακό τρόπο.
Η πίεση είναι μεγάλη. Ο χρόνος που κέρδισε η κυβέρνηση μπορεί να αποδειχθεί «βάλσαμο», δεν αποκλείεται όμως και να εξελιχθεί σε παγίδα. Πολλά θα εξαρτηθούν από τη δυνατότητά της να κινηθεί «έξω από το κουτί» των συνηθισμένων πολιτικών αντιδράσεων (απέναντι σε μια εξαιρετικά καχύποπτη και θυμωμένη κοινή γνώμη), από την ψυχραιμία των στελεχών της και από τη δυνατότητά της να επαναφέρει σταδιακά την ατζέντα στα δυνατά της σημεία.
Με προϋπόθεση ότι θα αναγνωρίσει πως το πιθανότερο πλέον είναι να αποτελεί μοναδικό αποδέκτη των πυρών όλης της αντιπολίτευσης, για κάθε στραβοπάτημα, μικρό ή μεγαλύτερο, και ότι η επικοινωνιακή και πολιτική «επικυριαρχία» στην οποία τα στελέχη της είχαν συνηθίσει (αποκτώντας ενίοτε και αντίστοιχη αλαζονεία) μάλλον έλαβε τέλος.