Πολύ μελάνι χύνεται το τελευταίο διάστημα για την αναζωπύρωση των φασιστικών και εθνοσοσιαλιστικών «ιδεών» στην Ελλάδα, με επίκεντρο τη συνεχιζόμενη άνοδο στη δημοσκοπική επιρροή της Χρυσής Αυγής.
Ως βασικές συνθήκες που επιτρέπουν την «έλξη» ενός μέρους της κοινωνίας από αυτές τις ιδέες αναφέρονται συνήθως η ραγδαία μείωση του βιοτικού επιπέδου και η καλπάζουσα ανεργία, που εξαθλιώνει και εξοργίζει εκείνους που πλήττονται περισσότερο.
Η εξήγηση αυτή είναι ασφαλώς σωστή, όπως προκύπτει και από την ιστορική άνοδο τέτοιου είδους ακραίων κοσμοθεωριών, την περίοδο της μεγάλης μεσοπολεμικής κρίσης, στη Γερμανία.
Ωστόσο, αυτό που παρατηρούμε τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε άλλες χώρες, είναι ότι η μετατόπιση των πολιτών προς τα άκρα του πολιτικού φάσματος δείχνει να ενισχύεται περισσότερο προς τη «δεξιά» του πλευρά, παρά προς την «αριστερή».
Γεγονός που δεν μπορεί να εξηγηθεί από την οικονομική κρίση, τη μερική κατάρρευση του κράτους σε ζωτικούς τομείς, ή από την κακή άποψη της κοινωνίας για τους «κατεστημένους» πολιτικούς.
Αναφέρω απλώς ενδεικτικά ότι η επιρροή του κομμουνισμού στην ελληνική πολιτική σκηνή δεν φαίνεται να έχει μεγαλώσει στα χρόνια της κρίσης, αντίθετα με την επιρροή της «εθνικιστικής» ακροδεξιάς.
Κατά την άποψή μου, το γεγονός αυτό οφείλεται στη «διεθνή όψη» των αιτιών της κρίσης, που στρέφει ένα μέρος της κοινωνίας προς τον εθνικισμό-φασισμό, έναντι του διεθνισμού που ανέκαθεν εξέφραζε ο κομμουνισμός, μιλώντας για το διεθνές κεφάλαιο και την «πάλη των τάξεων» σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στη σύγχρονη κρίση που περνά η Ελλάδα, κυρίαρχος είναι ο ρόλος των δανειστών, ήτοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της ευρωζώνης, που μέσω της τρόικας έχουν καταστεί ρυθμιστές των εξελίξεων σε οικονομικό επίπεδο, καθορίζοντας στην πράξη το μεγαλύτερο μέρος των εγχώριων πολιτικών.
Το γεγονός αυτό δεν περνά απαρατήρητο από μεγάλο μέρος των πολιτών, που εν πολλοίς χρεώνουν τη δυστυχία τους στον ξένο παράγοντα και στους εγχώριους «συστημικούς» πολιτικούς (τους οποίους, θυμίζω, συχνά-πυκνά η Χρυσή Αυγή ανεβοκατεβάζει προδότες και πουλημένους).
Είναι επίσης γεγονός ότι αρκετοί αισθάνονται -κι όχι άδικα ίσως- ότι η εθνική μας υπερηφάνεια έχει τσαλακωθεί ανεπανόρθωτα, μέσα από τη συνεχή διαδικασία επαιτείας στην οποία υποβάλλεται εκ των συνθηκών η χώρα.
Γι' αυτόν τον λόγο, μάλλον, έλκονται περισσότερο από «εθνικιστικές» απόψεις, που προσπαθούν να παρουσιάσουν ότι η Ελλάδα θα ήταν δυνατόν να μεγαλουργήσει, «αυτόνομα», παραγνωρίζοντας την ισχύ της σημερινής παγκοσμιοποίησης των οικονομιών.
Το μεταναστευτικό είναι η άλλη όψη του ιδίου νομίσματος. Υπάρχουν, πράγματι, ομάδες της ελληνικής κοινωνίας που αισθάνονται σε πολλά επίπεδα «απειλούμενες» από το κύμα των νόμιμων και παράνομων μεταναστών που βρέθηκαν στην Ελλάδα.
Ασχέτως αν έχουν δίκιο η άδικο, το γεγονός είναι ότι έτσι νιώθουν. Κι αυτό τους οδηγεί στο να απαρνηθούν ιδέες που παλαιότερα ήταν πολύ περισσότερο δημοφιλείς σε σχέση με την πανανθρώπινη ισότητα, την ανεξιθρησκεία και την πολυπολιτισμική ανοχή.
Έχω υποστηρίξει αρκετές φορές σε άλλα σχόλια ότι πέρα από τις ελληνικές ιδιομορφίες και τα τρανταχτά μειονεκτήματα της ευρωζώνης, σε ό,τι αφορά τα θεμέλια του κοινού της νομίσματος, η βαθύτερη αιτία του κακού βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο υλοποιήθηκε η παγκοσμιοποίηση προς όφελος του πολύ μεγάλου κεφαλαίου.
Κατά την άποψή μου, τα δυσμενή αποτελέσματά της, σε σχέση με το βιοτικό επίπεδο της Ελλάδας, της Ευρώπης και συνολικότερα της Δύσης -με εξαίρεση ένα ελάχιστο ποσοστό του πληθυσμού που προφανώς επωφελείται- θα γίνονται ολοένα και περισσότερο ορατά.
Παρότι οι κορυφές του δυτικού πολιτικοοικονομικού οικοδομήματος θα κάνουν ό,τι μπορούν για να το αποτρέψουν, κατά την άποψή μου είναι νομοτέλεια ότι οι συνέπειες αυτής της κάκιστα εφαρμοσμένης παγκοσμιοποίησης, μειώνοντας το βιοτικό επίπεδο και συρρικνώνοντας το κοινωνικό κράτος, θα ενισχύσουν ακόμη περισσότερο τον εθνικισμό.
Δεν απέχουμε ίσως πολύ από την ώρα που ένα μεγάλο μέρος των πολιτών της Δύσης θα βλέπει εχθρικά όχι μόνο τον μετανάστη από τις φτωχές και ταραγμένες χώρες της Ασίας ή της Αφρικής, αλλά και τις ίδιες τις χώρες που ανατέλλουν στη διεθνή οικονομία κι εμφανίζονται να συμπιέζουν τη δική του ανταγωνιστικότητα και το επίπεδο ζωής και να απειλούν την εργασία του.
Η σκληρή πολιτική λιτότητας που εφαρμόστηκε στον Νότο της Ευρώπης, σε συνδυασμό με τη συκοφάντηση του Νότου στις κοινωνίες του Βορρά, ίσως δίνει απλώς μια πρώτη γεύση του δρόμου που παίρνουν οι εξελίξεις. Σίγουρα όμως δεν είναι τυχαίο ότι τόσο στον Νότο όσο και στον Βορρά τα ποσοστά «αποδοχής» της «Ενωμένης Ευρώπης» έχουν κατέλθει σημαντικά. Πολλοί ανησυχούν μήπως αυτό αποτυπωθεί έντονα στις επερχόμενες ευρωεκλογές, δημιουργώντας ένα κοινοβούλιο στην Ευρώπη το οποίο θα έχει σαφή φοβικά χαρακτηριστικά σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο.
Αν δεν αλλάξουν οι συνθήκες που κυριαρχούν σήμερα, είναι πολύ πιθανό ότι οι κοινωνίες θα γίνουν λιγότερο ανεκτικές, περισσότερο σοβινιστικές, κι ότι ένα μεγάλο μέρος τους θα μετακινηθεί σε «εθνικιστικά άκρα», ζητώντας δασμούς, κλειστά σύνορα, κι επαναφορά σε μοντέλα σκληρής «εθνικής διακυβέρνησης». Εκτιμώντας ότι η ίδια η «παγκοσμιοποίηση» είναι η πηγή του κακού, κι όχι ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόστηκε.
Ίσως, όπως συνέβη και σε άλλες περιπτώσεις, η περίπτωση της Ελλάδας να είναι απλώς πρόδρομος γενικότερων εξελίξεων…