Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Ιουλ 16 2018

O Τραμπ, το ΝΑΤΟ και το ευρωπαϊκό «τσάμπα γεύμα»

Τα πενιχρά ποσά που δίνουν οι περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες για την άμυνά τους, δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από τότε που ξεκίνησε η γκρίνια των ΗΠΑ, για το γεγονός ότι επωμίζονται το μεγαλύτερο μέρος του βάρους για την ασφάλεια της Ευρώπης, με κύριο ανταγωνιστή, τότε, την ΕΣΣΔ.

Τα νούμερα, και τότε και τώρα, λένε την αλήθεια. Από τις χώρες που παραδοσιακά ανήκαν στο ΝΑΤΟ (πριν δηλαδή επέλθει η διάλυση της ΕΣΣΔ), μόνον τρεις, η Ελλάδα, η Τουρκία κι εν μέρει η Μεγάλη Βρετανία, θυσίαζαν σημαντικό μέρος του προϋπολογισμού τους σε αμυντικές δαπάνες. Σε ό,τι αφορά δε την Ελλάδα και την Τουρκία, αυτό συνέβαινε σε μεγάλο βαθμό λόγω των μεταξύ τους διαφορών. Ούτε είναι σύμπτωση ότι και σήμερα, τη δεύτερη θέση στις αμυντικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ, με βάση στοιχεία του 2017, εμφανίζεται να κατέχει η Ελλάδα, πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες!

Προφανώς τα περιορισμένα έξοδα για την άμυνα επέτρεψαν στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης να επενδύσουν σε άλλους τομείς και να ενισχύσουν το λεγόμενο «κοινωνικό μέρισμα», κι ακόμη περισσότερο στα χρόνια μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, που έδωσε την αίσθηση ότι εξέλιπε η μεγάλη απειλή.

Ωστόσο είχαν ταυτόχρονα μια άλλη άμεση και σοβαρή συνέπεια. Την πλήρη εξάρτηση της Ευρώπης από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όχι μόνο στην περίπτωση μιας σοβαρής απειλής στον συγκεκριμένο χώρο, αλλά και σε θέματα «προβολής ισχύος».

Προβολή ισχύος στη «γλώσσα» των διεθνών σχέσεων ονομάζεται η ικανότητα ενός κράτους να υπερασπίσει με τα όπλα, τα συμφέροντά του σε περιοχές απομακρυσμένες από το έδαφός του. Κι αυτή η ικανότητα παραδοσιακά συσχετίζεται άμεσα με τη δυνατότητα του ίδιου κράτους να έχει ισχυρή παρέμβαση στο εξωτερικό σε θέματα γεωπολιτικά, που συχνότατα έχουν έντονα οικονομική διάσταση.

Με απλά λόγια -και πέρα από το θέμα της κατοχής πυρηνικών όπλων- η Ευρώπη, είτε μεμονωμένα ως π.χ. Γερμανία, είτε και συλλογικά ως Ευρωπαϊκή Ενωση, δεν είναι σήμερα σε θέση να αντιμετωπίσει μόνη της τυχόν τετελεσμένα από την πλευρά της Ρωσίας. Πολύ δε περισσότερο, δεν είναι σε θέση να προασπίσει τα συμφέροντά της, για παράδειγμα, στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, όπου και βρίσκονται τα βασικά αποθέματα του πετρελαίου που καταναλώνει.

Είναι χαρακτηριστικό αυτής της αδυναμίας ότι και στη μικρής εμβέλειας επέμβαση που έγινε πριν λίγα χρόνια στη Λιβύη, μπορεί να ήταν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις εκείνες που εμφανίστηκαν να έχουν την πρωτοκαθεδρία (με πρώτη μεταξύ των άλλων τη Γαλλία του Σαρκοζί), πλην όμως, προκειμένου να το πράξουν, στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό σε αμερικανικά μέσα «προβολής ισχύος» (κυρίως σε τομείς ηλεκτρονικού πολέμου, μεταγωγής και αεροπορικών κρούσεων), χωρίς τα οποία θα είχαν πολύ σημαντικά προβλήματα.

Μπορεί λοιπόν ο πρόεδρος Τραμπ να μιλά «άκομψα» για τα δεδομένα της διεθνούς διπλωματίας, τα λεγόμενά του, όμως, αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα. Η Ευρώπη στηρίζεται εδώ και δεκαετίες στο «τσάμπα γεύμα» που της προσφέρουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, ιδίως από τη στιγμή που έμειναν «η μόνη παγκόσμια υπερδύναμη».

Το πρόβλημα όμως είναι ότι τα δεδομένα έχουν αρχίσει να αλλάζουν μέσα στον 21ο αιώνα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αντιληφθεί εδώ και αρκετά χρόνια ότι ο βασικός εν δυνάμει αντίπαλος ή ανταγωνιστής τους, σε κρατικό επίπεδο, είναι η Κίνα, η νέα «αναδυόμενη» υπερδύναμη, οικονομικά και στρατιωτικά, κι ότι το «κέντρο βάρους» της παγκόσμιας δραστηριότητας, οικονομικής και όχι μόνο, μετατοπίζεται ολοένα και περισσότερο προς την περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού.

Αυτό δεν σημαίνει ότι παραγνωρίζουν τη σημασία της Ευρώπης και της Ρωσίας. Τουναντίον, τα όσα συνέβησαν στην Ουκρανία, αλλά και στη Συρία, αποτέλεσαν ισχυρή υπενθύμιση πρωτίστως για τους Ευρωπαίους, αλλά και για τους Αμερικανούς, ότι ο Πούτιν επιδιώκει να καταστήσει τη Ρωσία ισχυρό παίκτη σε όσο περισσότερες ζώνες επιρροής μπορεί.

Εντούτοις, η σημασία μιας εν δυνάμει ρωσικής απειλής είναι πολύ μεγαλύτερη -και για λόγους ιστορικούς,-για τους Ευρωπαίους (ακόμη δε περισσότερο για τους Πολωνούς, τα κράτη της Βαλτικής και ως ένα σημείο για άλλα μέλη του πρώην σοβιετικού «μπλοκ») απ' ό,τι για τις ΗΠΑ.

Αυτό είναι το βασικό «χαρτί» που έπαιξε τις προηγούμενες ημέρες ο πρόεδρος Τραμπ, προκειμένου να αναγκάσει τις ευρωπαϊκές χώρες να ξαναδούν τις δαπάνες τους για την άμυνα, αλλά και να τους υπενθυμίσει ότι η αμερικανική προστασία έχει «κόστος», που θα πρέπει να εξαργυρώνεται σε διάφορους τομείς.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να εγκαταλείψουν, για μια πληθώρα λόγων, την Ευρώπη. Σημαίνουν όμως ότι η μειούμενη σημασία της γηραιάς ηπείρου στα παγκόσμια δρώμενα, σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, ενδέχεται να επιβάλει όχι απλά την απόκτηση περισσότερων αμυντικών μέσων από τις μεμονωμένες χώρες, αλλά και την ενίσχυση ενός ενιαίου ευρωπαϊκού «πυλώνα» άμυνας και ασφάλειας.

Οι εποχές έχουν αλλάξει πολύ σε σχέση με τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν κάποιοι ήλπιζαν ότι η κατάρρευση της ΕΣΣΔ θα έφερνε μια Pax Americana προς όφελος της Δύσης, ως τα πέρατα της υδρογείου. Τουναντίον, η κατάργηση του ενός από τους δύο μεγάλους πόλους του παγκόσμιου συστήματος συνοδεύτηκε από νέα φαινόμενα κρατικής αλλά και μη κρατικής διεθνούς «βίας» ( όπως τα παγκόσμια δίκτυα τρομοκρατίας), προκαλώντας ολοένα και αυξανόμενη αβεβαιότητα.

Σε αυτό το νέο περιβάλλον, η έλλειψη ενός πραγματικού πυλώνα «άμυνας και ασφάλειας» στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστά θεωρητικό παράδοξο, εξίσου μεγάλο με τις ατέλειες του «κοινού νομίσματος», που οδήγησαν στη μεγάλη κρίση τα προηγούμενα χρόνια.

Το γεγονός ότι δεν έχει εκδηλωθεί αντίστοιχη κρίση αμυντικού χαρακτήρα ως τώρα δεν πρέπει να προκαλεί εφησυχασμό. Αφενός, διότι η οικονομική κρίση εκδηλώθηκε αρκετά χρόνια μετά την καθιέρωση του κοινού νομίσματος κι αφετέρου, διότι το ΝΑΤΟ λειτουργεί ως υποκατάστατο.

Ως πότε όμως;

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v