Η συνεδρίαση της Fed τον Σεπτέμβριο θα αποφασίσει την αύξηση των επιτοκίων στις Ηνωμένες Πολιτείες για πρώτη φορά από το 2006; Αξιωματούχοι έχουν υποστηρίξει την προοπτική ότι μπορεί να το κάνει και έχουν υπονοήσει ότι -εκτός του ενδεχόμενου μεγάλων απρόβλεπτων εξελίξεων- τα επιτόκια μάλλον θα αυξηθούν μέχρι το τέλος του έτους.
Οι συνθήκες μπορεί να αλλάξουν και η Fed έχει προσέξει προκειμένου να αποφύγει σαφείς δεσμεύσεις. Αλλά μία λογική αξιολόγηση των τρέχοντων συνθηκών υποδηλώνει ότι η αύξηση των επιτοκίων στο άμεσο μέλλον θα μπορούσε να αποτελέσει σοβαρό λάθος που θα απειλήσει και τους τρεις μεγάλους στόχους της Fed: τη σταθερότητα των τιμών, τη μηδενική ανεργία και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Όπως οι περισσότερες μεγάλες κεντρικές τράπεζες, η Fed έχει βάλει στη στρατηγική της τη σταθερότητα των τιμών με την υιοθέτηση ενός στόχου για πληθωρισμό της τάξης του 2%. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ότι ο πληθωρισμός θα είναι χαμηλότερος από αυτό το επίπεδο -ένας κίνδυνος που θα μπορούσε να επιδεινωθεί από τη σύσφιξη της πολιτικής.
Περισσότερα από τα μισά από τα στοιχεία που απαρτίζουν τον δείκτη τιμών καταναλωτή έχουν εμφανίσει μείωση τους τελευταίους έξι μήνες -η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία. Ο ΔΤΚ, ο οποίος δεν περιλαμβάνει τις ευμετάβλητες τιμές της ενέργειας, τις τιμές των τροφίμων και τη στέγαση που είναι δύσκολα μετρήσιμη, είναι χαμηλότερος του 1%. Μετρήσεις που βασίζονται στις προσδοκίες της αγοράς καταδεικνύουν ότι, κατά τη διάρκεια των επόμενων 10 ετών, ο πληθωρισμός θα είναι αρκετά κάτω του 2%. Αν τα νομίσματα της Κίνας και άλλων αναδυόμενων αγορών υποτιμηθούν κι άλλο, ο πληθωρισμός των Ηνωμένων Πολιτειών θα είναι ακόμη πιο χαμηλός.
Η σύσφιξη της πολιτικής θα επηρεάσει δυσμενώς τα επίπεδα της απασχόλησης, επειδή τα υψηλότερα επιτόκια κάνουν την κατοχή μετρητών πιο ελκυστική συγκριτικά με τις επενδύσεις. Τα υψηλότερα επιτόκια, επιπλέον, θα αυξήσουν την αξία του δολαρίου, καθιστώντας τους Αμερικανούς παραγωγούς λιγότερο ανταγωνιστικούς και πιέζοντας τις οικονομίες των εμπορικών μας εταίρων.
Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό σε μία περίοδο αυξανόμενης ανισότητας. Η μελέτη περιόδων σφιχτών αγορών εργασίας, όπως τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και το 1960, καθιστούν προφανές ότι το καλύτερο κοινωνικό πρόγραμμα για μη προνομιούχους εργάτες είναι μία οικονομία στην οποία οι εργαζόμενοι αγωνίζονται να καλύψουν θέσεις.
Μπορεί να υπήρξε μία πιθανότητα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας από την αύξηση των επιτοκίων, πριν από έξι ή εννέα μήνες, όταν τα χαμηλά επιτόκια ενθάρρυναν τους επενδυτές να πάρουν περισσότερα ρίσκα και τις επιχειρήσεις να δανειστούν χρήματα και να ασχοληθούν με τη χρηματοοικονομική τεχνική. Εκείνη την περίοδο, πίστευα ότι το οικονομικό κόστος μίας αύξησης των επιτοκίων υπερέβαινε των οφελών στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αλλά υπήρχαν λόγοι προβληματισμού. Αυτή η συζήτηση τώρα προκύπτει εκ νέου. Με την πίστωση να γίνεται πιο ακριβή, τις προοπτικές της κινεζικής οικονομίας να είναι ασαφείς στην καλύτερη περίπτωση, τις αναδυόμενες αγορές να καταδύονται, το αμερικανικό χρηματιστήριο σε διόρθωση, τις ανησυχίες για τη ρευστότητα που εξαπλώνονται και την αναμενόμενη μεταβλητότητα να έχει αυξηθεί σχεδόν σε ποσοστό-ρεκόρ, οι αγορές από μόνες τους μετριάζουν κάθε ευφορία και υπερβολική σιγουριά. Η Fed δε χρειάζεται να κάνει αυτή τη δουλειά. Αυτή την εύθραυστη στιγμή, η αύξηση των επιτοκίων απειλεί να ρίξει ένα μέρος του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε κρίση, με απρόβλεπτες και επικίνδυνες συνέπειες.
Γιατί, λοιπόν, τόσο πολλοί πιστεύουν ότι η αύξηση των επιτοκίων είναι απαραίτητη; Αμφιβάλλω ότι, αν τα επιτόκια ήταν τώρα 4%, θα υπήρχε πίεση για να αυξηθούν. Αυτή η πίεση προέρχεται από μία αίσθηση ότι η οικονομία έχει ουσιαστικά ομαλοποιηθεί κατά τη διάρκεια έξι ετών ανάκαμψης και έτσι το εκπληκτικό «διεγερτικό» του μηδενικού επιτοκίου θα έπρεπε να αποσυρθεί. Έχει γίνει πολλή συζήτηση για τις «αντιξοότητες» που απαιτούν χαμηλά επιτόκια τώρα, αλλά αυτό θα κοπάσει σύντομα, επιτρέποντας ομαλή ανάπτυξη και κανονικά επιτόκια.
Οποιαδήποτε αξία είχε αυτή η άποψη πριν από κάποια χρόνια, είναι πολύ λιγότερο εύλογη καθώς πλησιάζουμε την έβδομη επέτειο της κατάρρευσης της Lehman Brothers. Δεν είναι πλέον εύκολο να έχουμε στο μυαλό μας οικονομικές συνθήκες που θα μπορέσουν εύλογα να θεωρηθούν προσωρινές αντιξοότητες. Το δημοσιονομικό κώλυμα έχει τελειώσει. Οι τράπεζες έχουν ικανοποιητικά κεφαλαιοποιηθεί. Οι εταιρίες είναι πλήρεις μετρητών. Οι ισολογισμοί των νοικοκυριών έχουν ουσιαστικά επιδιορθωθεί.
Πολύ πιο εύλογη είναι η άποψη ότι, για λόγους που έχουν τις ρίζες τους στην τεχνολογική και δημογραφική αλλαγή και ενισχύονται από τη μεγαλύτερη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα, η παγκόσμια οικονομία έχει δυσκολία στη δημιουργία ζήτησης για όλα όσα μπορούν να παραχθούν. Αυτή είναι η διάγνωση της «μακροχρόνιας στασιμότητας» (secular stagnation) ή η παρόμοια ιδέα του Ben Bernanke, πρώην προέδρου της Fed, για τον «κορεσμό αποταμίευσης» (savings glut). Η ικανοποιητική ανάπτυξη, αν μπορεί να επιτευχθεί, απαιτεί πολύ χαμηλά επιτόκια που ιστορικά έχουμε δει μόνο κατά τη διάρκεια οικονομικών κρίσεων. Γι' αυτό τον λόγο οι αγορές μακροπρόθεσμων ομολόγων μάς λένε ότι τα πραγματικά επιτόκια αναμένεται να είναι κοντά στο μηδέν στον βιομηχανοποιημένο κόσμο κατά την επόμενη δεκαετία.
Οι νέες συνθήκες απαιτούν νέες πολιτικές. Είναι πολλά αυτά που θα έπρεπε να γίνουν, όπως βήματα για την προώθηση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων, έτσι ώστε να αυξηθεί το επίπεδο των πραγματικών επιτοκίων σε συμφωνία με τον στόχο μηδενικής ανεργίας. Αν δεν εφαρμοστούν αυτές οι πολιτικές, αν ο πληθωρισμός δεν επιταχυνθεί ή ξεσπάσει ευφορία στις αγορές, δεν υπάρχει λόγος για τη Fed να προσαρμόσει την πολιτική των επιτοκίων.
© The Financial Times Limited 2015. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation