Μέσα στη δικαιολογημένη πρεμούρα να αυξηθεί το ποσοστό των εμβολιασμένων, εν μέρει μέσω κάποιων «προνομίων» σε ό,τι αφορά τα περιοριστικά μέτρα, υπάρχει ο υπαρκτός φόβος να δημιουργηθούν επικίνδυνες παρανοήσεις σε ό,τι αφορά τον βαθμό και το είδος προστασίας που προσφέρουν τα εμβόλια κατά της Covid-19. Διότι άλλος ο βαθμός προστασίας απέναντι στα σοβαρά συμπτώματα, στη νοσηλεία και στον κίνδυνο θανάτου, κι άλλος ο βαθμός προστασίας από το ενδεχόμενο να καταστεί κάποιος φορέας, με ή χωρίς συμπτώματα, άρα και πιθανός μεταδότης του ιού.
Ως προς την πρώτη διάσταση, τον κίνδυνο σοβαρών συμπτωμάτων, νοσηλείας και ενδεχομένως θανάτου, ακόμη και τελευταίες έρευνες από το Ισραήλ, τη χώρα με το υψηλότερο σήμερα ποσοστό εμβολιασμένων στον δυτικό κόσμο, δείχνουν ότι η προστασία από τα εμβόλια κινείται σε υψηλότατα επίπεδα, της τάξεως του 88-91%, ενδεχομένως και ακόμη υψηλότερα, καθώς η μεθοδολογία της συγκεκριμένης έρευνας φαίνεται ότι είχε ανισομέρειες στο δείγμα, υπέρ των μεγαλύτερων και άρα των πιο ευάλωτων ηλικιών.
Εντούτοις, το «εμβολιάστηκες, άρα δεν κολλάς και δεν μεταδίδεις» φαίνεται να αποτελεί εντελώς διαφορετική υπόθεση. Η εμπειρία του Ισραήλ -και όχι μόνο- δείχνει ότι και οι εμβολιασμένοι μπορεί να κολλήσουν, εκτιμώντας ότι η προστασία σε αυτό το θέμα μπορεί να είναι στο 40%, έστω κι αν κολλάνε πιο δύσκολα, σε σχέση με τους ανεμβολίαστους. Επίσης, οι επιστήμονες, ελλείψει εκτεταμένων ερευνών, φαίνεται να συμφωνούν ότι οι εμβολιασμένοι, κι αν κολλήσουν, είναι λιγότερο μεταδοτικοί, διότι μεταφέρουν μικρότερο μολυσματικό φορτίο. Χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι δεν μεταδίδουν καθόλου, ιδίως σε ό,τι αφορά την εξαιρετικά μεταδοτική μετάλλαξη «Δέλτα», που φαίνεται να προκαλεί εξαιρετικά υψηλό ιικό φορτίο σε όσους την κολλήσουν.
Δεν φταίει η επιστήμη, που ορισμένα ερωτήματα, επί των οποίων όλοι θα θέλαμε να έχουμε ακλόνητα δεδομένα και απαντήσεις, παραμένουν λίγο νεφελώδη. Φταίει η ταχύτητα με την οποία έχει εξελιχθεί η πανδημία και οι μεταλλάξεις του ιού, δημιουργώντας ανυπέρβλητα εμπόδια στην επιστημονική καταγραφή και ανάλυση. Πολύ δε περισσότερο, ουδείς είναι σήμερα σε θέση να γνωρίζει αν θα υπάρξουν νέες παραλλαγές, ακόμη πιο επικίνδυνες όσον αφορά στη μεταδοτικότητα ή και ενδεχομένως την παράκαμψη των εμβολίων. Σε αυτό άλλωστε πολύ μεγάλο ρόλο παίζει το γεγονός ότι ενώ στις ανεπτυγμένες χώρες γίνεται προσπάθεια να πειστούν οι πολίτες να εμβολιαστούν σε μεγαλύτερο βαθμό, με τις όποιες αντιδράσεις, την ίδια ώρα υπάρχουν δισεκατομμύρια άνθρωποι στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο, που είτε θέλουν είτε όχι, δεν διαθέτουν εμβόλια για να χρησιμοποιήσουν και πρακτικά ζουν σε περιοχές που λειτουργούν ως «εκκολαπτήρια» νέων μεταλλάξεων. Μεταλλάξεις που όπως έχει ήδη αποδειχτεί, θέλουν απειροελάχιστο διάστημα για να μεταπηδήσουν στις ανεπτυγμένες χώρες.
Αυτό λοιπόν που πρέπει να κατανοήσουν οι εμβολιασμένοι είναι ότι ναι μεν «θωρακίστηκαν» σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις βαριές συνέπειες της πανδημίας , αλλά δεν έγιναν «άτρωτοι», ούτε μπορεί κάποιος να τους υπογράψει σήμερα ότι α) δεν θα κολλήσουν, β) δεν θα νοσήσουν και γ) ότι δεν θα μεταδώσουν, ακόμη και ως «ασυμπτωματικοί», την ασθένεια. Γι' αυτό άλλωστε ακούγονται ήδη φωνές στο εξωτερικό (και στις ΗΠΑ) που λένε ότι σε περιοχές στις οποίες υπάρχει υψηλή μετάδοση της ασθένειας, καλό θα είναι και οι εμβολιασμένοι να αποφεύγουν τις μεγάλες συναθροίσεις και να κυκλοφορούν με μάσκα, τουλάχιστον σε κλειστούς χώρους.
Θα είναι λοιπόν ευχής έργο αν, όταν έρθουν οι χαμηλές θερμοκρασίες του φθινοπώρου και του χειμώνα, γνωρίζουμε περισσότερα γι' αυτά τα θέματα και δεν έχουν παρουσιαστεί άλλες νέες μεταλλάξεις που θα πρέπει να μελετηθούν εκ νέου.
Για τους ανεμβολίαστους πάντως, νεότερους και μη, η προστασία της προσωπικής υγείας και των οικείων προσώπων τους προφανώς θα πρέπει να αποτελεί ισχυρό κίνητρο να πάρουν την απόφαση. Διότι όπως κι αν προσπαθούν κάποιοι να διαστρεβλώσουν τα ανωτέρω στοιχεία αποτελεσματικότητας, ένα γεγονός παραμένει. Τα εμβόλια μειώνουν σήμερα σε ποσοστό πάνω από 90% τον κίνδυνο βαριάς νόσησης και θανάτου, ενώ ταυτόχρονα μειώνουν σε σημαντικό βαθμό και τον κίνδυνο να κολλήσει κάποιος την ασθένεια, έστω και ασυμπτωματικά (σε συνάρτηση κατά πάσα πιθανότητα και με τον βαθμό έκθεσης στον ιό), αλλά και να τη μεταδώσει.
Κι αυτό μάλλον είναι το καλύτερο που μπορεί να έχουμε έως ότου βρεθεί κάποιο φάρμακο!