Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Εξαιτίας των λανθασμένων χειρισμών που προηγήθηκαν, η κυβέρνηση Παπανδρέου υπέγραψε τον Μάιο του 2010 ένα μνημόνιο που ήταν από τότε προφανές ότι δεν θα πετύχει.

Γνωρίζοντας ότι λύση υποτίμησης δεν υφίσταται κι εφαρμόζοντας την πολιτική γραμμή «παραδειγματισμού» της Ελλάδας, η τρόικα επέλεξε μια συνταγή του ΔΝΤ, η οποία σε άλλες χώρες πέτυχε και σε άλλες όχι.

Την επέλεξε χωρίς να λάβει υπ' όψιν της μια σειρά από ιδιαίτερες ελληνικές συνθήκες ή το μέγεθος της απαιτούμενης «προσαρμογής». Και κυρίως ότι δεν είμαστε χώρα του τρίτου κόσμου ή του πάλαι ποτέ υπαρκτού σοσιαλισμού.

Το γεγονός, άλλωστε, ότι το πρώτο μνημόνιο προέβλεπε πληρωμή των νέων διακρατικών δανείων σε… τρία χρόνια(!) προδίδει όχι μόνο τον σκληρό χαρακτήρα «τιμωρίας» που είχε, αλλά και το ανεφάρμοστο του σχεδίου.

Η κυβέρνηση το αποδέχτηκε πιθανότατα υπό τον πανικό της συγκυρίας, ενδεχομένως λόγω υποταγής στη γενικότερη διεθνή θέληση - και ίσως υποτιμώντας τις διαπραγματευτικές της δυνατότητες,.

Η αξιωματική αντιπολίτευση δεν το ψήφισε εκ του ασφαλούς, χωρίς όμως να έχει η ίδια κάποια εφαρμόσιμη εναλλακτική λύση ή μια συγκεκριμένη θεωρητική προσέγγιση στο γιατί είναι λάθος.

Το κυριότερο, όμως, είναι ότι τότε δεν υπήρξε από καμία πλευρά, ούτε από την ελληνική ούτε, κυρίως, από την ευρωπαϊκή, η θέληση για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.

Έκτοτε η επιλογή του λάθους απέκτησε ολοένα αυξανόμενη δυναμική.

Αντιμέτωπη με τις δικές της οφθαλμοφανείς αποτυχίες, που της στερούσαν έστω και μια ισχνή διαπραγματευτική ισχύ, αλλά και με πιεστικές ανάγκες νέου δανεισμού, η κυβέρνηση συνέχισε να συναινεί σε επαχθέστερες προσαρμογές του σχεδίου.

Η μόνη εναλλακτική, άλλωστε, ήταν η χρεοκοπία. Κι ενδεχομένως η έξοδος από το ευρώ.

Από την πλευρά της, η αντιπολίτευση συνέχισε, πάλι εκ του ασφαλούς, την πατροπαράδοτη πολιτική φθοράς της κυβέρνησης. Με τον κ. Σαμαρά να επισημαίνει μεν το «λάθος», αλλά να μη στηρίζει -με λίγες εξαιρέσεις- ούτε το σωστό ούτε εν τέλει τον ίδιο τον σκοπό.

Κάπως έτσι, τα σκληρά μέτρα διαδέχτηκαν σκληρότερα, ενώ το «φιλάρισμα» του χρέους τον Ιούλιο έδωσε εν τέλει τη θέση του στο κανονικότατο «κούρεμα» του Οκτωβρίου. Κίνηση που δεν ήταν δυστυχώς «δράση» εκ μέρους της Ελλάδας ή της Ευρώπης, αλλά «αντίδραση» στις αποτυχίες τόσο της συνταγής όσο και της εφαρμογής της.

Στο μεταξύ, όμως, ο ορυμαγδός των οριζόντιων, πρόχειρων και «εύκολων» μέτρων, σε συνδυασμό με την έλλειψη νομιμοποίησης της κυβέρνησης και του σάπιου πολιτικού συστήματος στην κοινωνία, έφερε ένα παράδοξο εκ πρώτης  αποτέλεσμα.

Τα συμφέροντα των συντεχνιών και των ευνοημένων αναμίχθηκαν σε πλατείες, δρόμους και σε παντός είδους κινητοποιήσεις με τους πραγματικά αδύναμους της κοινωνίας, σχηματίζοντας ένα ασύμμετρο, ετερόκλητο, αλλά διαβρωτικό σχήμα αντίδρασης. Το βάρος αυτό αποδείχτηκε πολύ μεγάλο για εκείνους τους βουλευτές της συμπολίτευσης που είτε ιδεολογικά είτε για ιδιοτελείς λόγους δεν μπορούσαν να ταυτιστούν με την πολιτική των μνημονίων.

Σε αυτές τις συνθήκες, η τελευταία συμφωνία του Οκτωβρίου, που οικονομικά είναι πράγματι η πιο επωφελής ως τώρα για την Ελλάδα, δεν ήταν αρκετή για να εξασφαλίσει, όψιμα έστω, την απαιτούμενη στήριξη στο Κοινοβούλιο, ούτε βέβαια για να κατευνάσει τα κοινωνικά πνεύματα.

Αντιμέτωπος με τη σχεδόν βέβαιη πτώση της κυβέρνησής του, ο κ. Παπανδρέου επέλεξε να τα παίξει όλα για όλα, με το στρατήγημα του δημοψηφίσματος.

Μπορεί σε άλλα να απέτυχε, μπορεί το στρατήγημά του να ήταν άτεχνο και να τον καταστρέψει, μπορεί τα ελατήριά του να ήταν λανθασμένα, κατάφερε όμως να αποδείξει κάτι ουσιώδες:

Ότι και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, περιλαμβανομένης της Νέας Δημοκρατίας, είναι πρόθυμα να δεχτούν την όποια ετυμηγορία της Ευρώπης, προκειμένου να μείνει η χώρα στο ευρώ και να αποφευχθεί η ανεξέλεγκτη χρεοκοπία.

Έχοντας ίσως καλή οπτική για τη μελλοντική πορεία των εξελίξεων, ο κ. Σαμαράς προσπάθησε με μισή καρδιά να κρατήσει κάποιο ίχνος διαφοροποίησης. Ξέρει όμως ότι τελικά έως ότου αλλάξουν γνώμη οι διεθνείς συνταγογράφοι θα είναι κι αυτός δέσμιος της ίδιας συνταγής.

Δεν είναι περίεργο που όλα τα αστικά κόμματα έχουν την ίδια άποψη. Δεν είναι τυχαίο ότι τις τελευταίες ημέρες οι οποιεσδήποτε θεωρίες περί αναδιαπραγμάτευσης πετάχτηκαν ολοταχώς στα σκουπίδια. Κι όχι μόνο από τους πολιτικούς αλλά και από τα ΜΜΕ.

Διότι αυτή είναι η πραγματική θέση στην οποία βρίσκεται η χώρα - ήταν καιρός να το συνειδητοποιήσουμε όλοι.

Σημαίνει αυτό ότι θα βρούμε τώρα διέξοδο;

Μάλλον όχι, ο δρόμος είναι ακόμη πολύ μακρύς. Το κούρεμα του χρέους ήδη δεν θεωρείται αρκετό από τις αγορές, η κοινωνία είναι σε αφασία, ενώ οι πιθανότητες να προκύψει ως διά μαγείας μια ικανή κυβέρνηση, που θα φέρει τα πάνω κάτω, έχοντας το απαραίτητο ηθικό και πολιτικό ανάστημα, είναι από ελάχιστες έως μηδαμινές.


Επιπρόσθετα, η ίδια η Ευρώπη κυριαρχείται από τη γερμανική εμμονή σε λύσεις που δεν πείθουν ούτε τις αγορές ούτε και τους οικονομολόγους ότι μπορούν να δώσουν απάντηση στο γενικότερο πρόβλημα της κρίσης. Το μέλλον του ευρωπαϊκού νομίσματος φαντάζει πολύ αβέβαιο, τουλάχιστον με τη μορφή που έχει σήμερα

Παρ' όλα αυτά, πιστεύω ότι η Ελλάδα πρέπει πάση θυσία να παραμείνει στην ευρωζώνη. Πρέπει να μάθει, έστω με ξένη «επιτροπεία», να λειτουργεί με κανόνες, να αποκτήσει ένα συντεταγμένο κράτος, μια περισσότερο οργανωμένη και παραγωγική κοινωνία.

Κι αυτά δεν πρόκειται να συμβούν αν φύγει από το ευρώ για να επιστρέψει -κατεστραμμένη από τη χρεοκοπία- στο βαλκανικό παρελθόν της, στην ανεξέλεγκτη διαφθορά και διαπλοκή, που σίγουρα θα φέρει η κρατική «πρέσα» της δραχμής.

Ωστόσο, ύστερα από χρόνια, μπορεί να αποδειχτεί ότι αυτήν τη θεμελιώδη και επίπονη απόφαση θα ήταν καλύτερο για όλους αν την είχε πάρει, σε πιο κατάλληλο χρόνο, ο ίδιος ο λαός. Κι όχι ένα πολιτικό σύστημα υπό κατάρρευση.
Είναι πολύ νωρίς για να ξέρουμε το ακριβές περιεχόμενο του δημοψηφίσματος, που ανήγγειλε χθες ο πρωθυπουργός, ή με ποια ακριβώς διαδικασία θα γίνει. Άλλωστε, με δεδομένο ότι θα λάβει χώρα κάπου στον Γενάρη, δεν είναι καν βέβαιο ότι η κυβέρνηση θα έχει αντέξει μέχρι τότε.

Η ουσία όμως είναι μία:

Αν γίνει το δημοψήφισμα, ο πολίτης θα έχει τη δυνατότητα να απαντήσει ο ίδιος σε ένα θεμελιώδες ερώτημα: αν θέλει να παραμείνει η Ελλάδα στο ευρώ, με τους όρους που έχουν διαμορφωθεί, ήτοι με την εφαρμογή της συμφωνίας που επιτεύχθηκε στη Σύνοδο Κορυφής.

Η χθεσινή απόφαση του κ. Παπανδρέου συμφωνεί με την απάντηση που έδωσε η πλειονότητα των πολιτών (54,2%) σε ερώτημα της Kappa Research αν θα ήθελαν να εγκριθεί η νέα σύμβαση με δημοψήφισμα.

Ωστόσο, στην ίδια δημοσκόπηση, το 45,5% δήλωσε ότι θα καταψηφίσει και μόλις το 35,2% ότι θα υπερψηφίσει, παρότι το 72,5% επιθυμεί να παραμείνει η χώρα στο ευρώ.

Συνεπώς, υπάρχουν δύο ρεαλιστικά σενάρια: ο λαός υπερψηφίζει και η συμφωνία εφαρμόζεται ή ο λαός καταψηφίζει και η συμφωνία δεν εφαρμόζεται...

Το ερώτημα είναι τι γίνεται μετά. Η κυβέρνηση υποστηρίζει πως έχει εξαντλήσει τα περιθώρια επαναδιαπραγμάτευσης με την Ευρώπη, άρα για όσους την πιστεύουν τυχόν απόρριψη της συμφωνίας θα πρέπει να σημάνει και de facto χρεοκοπία της χώρας, πιθανώς και έξοδό της από το ευρώ.

Ωστόσο, αν πιστέψουμε την άποψη της Νέας Δημοκρατίας ότι υπάρχουν διαπραγματευτικά περιθώρια που δεν έχει αξιοποιήσει η κυβέρνηση κι ότι η όλη συνταγή είναι λάθος, τότε αν δεν ψηφιστεί η συμφωνία θα πρέπει να ξεκινήσει από την αρχή μια νέα διαπραγμάτευση με την Ευρώπη.

Εδώ, λοιπόν, βρίσκεται και η κρυφή «πολιτική» αξία ενός δημοψηφίσματος.

Όχι μόνο ο κάθε πολίτης αλλά και το κάθε κόμμα θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του. Αν κάποια κόμματα πιστεύουν ότι υπάρχουν περιθώρια επαναδιαπραγμάτευσης για καλύτερη συμφωνία, θα πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη και να προτείνουν στον πολίτη να πει «όχι», με σκοπό να γίνει καλύτερη διαπραγμάτευση στη συνέχεια.

Υπό τον κίνδυνο, όμως, να χρεωθούν την ευθύνη αν χρεοκοπήσει ανεξέλεγκτα η Ελλάδα.

Υπάρχουν, βέβαια, και αντίθετες απόψεις.

Κάποιοι αντιτίθενται επί της αρχής, επικαλούμενοι τις συνθήκες κρίσης και τη δυσαρέσκεια της κοινωνίας, με τον φόβο ενός πιθανού «όχι». Αυτοί μάλλον ξεχνούν το θεμέλιο της Δημοκρατίας. Ότι κάθε πολίτης έχει μία ψήφο, ανεξαρτήτως γνώσεων και επιπέδου, για να αποφασίζει όπως νομίζει για λογαριασμό του.

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, πάλι, ζητούν αντί για δημοψήφισμα να γίνουν εκλογές. Τυπικά, μάλλον έχει δίκιο η κυβέρνηση. Ψηφίστηκε για μία 4ετία, έχει (ακόμη) τη δεδηλωμένη και προκαλεί δημοψήφισμα για ένα μεγίστης σημασίας θέμα, που θα δεσμεύσει την ελληνική πλευρά για πολλά χρόνια. Δικαίωμά της από τη στιγμή όπου οι άλλες παρατάξεις αρνούνται να δεσμευτούν οικειοθελώς..

Επί της ουσίας, δεν βλέπω τι θα αλλάξει αν γίνουν εκλογές, για το ίδιο θέμα, αντί δημοψήφισμα. Αν οι εκλογές γίνουν σύντομα, πριν από την πλήρη γνωστοποίηση της συμφωνίας, οι πολίτες δεν θα ξέρουν ποια είναι η νέα δανειακή συμφωνία, οπότε δεν θα ξέρουν αν πρέπει να πάνε με αυτούς που είναι υπέρ της ή με αυτούς που είναι εναντίον της. Όλες δε οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι πολύ δύσκολα θα προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση.

Αλλά και μετά τη γνωστοποίηση της συμφωνίας να τοποθετηθούν οι εκλογές, πάλι προκύπτει πρόβλημα. Αν κάποια κόμματα της αντιπολίτευσης συναινούν στη νέα δανειακή συμφωνία, γιατί θα αρνηθούν να την ψηφίσουν στην παρούσα Βουλή, προσφέροντας την ευρύτερη συναίνεση που εναγωνίως αναζητά η κυβέρνηση αλλά και η Ευρώπη;

Κι αν πάλι πράγματι δεν συμφωνούν ούτε δεσμεύονται να την τηρήσουν, τότε γιατί ο «εθνικός κίνδυνος» που προκαλεί το δημοψήφισμα δεν προκαλείται κι από τις εκλογές; Γιατί τότε δεν θα εκτροχιαστούν οι εξελίξεις;

Ας μη βαυκαλιζόμαστε, λοιπόν. Το δημοψήφισμα ίσως είναι μια πρώτη διέξοδος στο αδιέξοδο που έχει διαμορφωθεί. Τα κόμματα κι οι πολιτικές ηγεσίες αδυνατούν να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων, να συνεννοηθούν, να δώσουν λύσεις, οπότε τι απομένει από το να απαντήσει η ίδια η κοινωνία;

Μπορεί αυτό να είναι μια αρχή. Μια ευκαιρία για την κοινωνία να σκεφτεί πιο καθαρά τι θέλει, τι επιδιώκει και ποιοι είναι οι στόχοι της.
Τελικά το ελληνικό πολιτικό προσωπικό είναι τόσο σάπιο, τόσο κούφιο που δεν έχει ούτε τα αντανακλαστικά της επιβίωσης. Πώς αλλιώς να εξηγήσουμε τις επικίνδυνα ανόητες δηλώσεις για το «κούρεμα» ή για την αντίδραση του κόσμου την 28η Οκτωβρίου.

Σύμφωνοι, η ματαίωση της στρατιωτικής παρέλασης ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν μια υπερβολή. Στο σπίτι όμως του κρεμασμένου, θα έπρεπε να ξέρουν οι πολιτικοί μας, δεν μιλάνε για σχοινί.

Είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για την αγανάκτηση που ξεχειλίζει με όσα έκαναν όλα τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται ως τώρα τη βαριά κρίση, που με ευθύνη τους προκάλεσαν.

Μόλις μία ημέρα πριν από την επέτειο, την ημέρα δηλαδή όπου ανακοινώθηκε η οργανωμένη «στάση πληρωμών» της χώρας, έναντι των πιστωτών της, οι δύο πρωταγωνιστικές φιγούρες της κυβέρνησης προχώρησαν σε μια απίστευτη επίδειξη πολιτικού θράσους.

Αντί να ζητήσουν συγγνώμη για τις αποτυχίες τους, μας μίλησαν για ανύπαρκτες «επιτυχίες», επειδή η ηγεσία της Ευρώπης επέβαλε στους ιδιώτες ένα κούρεμα της τάξεως του 50%.

Όταν το ίδιο το ανακοινωθέν της Συνόδου Κορυφής, που επαινεί μόνο την Πορτογαλία και την Ιρλανδία για τις επιδόσεις τους, αποτελεί χαστούκι γι' αυτούς, αλλά -δυστυχώς- και για τη χώρα.

Απορίας άξιον ποιον προσπάθησε να πείσει ο κ. Παπανδρέου και ιδίως ο κ. Βενιζέλος, που μέσα στην αμετροέπειά του μας είπε λίγο-πολύ ότι πρέπει να τον… ευγνωμονούμε για τη μείωση του χρέους. Τη μείωση του χρέους που μας πρόσφερε, με δικούς της όρους και για δικούς της λόγους, η ευρωπαϊκή ηγεσία, και ιδίως η κ. Μέρκελ!

Λες και δεν έμαθαν όλοι από τις τηλεοπτικές οθόνες ποιοι αποφάσισαν σε πολιτικό επίπεδο και ποιοι «στραμπούλιξαν» τα χέρια των τραπεζιτών για να αποδεχτούν τη συμφωνία του κουρέματος. Λες και δεν άκουσαν και δεν ακούν όλοι τις μειωτικές για την Ελλάδα δηλώσεις των ξένων ηγετών.

Όσοι ασχολούνται με αυτά τα θέματα έστω και λίγο γνωρίζουν τι συνέβη. Κι απλώς χλευάζουν τις δηλώσεις αυτού του επιπέδου. Η πλειονότητα του κόσμου νιώθει την τσέπη της που αδειάζει κυριολεκτικά με τρόπο άδικο, άνισο κι ως τώρα απόλυτα αναποτελεσματικό.

Οι ρητορείες της δεκάρας, είτε προέρχονται από την κυβέρνηση είτε και από την αντιπολίτευση, εξοργίζουν διότι προσθέτουν την κοροϊδία, την προσβολή της νοημοσύνης, στην υλική ζημία της κρίσης.

Υπάρχει πλέον πολίτης που δεν αντιλαμβάνεται ότι οι θεσμοί -τους οποίους το φαύλο πολιτικό σύστημα ροκάνιζε χρόνο με τον χρόνο- είναι ένα βήμα πριν από την ολοκληρωτική κατάρρευση;

Είναι κάποιος ευχαριστημένος από το επίπεδο της Δημοκρατίας μας, από το επίπεδο της Πολιτικής, της Δικαιοσύνης, της Παιδείας, της Υγείας ή εν τέλει και της Προστασίας του πολίτη;

Όταν η κοινωνία στενάζει, οι αυτάρεσκες δηλώσεις των πολιτικών ταγών, ο συνεχιζόμενος ξύλινος λόγος και οι προσπάθειες να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα ή να μοιραστούν τάχα ευθύνες στα πολιτικά κόμματα (διότι έρχονται αργά ή γρήγορα οι… εκλογές) ένα πράγμα προκαλούν:

Οργή και αηδία.

Αυτή είναι η αλήθεια. Η πλειονότητα της κοινής γνώμης έχει οργιστεί κι έχει αηδιάσει με το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Γι' αυτό και δεν τολμούν να πάνε ούτε σινεμά χωρίς τον φόβο του προπηλακισμού, των αβγών και του γιαουρτώματος, κι όχι γιατί ξαφνικά πλήθυναν οι… φασίστες.

Θα συμφωνήσω απόλυτα με όποιον μου απαντήσει ότι τελικά αυτό είναι πολύ επικίνδυνο για τη χώρα.

Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο επιβάλλεται να ξυπνήσουν οι ίδιοι οι εκπρόσωποι του πολιτικού συστήματος, να καταλάβουν τι συμβαίνει και να προσπαθήσουν, αν μη τι άλλο, με συγκεκριμένες ενέργειες και μέτρα να εκτονώσουν τη δικαιολογημένη οργή του κόσμου.

Ξεκινώντας με μία «συγγνώμη».

Ανεξαρτήτως κόμματος . Όπως δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις, όλοι μαζί αντιμετωπίζουν την αποστροφή του κόσμου. Τα δύο μεγάλα κόμματα δεν πιάνουν ούτε 40%, ενώ τα μικρότερα ελάχιστα έχουν ενισχύσει τα ποσοστά τους.

Απλώς εκείνοι που βρίσκονται σήμερα μακριά από την εξουσία είναι σε δεύτερο πλάνο. Αν όμως επιστρέψουν, θα δουν γρήγορα ότι η οργή έχει αχρωματοψία.

Ο χρόνος τους -κι ο χρόνος αποφυγής μεγάλων περιπετειών για τη χώρα- εξαντλείται μέρα με τη μέρα, παρά τα ευχολόγια. Το 2012 θα είναι πολύ δύσκολο και ιδιαίτερα κρίσιμο.

Η πλήρης «απονομιμοποίηση» των περισσότερων θεσμών δείχνει πλέον να είναι προ των πυλών. Κι αυτό θα είναι ολέθριο.

Ας σπεύσουν πριν να είναι πολύ αργά.
v