Όσοι ανέμεναν ότι οι επιτυχημένες αντεπιθέσεις της Ουκρανίας στο δεύτερο μισό του 2022 θα έχουν γρήγορα συνέχεια, διαψεύστηκαν όπως κι εκείνοι που ανέμεναν μια γρήγορη νίκη της Ρωσίας, πριν από περίπου ένα χρόνο.
Το κακό με τους πολέμους είναι ότι συνήθως έχουν απρόβλεπτες εξελίξεις. Κι όπως οι επιτυχίες των Ουκρανών έφεραν τη μερική επιστράτευση στη Ρωσία και τις συστηματικές επιθέσεις σε ενεργειακές υποδομές της Ουκρανίας, κλιμακώνοντας την ένταση του πολέμου, έτσι οι τελευταίες επιτυχίες των στρατευμάτων εισβολής, στο Σολεντάρ, στο στρατηγικό Μπαχμούτ (που είναι στα πρόθυρα πλήρους περικύκλωσης) και στον Νότο, οδήγησαν στην απόφαση για αποστολή δυτικών αρμάτων μάχης και άνοιξαν το παράθυρο για την αποστολή δυτικών αεροσκαφών.
Η Μεγάλη Βρετανία δέχτηκε ήδη να εκπαιδεύσει Ουκρανούς πιλότους σε μαχητικά δυτικής τεχνολογίας, κίνηση που προφανώς δεν έχει αντίκρισμα, αν δεν δοθούν στην πορεία και αεροσκάφη!
Είναι πολύ αμφίβολο αν οι κινήσεις αυτές θα έχουν επιχειρησιακό αποτέλεσμα τόσο σύντομα, ώστε να αποτρέψουν το ενδεχόμενο κατάρρευσης της αμυντικής γραμμής των Ουκρανών στον άξονα Σεβέρσκ- Μπαχμούτ και την ενεργοποίηση της επόμενης γραμμής άμυνας στον άξονα Σλοβιάνσκ-Κραματόρσκ, που θα σημάνει την απώλεια σημαντικών εδαφών στο Ντονέτσκ, έναν από τους βασικούς στόχους της Ρωσίας. Από την άλλη, η παραδοχή της Ουκρανίας ότι έχει σοβαρές ελλείψεις σε πυρομαχικά, εφόσον είναι αληθής, έχει άμεση επίπτωση στο πεδίο της μάχης.
Μεγαλύτερη ίσως σημασία, όμως, έχει το ενδεχόμενο περαιτέρω κλιμάκωσης και από τη ρωσική πλευρά, σε αυτό το μακρόσυρτο αλλά εξαιρετικά επικίνδυνο «σκάκι» των μεγάλων δυνάμεων.
Όσα συμβαίνουν, το τελευταίο διάστημα, προσφέρουν εφόδια στη ρωσική πλευρά να στηρίξει ακόμη περισσότερο το επιχείρημά της, στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και στον λεγόμενο «Παγκόσμιο Νότο», ότι στην ουσία δεν πολεμά μόνο με την Ουκρανία αλλά με τις ΗΠΑ και ολόκληρο το ΝΑΤΟ.
Και όταν προκύπτουν δηλώσεις και δημοσιεύματα που δείχνουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες λαμβάνουν άμεσα μέρος στη διαδικασία στόχευσης ρωσικών δυνάμεων, παρέχοντας real time συντεταγμένες προσβολής, όπως πρόσφατα έγραψε η Washington Post, ή όταν δημοσιεύεται ρεπορτάζ από αμφιλεγόμενο αλλά πολλαπλώς βραβευμένο -και με Πούλιτζερ- Αμερικανό δημοσιογράφο, που υποστηρίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ανατίναξαν τους αγωγούς Nordstream 1 και 2, το ρωσικό αφήγημα βρίσκει πρόσθετα στηρίγματα!
Η Ευρώπη και ο κίνδυνος νέας κλιμάκωσης
Έως στιγμής, ο Πούτιν έχει επιδείξει διστακτικότητα και προσοχή στην κλιμάκωση του πολέμου (σε σημείο που να κατηγορείται από τους σκληροπυρηνικούς στο εσωτερικό ότι άργησε πολύ να κηρύξει μερική επιστράτευση), αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα αποδεχτεί το φάσμα μιας πιθανής ήττας με σταυρωμένα τα χέρια. Αντιθέτως, όσο πιο μεγάλη είναι η πιθανότητα βαριάς ήττας τόσο πιο απεγνωσμένη και ριψοκίνδυνη θα είναι ίσως η προσπάθειά του να την αποφύγει με κάθε τρόπο!
Εντούτοις η Ευρωπαϊκή Ένωση, η μη εμπόλεμη περιοχή που υφίσταται τις μεγαλύτερες επιπτώσεις από τη σύρραξη, φαίνεται να υπνοβατεί μακαρίως προς το ενδεχόμενο σοβαρής κλιμάκωσης του πολέμου -με ό,τι συνεπάγεται αυτό, όταν εμπλέκονται πυρηνικές δυνάμεις.
Χωρίς αμφιβολία, η στάση της Ε.Ε. οφείλεται στην εξάρτηση της Ευρώπης από την αμερικανική αμυντική ομπρέλα, στην εσωτερική πίεση που ασκείται από τις χώρες της Βαλτικής και την Πολωνία, αλλά και στην έλλειψη ισχυρής ηγεσίας, στη Γερμανία και τη Γαλλία.
Το αποτέλεσμα όμως είναι να μην υπάρχουν έως στιγμής σοβαρές προσπάθειες για τη διερεύνηση διπλωματικών λύσεων, καθώς οι ΗΠΑ (που εν πολλοίς είναι σε θέση να καθορίζουν τη στάση της Ουκρανίας, όντας ο κύριος στρατιωτικός και οικονομικός υποστηρικτής της) επιμένουν σε μαξιμαλιστικές θέσεις, που μπορεί να εμφανίζονται δίκαιες, αλλά δεν έχουν πολλές πιθανότητες να εφαρμοστούν, χωρίς να προηγηθεί πλήρης και αδιαφιλονίκητη στρατιωτική και οικονομική ήττα της Ρωσίας.
Μόνο μια ένδειξη περί του αντιθέτου υπήρξε, σε ένα δημοσίευμα ελβετικής εφημερίδας της ΝΖΖ, σύμφωνα με το οποίο ο επικεφαλής της CIA Ρίτσαρντ Μπερνς παρουσίασε πρόσφατα ένα σχέδιο ειρήνευσης τόσο στο Κίεβο όσο και στη Μόσχα. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, που επικαλείτο Γερμανούς αξιωματούχους «από την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση», ο τίτλος στην πρόταση προς το Κίεβο έγραφε: «Ειρήνη για γη», ενώ για τη Μόσχα, «Γη για την ειρήνη».
Η «γη» λέγεται ότι αφορούσε περίπου το 20 τοις εκατό του εδάφους της Ουκρανίας. Ωστόσο και οι δύο πλευρές αρνήθηκαν. Οι Ουκρανοί επειδή δεν είναι διατεθειμένοι να χάσουν έδαφος, οι Ρώσοι επειδή υποθέτουν ότι θα κερδίσουν τον πόλεμο μακροπρόθεσμα ούτως ή άλλως. Το δημοσίευμα διαψεύστηκε από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.
Οι δύο δρόμοι για επίλυση του «Ουκρανικού»
Το μεγάλο πρόβλημα με τον πόλεμο της Ουκρανίας αφορά την υπαρξιακή διάσταση που έχει λάβει για τις δύο υπερδυνάμεις που εμπλέκονται. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες συνδέεται άμεσα με την επιβεβαίωση της διεθνούς επικυριαρχίας της Δύσης -υπό την αιγίδα πάντα της αμερικανικής υπερδύναμης-, τυχόν αμφισβήτηση της οποίας θα ανοίξει σοβαρά μέτωπα παγκοσμίως.
Για τη ρωσική πλευρά, συνιστά σοβαρό κίνδυνο όχι μόνο για την ανατροπή του καθεστώτος Πούτιν αλλά και για τη συντριπτική υποβάθμιση των συμφερόντων της, πιθανότατα και για τη διάλυση της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Με αυτά τα δεδομένα και εφόσον δεν υπάρξουν πολύ σοβαρές ανατροπές υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς στο πεδίο της μάχης (κάτι που θα έδινε τη λύση «επί του πεδίου», ενδεχομένως με απρόβλεπτα, ίσως και πολύ οδυνηρά αποτελέσματα για την πορεία του κόσμου), δύσκολα θα μπορούσε να υπάρξει ουσιαστική διαμεσολάβηση για την εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής διπλωματικής λύσης, χωρίς εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (με μοχλό τον γαλλογερμανικό άξονα), από τη μία, και της Κίνας, από την άλλη πλευρά.
Πρόκειται για τις μόνες διεθνείς δυνάμεις που έχουν τις σχέσεις και τη δυνατότητα να επηρεάσουν τους πρωταγωνιστές, διαθέτοντας και το ειδικό βάρος που απαιτείται, στη διεθνή σκηνή. Είναι προφανές άλλωστε ότι οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια ειρήνευσης πρέπει να αντιμετωπίζει θέματα που συνδέονται με την τρέχουσα σύρραξη, όπως ο μετασχηματισμός της σημερινής «αρχιτεκτονικής» για την ασφάλεια της ευρωπαϊκής ηπείρου (θέμα με πολύ ευρύτερες διεθνείς διαστάσεις), περιλαμβάνοντας με κάποιο τρόπο και τα ρωσικά συμφέροντα. Οτιδήποτε λιγότερο δεν θα έχει μόνιμα αποτελέσματα.
Προς το παρόν, όμως, κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, οπότε η ουκρανική κρίση θα συνεχίσει δυστυχώς να κλιμακώνεται, επηρεάζοντας οικονομίες και αγορές. Οι τιμές χονδρικής της μεγαβατώρας για παράδειγμα μπορεί να έχουν μειωθεί δραστικά στην Ευρώπη τους τελευταίους μήνες, αλλά παραμένουν σε επίπεδα... τετραπλάσια σε σχέση με τις τιμές της ίδιας περιόδου (Ιανουαρίου- Φεβρουαρίου), προ τριετίας!