Μπορεί η πρόταση μομφής στη Βουλή να μην προσέφερε, όπως αναμενόταν άλλωστε, άμεσες πολιτικές εξελίξεις, ούτε νέα στοιχεία για το φιάσκο της κακοκαιρίας «Ελπίς» στην Αττική, ωστόσο η αίσθηση του μέσου πολίτη είναι ότι προστέθηκε μια ακόμη κυβερνητική -και ευρύτερα κρατική- αποτυχία στο «σερί» της «Μήδειας», των πυρκαγιών του καλοκαιριού και των πλημμυρών, που προηγήθηκαν.
Το βασικό σημείο που έχει μείνει αδιευκρίνιστο, μετά το πρωτοφανές φαινόμενο να διαψεύδει εταιρεία υπουργό, επικαλούμενη «μαγνητοσκοπημένο υλικό», αλλά το υλικό αυτό να μη δίνεται στη δημοσιότητα, είναι οι ευθύνες του αρμόδιου υπουργού Χρήστου Στυλιανίδη αλλά και της Τροχαίας, σε σχέση με το μη έγκαιρο κλείσιμο της κυκλοφορίας βαρέων οχημάτων στην Αττική Οδό.
Όμως, παρότι το φιάσκο προξένησε σημαντικό πλήγμα στην κυβέρνηση, δημιουργώντας συνθήκες μηδενικής ανοχής σε τυχόν επόμενη… συγγνώμη, σημαντικότερες για εκείνη ενδέχεται να αποδειχθούν μεσοπρόθεσμα οι εξελίξεις σε δύο άλλους τομείς. Στην αντιμετώπιση της πανδημίας και στο εισόδημα, στην «τσέπη», όπως το λέμε λαϊκά, του πολίτη.
Τους τελευταίους μήνες, η χώρα καταγράφει πολύ κακές επιδόσεις και στα δύο μέτωπα. Επιδόσεις που δείχνουν μάλιστα να επιδεινώνονται, στο σύντομο διάστημα του νέου έτους.
Σε ό,τι αφορά την πανδημία, όχι μόνο περάσαμε μέσα στον Ιανουάριο τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε ό,τι αφορά τους νεκρούς από την αρχή της Covid-19, αλλά φτάσαμε τις τελευταίες επτά ημέρες να καταγράφουμε τους περισσότερους νεκρούς στην Ευρώπη, πίσω μόνο από την Κροατία και τη Βουλγαρία, σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση!
Με άλλα λόγια, το «αφήγημα» ότι η χώρα μας τα πήγε καλύτερα από τον μέσο όρο της Ευρώπης έχει ήδη ανατραπεί, παρά την όντως εξαιρετική επίδοση που είχαμε τους πρώτους μήνες, όταν σε πολλές δυτικές χώρες της Ευρώπης που χτυπήθηκαν πρώτες και ήταν τότε ήταν εντελώς απροετοίμαστες, καταγράφηκαν δεκάδες χιλιάδες νεκροί.
Δυσάρεστες πρωτιές όμως καταγράφει η χώρα μας και στο μέτωπο της ακρίβειας, με κύριο άξονα τις τιμές ενέργειας που επηρεάζουν ευρύτερα το κόστος διαβίωσης του πολίτη, επιδρώντας στις αυξήσεις τιμών πληθώρας προϊόντων και υπηρεσιών, ενώ συνδυάζονται και με τα κόστη που έχουν προκαλέσει οι διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα και στην ισορροπία προσφοράς και ζήτησης, διεθνώς.
Η κυβέρνηση ορθώς επικαλείται την ύπαρξη διεθνούς φαινομένου στους παραπάνω τομείς. Είναι δύσκολο όμως να εξηγήσει γιατί η Ελλάδα κατέχει είτε τη δεύτερη θέση (στη μέση τιμή χονδρικής του ηλεκτρικού ρεύματος για το 2021) είτε την πρώτη θέση στην Ευρώπη (τον Ιανουάριο) ανά μεγαβατώρα ηλεκτρισμού, όταν από την άλλη, έχει από τα πιο χαμηλά διαθέσιμα εισοδήματα κατά κεφαλή. Κι ακόμη πιο δύσκολο, παρά τις ενισχύσεις που παρέχει, να εξαλείψει τις συνέπειες, πολιτικές κοινωνικές, οικονομικές και αναπτυξιακές.
Το ζήτημα της ακρίβειας, που στο διεθνές του σκέλος απειλεί να οδηγήσει σύντομα σε άνοδο των επιτοκίων, είναι ίσως και το πιο κομβικό (κι επικίνδυνο) για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία εμφανώς έχει ποντάρει τα περισσότερα στην οικονομική ανάπτυξη και την ενίσχυση των εισοδημάτων. Κι ομολογουμένως, τουλάχιστον στο σκέλος της προσέλκυσης επενδύσεων και της τουριστικής ανάκαμψης τα έχει καταφέρει πολύ καλά.
Η απειλή της ακρίβειας, της ανόδου του πληθωρισμού και των επιτοκίων, εντείνεται ακόμη περισσότερο από το ότι η χώρα παραμένει υπερχρεωμένη σε βαθμό μοναδικό στην Ευρωζώνη, ενώ στηρίζεται στην ΕΚΤ για να είναι «εμπορεύσιμα» σε χαμηλές τιμές τα ομόλογα της. Κι από το γεγονός ότι οι δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, παρά τους πανηγυρισμούς, δεν έχουν αλλάξει ιδιαίτερα. Όπως δείχνουν ξεκάθαρα τα ισοζύγια στις συναλλαγές της χώρας με τον υπόλοιπο κόσμο.
Όσο για το μεγάλο όπλο, το Ταμείο Ανάκαμψης, παρότι ασφαλώς θα οδηγήσει σε σοβαρές επενδύσεις, είναι αμφίβολο το πότε θα φτάσει, με το "trickle down effect" , στην τσέπη του πολίτη. Το 2022 πολύ δύσκολο έως ακατόρθωτο, το 2023 ίσως, ανάλογα με και την ταχύτητα υλοποίησης των επενδύσεων, την οποία μένει να δούμε.
Όλα αυτά, χωρίς να κάνουμε καθόλου μνεία στα θέματα εξωτερικής πολιτικής που ενδέχεται να αντιμετωπίσει προσεχώς η κυβέρνηση, έχοντας απέναντι μια Τουρκία σε αναταραχή κι έναν κόσμο αβέβαιο, θέματα πιθανώς πολύ ευαίσθητα, ακόμη περισσότερο για το εσωτερικό της ακροατήριο.
Εν ολίγοις, με το σύνολο του πολιτικού συστήματος να βρίσκεται πρακτικά σε μια μόνιμη προεκλογική ατμόσφαιρα, ακόμη κι αν η πανδημία επιτέλους αρχίσει να υποχωρήσει, η κυβέρνηση έχει μπροστά της μια σειρά από σημαντικά προβλήματα, ενώ την ίδια ώρα δείχνει να έχει χάσει τον βηματισμό της, αλλά και τον όποιο μεταρρυθμιστικό δυναμισμό επέδειξε το πρώτο διάστημα της θητείας της.
Ακόμη χειρότερα για εκείνη, πέραν του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, παρότι 2 ½ χρόνια στην αντιπολίτευση, δεν έχει καταφέρει ως τώρα να προσελκύσει ψήφο δυσαρεστημένων, στο σκηνικό υπάρχει πλέον ως «ψηφοσυλλέκτης» κεντρώων και κεντροαριστερών δυσαρεστημένων το «αναζωογονημένο» ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ του κου Ανδρουλάκη.
Παρ' όλα αυτά, η μπάλα παραμένει -τουλάχιστον θεωρητικά- στο γήπεδο της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Εξακολουθεί να έχει όχι μόνο το υψηλότερο ποσοστό εκλογικής προτίμησης αλλά και την πρωτοβουλία των κινήσεων. Μπροστά της είναι ίσως η πιο κρίσιμη καμπή.
Θα κάνει γνήσια αυτοκριτική, προχωρώντας το συντομότερο σε εκτεταμένο ανασχηματισμό, προκειμένου να αποβάλει υπουργούς αλλά και στελέχη του Μαξίμου που έχουν εξελιχθεί σε βαρίδια, ώστε να δείξει ότι μπορεί να αποκτήσει ξανά «ορμή»; Ή θα αποδειχτεί δέσμια εσωτερικών συσχετισμών και προσωπικών προτιμήσεων, αλλά και της «αλαζονείας» μιας εξουσίας που θεωρεί ότι παίζει χωρίς αντίπαλο, παρά τον ορατό πλέον κίνδυνο να χάσει αναμετρώμενη κυρίως με τον… εαυτό της!