Οι πρόσφατες εντυπωσιακές επιτυχίες του ουκρανικού στρατού στο Χάρκοβο επέφεραν περαιτέρω σκλήρυνση της ρωσικής στάσης. Η έναρξη μερικής επιστράτευσης στη Ρωσία (από 300.000 άνδρες επισήμως, έως 1,2 εκατ. άνδρες σύμφωνα με άλλες πληροφορίες, που επισήμως διαψεύδονται) αποτελεί καθυστερημένη απάντηση σε ένα θέμα που στους ειδικούς ήταν γνωστό εδώ και μήνες: Η Ρωσία δεν φαινόταν να διαθέτει αριθμητικά επαρκείς δυνάμεις εισβολής στην Ουκρανία για να υπερνικήσει μεσομακροπρόθεσμα τον αμυνόμενο στρατό, καθώς ο τελευταίος προχωρούσε σε επιστράτευση, εκπαιδευόταν και εξοπλιζόταν με δυτικά όπλα.
Το γεγονός ότι χρειάστηκε μια ήττα με βαριές επιπτώσεις σε επιχειρησιακό αλλά και επικοινωνιακό επίπεδο δείχνει ότι για μια ακόμη φορά η ρωσική ηγεσία δεν εκτίμησε σωστά τα δεδομένα, υποτιμώντας τις δυνατότητες των Ουκρανών, αλλά και το εύρος της στήριξής τους από τη Δύση. Δείχνει επίσης ότι για τον Πούτιν ήταν ένα αμφιλεγόμενο βήμα, λόγω πιθανών πολιτικοκοινωνικών επιπτώσεων στο εσωτερικό της Ρωσίας, το οποίο δεν ήταν έτοιμος να κάνει, χωρίς να υπάρχει απόλυτη ανάγκη.
Καθώς μια επιστράτευση αυτού του μεγέθους δεν αποδίδει μέσα σε μέρες και λίγες εβδομάδες, μετά το Χάρκοβο άνοιξε για τους Ουκρανούς ένα παράθυρο ευκαιρίας να ανακτήσουν περισσότερα εδάφη, πιθανώς προξενώντας «ανήκεστο βλάβη» σε σημεία του μετώπου κρίσιμα για τη Ρωσία, πριν ξεσπάσει για τα καλά ο χειμώνας και πριν ενισχυθούν τα εχθρικά στρατεύματα με περισσότερες δυνάμεις. Το αν θα καταφέρουν να απελευθερώσουν νέες περιοχές, ικανές να αλλάξουν τη στρατηγική εικόνα σε αυτό το διάστημα, μένει να αποδειχθεί.
Τα δημοψηφίσματα και η πυρηνική απειλή
Από την πλευρά της πάντως, η Ρωσία προχωρά σε ένα νέο τετελεσμένο. Μέσα από τα «δημοψηφίσματα» στις περιφέρειες που κατέχει, προχωρά με ταχύτητα στην προσάρτηση των κατεχόμενων εδαφών. Κατά συνέπεια, σύντομα (πιθανότατα σε λίγες μέρες, στις αρχές Οκτώβρη), θα ισχυρίζεται ότι τα εδάφη αυτά είναι ρωσικά και ότι οποιαδήποτε επίθεση σε αυτά συνιστά απόπειρα κατάληψης ρωσικού εδάφους, εναντίον της οποίας θα πρέπει να «αμυνθεί».
Τα παραπάνω δημιουργούν νέα δεδομένα, ιδίως καθώς ο Πούτιν έσπευσε να απειλήσει, εμμέσως πλην σαφώς, για το ενδεχόμενο χρήσης οιονδήποτε όπλων, ακόμη και πυρηνικών, στην περίπτωση «υπαρξιακής απειλής» για τη Ρωσία.
Το θερμόμετρο έχει ανέβει σε βαθμό που να παρουσιάζονται συχνότατα στα διεθνή ΜΜΕ αναλύσεις για το πώς θα πρέπει να αντιδράσει η Δύση στις έμμεσες απειλές του Πούτιν και ποια θα μπορούσε να είναι η απάντηση, αν η απειλή γίνει πραγματικότητα!
Το πρόβλημα είναι ότι ουδείς έχει προηγούμενη εμπειρία σε χειρισμούς πυρηνικής κλιμάκωσης και αποκλιμάκωσης, με μόνη εξαίρεση την κρίση της Κούβας το 1962 (μια κρίση θεωρητικά λιγότερο σύνθετη και επικίνδυνη από την τρέχουσα), οι πρωταγωνιστές της οποίας έχουν προ πολλού αποβιώσει.
Όλα δε τα σχετικά εγχειρίδια περί χρήσης πυρηνικών όπλων στον ανταγωνισμό και στη σύγκρουση μεταξύ υπερδυνάμεων (ναι, υπάρχουν και τέτοια) ήταν και παραμένουν θεωρητικά, γεγονός που προφανέστατα αυξάνει τα περιθώρια (ολέθριου) λάθους.
Αυτό που φαίνεται απολύτως σαφές είναι ότι στην καλύτερη περίπτωση, ακόμη κι αν η Ρωσία δεν ανακτήσει τη δυνατότητα για περαιτέρω σοβαρές προελάσεις, η ηγεσία της προτίθεται να προστατέψει με κάθε τρόπο τα ήδη κεκτημένα.
Με εξαίρεση μια ταχύτατη προέλαση των Ουκρανών, στο μικρό σχετικά διάστημα που απομένει έως ότου αλλάξουν οι καιρικές συνθήκες και ενισχυθούν οι ρωσικές θέσεις με νέα στρατεύματα, κάτι τέτοιο φαίνεται απολύτως εφικτό, απομακρύνοντας για καιρό το ενδεχόμενο λήξης του πολέμου, τουλάχιστον με τρόπο που να καλύπτει έστω και στοιχειωδώς τα όσα εμφανίζονται να επιδιώκουν τόσο ο αμυνόμενος όσο και ο επιτιθέμενος.
Για την ακρίβεια, εάν λάβουμε υπόψη μας ότι στα εδάφη που μέσω των «δημοψηφισμάτων» επιδιώκει να προσαρτήσει η Ρωσία περιλαμβάνονται τυπικά και περιοχές που δεν κατέχει σήμερα, ιδίως στο Ντονμπάς, καθίσταται σαφές ότι ο Πούτιν έφερε τον εαυτό σου σε μια θέση που καθιστά περίπου… αδύνατο τον τερματισμό του πολέμου, χωρίς το επιθυμητό για τη Ρωσία αποτέλεσμα, καθώς θα αποτελέσει ήττα, ικανή να αποσταθεροποιήσει αμετάκλητα το καθεστώς του.
Εάν δεν υπάρξουν σημαντικές αλλαγές μέσα στη Ρωσία (εις βάρος του Πούτιν), είτε εξαιτίας των οικονομικών κυρώσεων εναντίον της είτε λόγω αντιδράσεων στην επιστράτευση και την περαιτέρω πορεία των πολεμικών επιχειρήσεων, τα δεδομένα αυτά δεν αναμένεται να ανατραπούν.
Η έλλειψη διεξόδου και η αποφασιστικότητα της Δύσης
Δυσχερής όμως είναι και η θέση της Δύσης, κυρίως δε της Ευρώπης, καθώς οι οικονομικές και ενεργειακές επιπτώσεις του πολέμου επηρεάζουν δυσμενώς το περιβάλλον στις κοινωνίες, ενώ ο επερχόμενος χειμώνας αναμένεται να προξενήσει περαιτέρω πιέσεις, με ενδεχόμενο αποτέλεσμα την κοινωνική και πολιτική αναταραχή.
Την ίδια ώρα, ο βαθμός καταστροφής οπλικών συστημάτων στο πεδίο της μάχης έχει αρχίσει να κατεβάζει επικίνδυνα τα διαθέσιμα αποθέματα στο οπλοστάσιο της Δύσης, την ώρα που η Ουκρανία ζητά ολοένα και μεγαλύτερες ενισχύσεις. Με άλλα λόγια, ίσως πολύ μεγαλύτερο ρόλο από τις εξελίξεις στο πεδίο της μάχης έχουν οι εξελίξεις στο πεδίο του οικονομικού και επικοινωνιακού πολέμου μεταξύ των δύο παρατάξεων, που καθορίζουν το πλαίσιο.
Το σήμα από την πλευρά του Πούτιν ήταν ξεκάθαρο. Η Ρωσία έχει τραβήξει κόκκινη γραμμή στην Ουκρανία, εκτιμώντας ότι ο βασικός της αντίπαλος είναι οι ΗΠΑ και η Δύση, κάτι που δεν αναμένεται να αλλάξει εύκολα όσο ο ίδιος είναι στην εξουσία. Το ερώτημα είναι αν και η Δύση θα παραμείνει αποφασισμένη στην ίδια ανυποχώρητη γραμμή, φτάνοντας ενδεχομένως πολύ κοντά σε μια γενικευμένη εμπλοκή με τη Ρωσία, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό.
Η πιο πιθανή απάντηση είναι θετική. Ούτε η Δύση, με πρωταγωνιστή τις ΗΠΑ, πρόκειται να υποχωρήσει, παρά μόνον αν υπάρξουν δυσμενείς πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στο εσωτερικό της, σε βαθμό που να το επιβάλλουν.
Η συγκεκριμένη πρόβλεψη δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Το πραγματικό διακύβευμα του πολέμου στην Ουκρανία ξεπερνά κατά πολύ τα σύνορά της. Η βαθύτερη σημασία του πολέμου αφορά την προσπάθεια αλλαγής συσχετισμών σε παγκόσμια κλίμακα. Μια ανοικτή αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ και ευρύτερα της Δύσης. Νίκη της Ουκρανίας σημαίνει νίκη των ΗΠΑ και της Δύσης, με συνέπειες ορατές και για τη νέα υπερδύναμη, την Κίνα. Ήττα της Ουκρανίας θα επιφέρει περαιτέρω αμφισβήτηση του ρόλου της Δύσης ανά τον κόσμο, ενθαρρύνοντας τον αναθεωρητισμό.
Κατά συνέπεια, ήταν εξαρχής ορατό ότι η διέξοδος στο συγκεκριμένο πόλεμο δεν θα είναι καθόλου απλή υπόθεση. Τα τελευταία γεγονότα απλώς το επιβεβαιώνουν. Και ανεβάζουν κατακόρυφα το ρίσκο.