Ίσως οι πιο εντυπωσιακές δηλώσεις των τελευταίων ημερών, επί της ουσίας, είναι αυτές του καθηγητή Πνευμονολογίας Νικόλαου Τζανάκη, που είπε «αν τώρα ήταν χειμώνας, θα επιβαλλόταν λοκντάουν», προσθέτοντας ότι «όλοι οι ανεμβολίαστοι θα νοσήσουν», καθώς και του μέλους της Επιτροπής Ειδικών καθηγητή Λοιμωξιολογίας Νίκου Σύψα, που συμφώνησε με τον συνάδελφό του ότι όλοι οι ανεμβολίαστοι θα νοσήσουν κι ότι ταχύτατα θα περάσει από τους νέους σε πιο ευάλωτους, άνω των 60, με υποκείμενα νοσήματα. Ο ίδιος μάλιστα προέβλεψε ότι θα απαλλαγούμε από την πανδημία το καλοκαίρι του 2022.
Όλοι συμφωνούν ότι τον πλέον καθοριστικό ρόλο στο πόσο δυσμενείς θα είναι προσεχώς οι εξελίξεις, ιδίως τον χειμώνα, θα παίξει η ενίσχυση του αριθμού των εμβολιασμένων, προκειμένου να δημιουργηθεί «τείχος ανοσίας», κάτι το οποίο πάντως, με τα σημερινά δεδομένα και την άρνηση σημαντικού μέρους του πληθυσμού να συμμετάσχει, δεν φαίνεται καθόλου βέβαιο.
Μήπως να μην περιμένουμε το φθινόπωρο;
Υπό αυτό το πρίσμα όμως, ίσως έχει ιδιαίτερη σημασία να δούμε μια πιο έγκαιρη και συστηματική προσπάθεια ανάσχεσης των ρυθμών με τους οποίους αυξάνονται τα κρούσματα, στο μεσοδιάστημα από τώρα και ως τον χειμώνα, ακόμη κι αν αυτό επηρεάσει τον τουρισμό και τη «διάθεση» των πολιτών.
Διότι αν οι προβλέψεις των καθηγητών επαληθευτούν, μαζί με την πρόβλεψη των «μοντέλων» της ομάδας Σαρηγιάννη, σύμφωνα με τα οποία το 4ο κύμα θα ξεκινήσει ήδη από τον Ιούλιο (αυτό ήδη το βλέπουμε να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας, με τα κρούσματα να εκτινάσσονται 165% την προηγούμενη εβδομάδα σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη και τις νοσηλείες να αυξάνονται 60% την τελευταία εβδομάδα) κι ότι χρειαζόμαστε τουλάχιστον 83% των ενηλίκων για να κτίσουμε ανοσία, τότε έχουμε μια δυσκολία να φανταστούμε πώς θα λειτουργήσει το εμπόριο, η εστίαση και οι λοιπές συναφείς δραστηριότητες σε περιοχές με πολλά κρούσματα, αλλά και ποιος και πώς θα κάνει τους απαραίτητους διαχωρισμούς στους πελάτες, αν υποθέσουμε ότι θα υπάρχουν άλλα μέτρα και σταθμά για τους εμβολιασμένους.
Ιδίως μάλιστα αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι εμβολιασμένοι μπορεί μεν να μη νοσήσουν ή να μη νοσήσουν βαριά, με κίνδυνο για τη ζωή τους, πλην όμως έως τώρα δεν έχουμε διαβάσει αδιάσειστα στοιχεία για τον βαθμό στον οποίο μπορούν να αναμεταδώσουν τον ιό, ιδίως σε ό,τι αφορά τη μετάλλαξη «Δέλτα», που φαίνεται να πρόσβαλε σημαντικό αριθμό εμβολιασμένων στο Ισραήλ.
Σχετική έρευνα που πραγματοποιήθηκε στη χώρα μάλιστα -με τα όποια κενά στη μεθοδολογία της μπορεί να διαπιστώνουν τρίτοι επιστήμονες- καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πλήρης προστασία από την παραλλαγή «Δέλτα» στο εμβόλιο της Pfizer είναι μόλις 64%, παρότι η προστασία από σοβαρή νόσηση και νοσηλεία είναι στο υψηλότατο 93%.
Η παροιμία και το «1+1 κάνει 2»
Η γνωστή παροιμία λέει «τα παιδιά του Ζεβεδαίου, πριν πεινάσουν μαγειρεύουν». Εμείς όμως δεν φαίνεται να την ακολουθούμε. Διαμορφώνεται μια αντίληψη, ως ένα βαθμό εξαιτίας των ακόμη χαμηλών ποσοστών νοσηλείας και θνητότητας στα νοσοκομεία, ότι «όσο δεν πιέζεται το ΕΣΥ, τα κρούσματα δεν έχουν τόση βαρύτητα» .
Η λογική βέβαια λέει ότι όσο αυξάνεται η μετάδοση και τα κρούσματα τόσο θα αυξάνουν οι νοσηλείες στα νοσοκομεία και εντέλει και οι θάνατοι. Αυτή άλλωστε η ίδια απλή λογική έλεγε ότι αφού η βρετανική μετάλλαξη κυριάρχησε διότι ήταν πιο μεταδοτική, έτσι θα κυριαρχήσει και η ινδική μετάλλαξη, που είναι ακόμη περισσότερο μεταδοτική.
Εντούτοις, παρότι η σοβαρότητα της ινδικής παραλλαγής «διαγνώστηκε» ήδη από τον Απρίλιο, ενώ το πρώτο κρούσμα της εντοπίστηκε στην Ελλάδα τον ίδιο μήνα, κανένας δεν φαίνεται να είπε «μάλλον 1+1 κάνει 2», οπότε μπήκαμε στη θερινή σεζόν με προσδοκίες (τουριστικές και όχι μόνον) που τώρα κατακρημνίζονται.
Η προειδοποίηση των επιστημόνων είναι σαφής. Το ερώτημα τώρα είναι τι θα κάνει η πολιτεία, πόσο γρήγορα και αποτελεσματικά θα το κάνει, αλλά και πόσο (μην το παραγνωρίζουμε αυτό) θα πειστούν και οι πολίτες, για την πιθανή αναγκαιότητα πιο σκληρών καλοκαιρινών μέτρων, από αυτά που ήθελαν και προσδοκούσαν, ακόμη και σε επίπεδο μετακινήσεων…