Δεν συμβαίνει συχνά μια πανίσχυρη χώρα, που ηγήθηκε της προσπάθειας για επιβολή ενός νέου παγκόσμιου «στάτους κβο», να επιχειρεί η ίδια να το ανατρέψει. Αυτό ακριβώς συμβαίνει όμως σήμερα με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την παγκοσμιοποίηση, μέσω του οικονομικού πολέμου που κήρυξε ο πρόεδρος Τραμπ εναντίον της Κίνας και όχι μόνον.
Ασχέτως της αμφίβολης ποιότητας στη ρητορική του Αμερικανού προέδρου (ο οποίος πάντως εκλέχθηκε με το σύνθημα «πρώτα η Αμερική», μην το ξεχνάμε), θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι ενέργειές του φαίνεται να απηχούν την άποψη σημαντικού μέρους της κοινής γνώμης και -πίσω από τις επιφανειακές αντιδράσεις- ενός μέρους του «κατεστημένου» των ΗΠΑ. Αν όχι του χρηματοοικονομικού, σίγουρα του πολιτικού, στρατιωτικού κι εν μέρει του βιομηχανικού.
Διότι μεγάλο μέρος του αμερικανικού κατεστημένου, ασχέτως αν συμφωνεί με την κήρυξη του πολέμου με τον τρόπο που έγινε, δείχνει να αντιλαμβάνεται ότι η παγκοσμιοποίηση, όπως υλοποιήθηκε μέχρι σήμερα, προσέφερε αναλογικά μεγαλύτερο όφελος στην Κίνα, στην εν δυνάμει δεύτερη «παγκόσμια υπερδύναμη» και βασικό πλέον ανταγωνιστή των Ηνωμένων Πολιτειών.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι' αυτό. Ένας από αυτούς, που δεν φαίνεται να είχε συνεκτιμηθεί αρκούντως παλαιότερα, όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και στην Ευρώπη, σε ό,τι αφορά τις γεωστρατηγικές επιπτώσεις του, είναι ότι η παγκοσμιοποίηση, με τον τρόπο με τον οποίο συμβαίνει, ευνοεί τις χώρες που διαθέτουν ένα ιδιόμορφο σύστημα «κρατικού καπιταλισμού», όπως η Κίνα. Όπου δηλαδή υπάρχουν δικλίδες του λιγότερο ή περισσότερο «ολοκληρωτικού» συστήματος, για να διασφαλίζουν ότι το καπιταλιστικό όφελος συνδυάζεται με το «εθνικό όφελος» (κάτι στο οποίο διέπρεψε και η Δύση, αλλά σε προηγούμενες περιόδους), αντίθετα με τον «κοσμοπολίτικο καπιταλισμό» που τείνει να επικρατήσει πλέον στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, αποσυνδέοντας σε μεγάλο βαθμό το καπιταλιστικό κέρδος από το «εθνικό όφελος».
Ένα παράδειγμα του είδους αφορά τις έντονες προσπάθειες της Κίνας να αποκτήσει τεχνολογία, με θεμιτούς και αθέμιτους τρόπους, σε βαθμό που οδήγησε στην υιοθέτηση ειδικών νομοθεσιών -και στην Ευρώπη- για την αποφυγή επιθετικών ή συναινετικών εξαγορών σε «ευαίσθητους» τομείς, ενώ άλλο παράδειγμα αφορά την εξαιρετικά έντονη δραστηριότητα ξεκάθαρης βιομηχανικής κατασκοπείας στην οποία κατηγορείται ότι επιδίδεται.
Όλα αυτά έρχονται να προστεθούν στις δυσμενείς έμμεσες επιδράσεις που έχει η οικονομική γιγάντωση χωρών όπως η Κίνα και η Ινδία, στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών στις ανεπτυγμένες χώρες. Επιδράσεις που αν κάποτε αφορούσαν μόνο το χαμηλής μόρφωσης εργατικό δυναμικό (μέσω της μεταφοράς παραγωγής στο εξωτερικό ή του κλεισίματος μονάδων που δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν), τώρα αφορούν ολοένα και περισσότερο τη «ραχοκοκαλιά» της μεσαίας τάξης.
Ταυτόχρονα, η ελεύθερη διεθνής διακίνηση των κεφαλαίων έχει οδηγήσει σε ένα κυνήγι προορισμών με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, για την «αποθήκευση» του κέρδους, στερώντας έτσι τα ανεπτυγμένα κράτη από μια βασική φοροδοτική πηγή: Τα κέρδη των πολύ πλούσιων πολιτών. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν ο προηγούμενος πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ «απείλησε» τους πλούσιους της χώρας του με πολύ υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, η απάντηση που πήρε ήταν ότι αν το κάνει, απλά θα… φύγουν.
Όλα αυτά τα φαινόμενα δεν είναι καινούργια, είχαν άλλωστε καταγραφεί πολλάκις και από αυτή τη στήλη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το «Παγκοσμιοποίηση: Πίσω είχε η αχλάδα την... ουρά», γραμμένο τον Δεκέμβριο του 2010, που προειδοποιούσε ότι ενδέχεται να επιφέρουν αναβίωση του προστατευτισμού και της επιβολής δασμών!
Αυτό δηλαδή που κάνει τώρα ο πρόεδρος Τραμπ.
Τα ανωτέρω δεν σημαίνουν ότι οι κινήσεις του Αμερικανού προέδρου θα αποβούν επιτυχείς. Ούτε μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το τι ακριβώς έχει στο νου του το αμερικανικό οικονομικό επιτελείο και τι συμβιβασμούς ενδεχομένως επιδιώκει, κάνοντας ένα τόσο επιθετικό ξεκίνημα.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι ΗΠΑ έχουν πλέον αντίληψη του «λάθους» που έκαναν στο θέμα της παγκοσμιοποίησης. Κι αυτό σημαίνει ότι είτε κάνουν καινούργια λάθη για να διορθώσουν τα παλιά, είτε όχι, θα πρέπει να προετοιμαζόμαστε για μια νέα αλλαγή στις «νόρμες» του διεθνούς περιβάλλοντος, κατά το επόμενο διάστημα.