Πριν από κάποιες δεκαετίες, το στρατηγικό δόγμα άμυνας των ΗΠΑ στηριζόταν στη δυνατότητα διεξαγωγής -και επικράτησης- σε «δυόμισι» ταυτόχρονους πολέμους, ήτοι σε δύο σοβαρές συρράξεις και σε μία χαμηλότερης εντάσεως.
Σήμερα, μετά από μακροχρόνια περίοδο φθίνουσας αμυντικής δαπάνης σε εξοπλισμούς, μείωσης της τεχνολογικής υπεροχής και αύξησης των δημοσιονομικών περιορισμών, το αμερικανικό δόγμα προβλέπει τη δυνατότητα διεξαγωγής -και πιθανής επικράτησης- απέναντι σε έναν -και μόνο- μεγάλο περιφερειακό αντίπαλο.
Εντούτοις, έτσι όπως διαμορφώνεται το γεωπολιτικό σκηνικό, η αμερικανική πλευρά εμφανίζεται έτοιμη να ανεβάσει το επίπεδο έντασης σε πολλά και διαφορετικά μέτωπα, την ώρα που η σύρραξη στην Ουκρανία, με αντίπαλο τη Ρωσία, δείχνει να είναι ακόμη πολύ μακριά από την έκβασή της.
Μια σειρά αμερικανικών χειρισμών στο εξαιρετικά ευαίσθητο για τους Κινέζους ζήτημα της Ταϊβάν, αλλά και η κίνησή τους να αποκλείσουν την Κίνα από την αγορά μικροτσίπ υψηλού τεχνολογικού επιπέδου (στα οποία η Ταϊβάν έχει κυρίαρχη κατασκευαστική θέση), έχουν ανεβάσει πολύ το θερμόμετρο στις σχέσεις των δύο μεγαλύτερων υπερδυνάμεων.
Ταυτόχρονα, οι Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και η Ευρώπη φαίνεται να εισέρχονται σε τροχιά υψηλής έντασης και με την Τεχεράνη, όχι μόνο επειδή το Ιράν προμηθεύει τους Ρώσους με drones και άλλα όπλα, αλλά κι επειδή υπάρχουν φόβοι ότι η τελευταία θα είναι σύντομα σε θέση να περάσει στην εκτελεστική φάση του από μακρόν κυοφορούμενου πυρηνικού προγράμματός της.
Παραδόξως, το τελευταίο διάστημα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν περάσει σε τροχιά σύγκρουσης και με το απολυταρχικό καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας, αλλά και με τα υπόλοιπα μέλη του ΟΠΕΚ, με αφορμή την απόφαση του συλλογικού οργάνου των μεγάλων πετρελαιοπαραγωγικών χωρών να μειώσουν την παραγωγή, σε μια περίοδο που οι ηγεσίες της Δύσης θεωρούν ότι αυτό ενισχύει τη ρωσική θέση.
Με πόσους μπορούν να τα βάλουν ταυτόχρονα οι Αμερικανοί;
Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι ακριβώς σε αυτό το φόντο, ο Hal Brands, ένας από τους εγκυρότερους γεωπολιτικούς αναλυτές του Bloomberg (και καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Johns Hopkins), με άψογα «φιλοδυτικά» διαπιστευτήρια, επέλεξε να γράψει μακροσκελές άρθρο με τίτλο «Μπορούν οι ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα την Κίνα, το Ιράν και τη Ρωσία;», στο οποίο δίνει αρνητική απάντηση, εξηγώντας για ποιους λόγους η μεγαλύτερη υπερδύναμη οφείλει να επιλέξει την τακτική της «αλληλουχίας», ήτοι να προσπαθήσει να κλείνει ένα μέτωπο πριν ξεσπάσει το επόμενο.
Δυστυχώς, τα τελευταία γεγονότα δείχνουν ότι η αμερικανική διπλωματία κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση, προσθέτοντας στα παραδοσιακά μέτωπα και την υψηλή ένταση στις σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία, η οποία έχει ηγετική θέση στο αραβικό-σουνιτικό μέτωπο κατά του Ιράν, έναντι του οποίου αποτελεί και μοναδικό ισχυρό αντίβαρο στην ευρύτερη περιοχή, μετά την κατάρρευση του καθεστώτος Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ.
Ήδη το νομοσχέδιο NOPEC, που πηγαινοέρχεται εδώ και δύο δεκαετίες στα αμερικανικά νομοθετικά σώματα, εισήχθη ξανά στη γερουσία, ως αντίδραση για την κίνηση του ΟΠΕΚ να μειώσει την παραγωγή πετρελαίου. Πρόκειται για νομοσχέδιο που αν περάσει (διότι πολλές φορές μπλοκαρίστηκε στο παρελθόν, με την απειλή προεδρικού βέτο), θα επιτρέψει στις αμερικανικές αρχές να μηνύσουν τα εμπλεκόμενα κράτη με βάση τη νομοθεσία περί αντιτράστ και χειραγώγησης αγοράς, που έως στιγμής εφαρμόζεται σε ιδιωτικές οντότητες. Λεπτομέρεια: Ο σημερινός πρόεδρος Μπάιντεν στο παρελθόν υπήρξε από τους ένθερμους υποστηρικτές του NOPEC.
Προς το παρόν βέβαια, η ένταση σε ορισμένα από τα παραπάνω μέτωπα παραμένει λεκτική ή, έστω, συμβολική, που σημαίνει ότι υπάρχει σχετικά εύκολο περιθώριο υπαναχώρησης και εξομάλυνσης.
Στην περίπτωση πάντως της Κίνας, με δεδομένη και την τελευταία δήλωση Αμερικανού ναυάρχου ότι «η Κίνα θα μπορούσε να εισβάλει στην Ταϊβάν μέσα στο 2024», αλλά και τις φωνές στην αμερικανική πολιτική σκηνή περί αναγνώρισης της Ταϊβάν ως ανεξάρτητου κράτους, οι πιθανότητες αποκλιμάκωσης φαντάζουν μάλλον ισχνές.
Η ιδεολογική σύγκρουση και ο κίνδυνος για την Ευρώπη
Το εξόχως επικίνδυνο στην όλη υπόθεση είναι ότι η ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών δείχνει ολοένα και περισσότερο να εγκλωβίζεται σε μια ιδεολογικού χαρακτήρα μετωπική σύγκρουση με σημαντικά απολυταρχικά ή αυταρχικά καθεστώτα ανά τον κόσμο. Αυτή είναι η κοινή συνισταμένη μεταξύ των μετώπων που προαναφέραμε, ακόμη και στην περίπτωση του ΟΠΕΚ+, όπου πλην Σαουδικής Αραβίας (και Ρωσίας) μετέχουν ακόμη χώρες όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Βενεζουέλα, το Ιράν, το Ιράκ, η Νιγηρία, το Καζακστάν και το Αζερμπαϊτζάν.
Οι κίνδυνοι λοιπόν δεν είναι μόνο στρατιωτικοί, όπως π.χ. στην περίπτωση που ξεσπάσει σύρραξη περί την Ταϊβάν, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη ο πόλεμος στην Ουκρανία (ο οποίος απομειώνει ολοένα και περισσότερο τα δυτικά οπλοστάσια). Αυτό το ενδεχόμενο μπορεί να είναι εξαιρετικά επιζήμιο, αλλά προς το παρόν δεν μοιάζει ιδιαίτερα πιθανό.
Ο τρίτος νόμος του Νεύτωνα ωστόσο, που λέει ότι κάθε δράση προκαλεί αντίδραση ίση κατά το μέτρο και με διαφορετική κατεύθυνση, έχει βρει συχνότατα εφαρμογή στη γεωπολιτική. Εάν τα ανά τον κόσμο αυταρχικά καθεστώτα εκτιμήσουν ότι τελούν υπό καθεστώς ιδεολογικής δίωξης και ότι ακόμη κι αν αποφεύγουν τις συνέπειες προς το παρόν, θα έρθει σύντομα η σειρά τους, τότε το πιθανότερο είναι ότι θα δημιουργηθούν προϋποθέσεις συνεργασίας και συντονισμού μεταξύ τους, προκειμένου να αξιοποιήσουν τα πλεονεκτήματά τους, που σε μεγάλο βαθμό αφορούν ακριβώς την παραγωγή πρώτων υλών και καυσίμων που χρειάζεται η Δύση για να λειτουργήσει.
Ενδεχομένως αυτός ο κίνδυνος να είναι, αν όχι πιο σοβαρός, σίγουρα πιο άμεσος απ' ό,τι ο στρατιωτικός κίνδυνος, χωρίς να υποτιμούμε τη σημασία του τελευταίου. Κι αν για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο κίνδυνος περαιτέρω δραστικού περιορισμού των καυσίμων και των πρώτων υλών είναι κατά την άποψη ορισμένων «καθοδηγητών κοινής γνώμης» αντιμετωπίσιμος, χάρη στους πλουτοπαραγωγικούς πόρους που διαθέτουν, αλλά και στην ύπαρξη μιας «πίσω αυλής» στη Λατινική και τη Νότια Αμερική, δεν συμβαίνει το ίδιο με την Ευρώπη.
Για τη Γηραιά Ήπειρο, σε αυτή τη συγκυρία, δύσκολα θα μπορούσε να υπάρξει χειρότερη εξέλιξη από την περαιτέρω εξάπλωση της σύγκρουσης, είτε με οικονομικούς είτε και με στρατιωτικούς όρους. Οι πιθανότητες όμως να μπορέσει να αντιδράσει αποτελεσματικά, προκειμένου να περιορίσει τέτοιου είδους -πιθανά πλέον- ενδεχόμενα, φαντάζουν σήμερα εξαιρετικά περιορισμένες.