Η αχαλίνωτη παγκοσμιοποίηση τελείωσε. Αυτή δεν είναι μια αμφιλεγόμενη δήλωση σ’ αυτή τη φάση για ευνόητους λόγους, καθώς βλέπουμε τη μετά Covid-19 περιχαράκωση περίπλοκων διεθνών αλυσίδων προμήθειας και την αποσύνδεση των ΗΠΑ με την Κίνα.
Είναι δύσκολο να φανταστούμε μια επανεκκίνηση του νεοφιλελεύθερου τρόπου σκέψης της δεκαετίας του 1990, ακόμα και αν ο Joe Biden κερδίσει στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ ή αν η ΕΕ βιώσει μια στιγμή ανανεωμένης συνοχής ως αντίδραση στην πανδημία.
Ο κόσμος είναι πιθανότερο να γίνει τριπολικός -ή τουλάχιστον διπολικός-, με περισσότερη περιφερειοποίηση του εμπορίου, της μετανάστευσης και ακόμα και των κεφαλαιακών ροών μελλοντικά. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι γι’ αυτό, ορισμένοι ανησυχητικοί (όπως ο αυξανόμενος εθνικισμός) και ορισμένοι ήπιοι (όπως η επιθυμία για ανθεκτικότερες και συμμετοχικές τοπικές οικονομίες).
Αυτό δημιουργεί ένα ερώτημα που θεωρείται αμφιλεγόμενο: μήπως εισερχόμαστε σε έναν μετα-δολαριακό κόσμο; Μπορεί να μοιάζει με ένα ερώτημα-αχυράνθρωπο, δεδομένου ότι περισσότερο από το 60% των συναλλαγματικών διαθεσίμων του κόσμου είναι σε δολάρια, που χρησιμοποιούνται επίσης για το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου εμπορίου. Η πρόσφατη ενίσχυση των αγορών δολαρίου εκτός ΗΠΑ από τη Fed, ως αντίδραση στην κρίση του κορωνοϊού, έχει ενισχύσει περαιτέρω την παγκόσμια κυριαρχία του δολαρίου.
Ως αποτέλεσμα, πολλοί άνθρωποι θα επαναλάμβαναν το γνωστό σύνθημα πως, σε αυτή την περίπτωση, όπως και σε τόσες άλλες, «δεν μπορείς να τα βάλεις με τη Fed». Η κυριαρχία του αμερικανικού τραπεζικού συστήματος και της δολαριακής ρευστότητας -που και τα δύο στηρίζονται από τη Fed, θα δώσουν στο αμερικανικό δολάριο αδιαμφισβήτητη υπεροχή στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στις κεφαλαιαγορές επ’ αόριστον.
Άλλοι υποστηρίζουν πως «δεν μπορείς να αντικαταστήσεις κάτι με το τίποτα». Με αυτό εννοούν πως παρά το ότι η Κίνα, η Ρωσία και άλλες χώρες αναδυόμενων αγορών (καθώς και ορισμένα εύπορα κράτη όπως η Γερμανία) θα ήθελαν πολύ να απομακρυνθούν από τη δολαριακή κυριαρχία, ωστόσο δεν έχουν πραγματικές εναλλακτικές.
Αυτή η επιθυμία είναι ιδιαίτερα έντονη σε έναν κόσμο όπου τα χρηματοοικονομικά χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο ως «όπλο». Σκεφτείτε τις πρόσφατες κινήσεις τόσο του Πεκίνου όσο και της Ουάσινγκτον να περιορίσουν την εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στις κεφαλαιαγορές η μία της άλλης. Ωστόσο, το ευρώ, που εκπροσωπεί περίπου το 20% των παγκόσμιων αποθεμάτων, δεν μπορεί να συγκριθεί σε όρους ρευστότητας και εξακολουθούν να υπάρχουν μεγάλα ερωτήματα για το μέλλον της ευρωζώνης. Η αγορά χρυσού είναι υπερβολικά «σφιχτή», όπως αποδεικνύεται από το γεγονός πως τώρα είναι ουσιαστικά αδύνατο να αγοράσει κανείς το φυσικό μέταλλο.
Υπάρχουν όμως οικονομικές στατιστικές και υπάρχει και η πολιτική. Χαρακτηριστικό είναι πως η Κίνα, που υπήρξε μεγάλος αγοραστής χρυσού πρόσφατα, ως αντιστάθμισμα της αξίας των δολαριακών holdings της, δοκιμάζει επίσης το δικό της καθεστώς ψηφιακού νομίσματος, του e-RMB, και μετατρέπεται στο πρώτο έθνος που λανσάρει κρυπτονόμισμα που στηρίζεται από μια κεντρική τράπεζα.
Μπορεί κανείς να φανταστεί πως θα ήταν εύκολο να χρησιμοποιηθεί σε όλη τη σφαίρα της πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» της Κίνας, ως μια ελκυστική εναλλακτική για χώρες και επιχειρήσεις που θα ήθελαν να συναλλάσσονται χωρίς να χρησιμοποιούν δολάρια, για να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Αυτό από μόνο του δεν θα αποτελούσε πρόκληση για την υπεροχή του αμερικανικού νομίσματος, αν και αρκούσε για να ωθήσει τον πρώην υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ Hank Paulson, έναν άνθρωπο που δεν σχολιάζει ελαφρά τη καρδία, να γράψει πρόσφατα έκθεση αναφορικά με το μέλλον του δολαρίου. Ωστόσο, αυτό δεν γίνεται στο κενό.
Το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να ενισχύσει τον προϋπολογισμό ανάκαμψης για τις διασώσεις λόγω της πανδημίας, μέσω της έκδοσης χρέους που θα αποπληρωθεί από πανευρωπαϊκούς φόρους, θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για μια πραγματική δημοσιονομική ένωση και, τελικά, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Αν συμβεί αυτό, τότε μπορώ να φανταστώ πως πολλοί περισσότεροι άνθρωποι θα θελήσουν να έχουν περισσότερα ευρώ.
Μπορώ επίσης να φανταστώ μια συνεχιζόμενη αποδυνάμωση των δεσμών μεταξύ των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας, που μπορεί με τη σειρά της να υπονομεύσει το δολάριο. Μεταξύ των πολλών λόγων για τους οποίους οι κεντρικές τράπεζες και οι παγκόσμιοι επενδυτές διακρατούν δολάρια ΗΠΑ, βασικός είναι πως το πετρέλαιο τιμολογείται σε δολάρια. Η συνέχιση των σαουδαραβικών ενεργειών για υπονόμευση του αμερικανικού σχιστολιθικού πετρελαίου δημιουργούν ρήγμα στις σχέσεις μεταξύ της κυβέρνησης του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και του Ριάντ. Είναι απίθανο ένας μελλοντικός πρόεδρος Biden, που πιθανότατα θα ακολουθούσε τη φιλοϊρανική στάση του Barack Obama, να διόρθωνε το ρήγμα αυτό.
Ακόμα και με τις τιμές του πετρελαίου σε τόσο χαμηλά επίπεδα, ο πρόεδρος της Fed του Ντάλας Robert Kaplan μού είπε πρόσφατα πως η ενεργειακή ανεξαρτησία παραμένει «στρατηγικά σημαντική» στις ΗΠΑ και πως «θα εξακολουθήσει να υπάρχει μια σημαντική παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ στο μέλλον». Ποιος θα καλύψει, τότε, το κενό της Σαουδικής Αραβίας; Κατά πάσα πιθανότητα η Κίνα, που θα θελήσει το πετρέλαιο να τιμολογείται σε ρένμινμπι. Ένας κόσμος που αποσυνδέεται μπορεί να είναι ένας κόσμος που θα χρειάζεται λιγότερα δολάρια.
Τέλος, υπάρχουν ερωτήματα αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο η ανεπίσημη στήριξη που παρέχει η Fed στις κρατικές δαπάνες των ΗΠΑ λόγω της πανδημίας, έχει πολιτικοποιήσει την προμήθεια χρήματος. Το ζήτημα εδώ δεν είναι στην πραγματικότητα ο κίνδυνος ενός πληθωρισμού αντίστοιχου με αυτού της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, τουλάχιστον όχι σύντομα. Έχει περισσότερο να κάνει με την εμπιστοσύνη.
Ορισμένοι άνθρωποι θα υποστηρίξουν πως το δολάριο είναι ένα παγκόσμιο νόμισμα και πως οι τύχες του δεν εξαρτώνται πραγματικά από τις αντιλήψεις των ίδιων των ΗΠΑ. Οπωσδήποτε, τα γεγονότα των προηγούμενων ετών θα στήριζαν την άποψη αυτή.
Μπορεί όμως να υπάρχει περιορισμός σε αυτή την αποσύνδεση. Οι ΗΠΑ μπορούν να κάνουν πολλά οικονομικά και να τη γλιτώσουν, αρκεί αυτά που θα κάνουν να είναι πολιτικά αξιόπιστα. Όπως μου είπε πρόσφατα ο οικονομολόγος και venture capitalist Bill Janeway, «η αμερικανική οικονομία έπιασε πάτο τον χειμώνα του 1932-33, αφού ο (Herbert) Hoover έχασε όλη την αξιοπιστία στην αντίδρασή του στην Ύφεση και η εμπιστοσύνη στις τράπεζες εξαφανίστηκε μαζί με την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση».
Θα μπορούσε μια μέρα η εμπιστοσύνη στο δολάριο να ξανασυγκλίνει με την εμπιστοσύνη στην Αμερική.
© The Financial Times Limited 2020. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation