To μόνο που πρέπει να φοβόμαστε είναι η έλλειψη φόβου. Ο Μπέντζαμιν Γκράχαμ, ο γκουρού των επενδύσεων που επικαλείται συχνά ο Γουόρεν Μπάφετ, αναφερόταν στον Mr Market, μια περσόνα που χαρακτηρίζεται από απότομες συναισθηματικές μεταβολές. Οι στιγμές της ευφορίας του μπορεί να είναι πιο ευχάριστες από αυτές της απόγνωσης. Αλλά είναι επικίνδυνες.
Η υπερβολική αισιοδοξία είναι ο φυσικός πρόδρομος της υπερβολικής ανάληψης ρίσκου, των «φουσκών» στις τιμές των στοιχείων ενεργητικού και στη συνέχεια των χρηματοοικονομικών και οικονομικών κρίσεων.
Η αναταραχή που προκλήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν. Είναι κρίμα που δεν συνέβη νωρίτερα. Αλλά ο φόβος έχει επιστρέψει. Ζήτω!
Μέχρι τώρα, όπως σημειώνει ο Γκάβιν Ντέιβις, έχουμε να κάνουμε με ένα μικρής έκτασης συμβάν. Το βράδυ της 12ης Φεβρουαρίου, η αγορά ήταν μόλις 7,5% χαμηλότερα από το πρόσφατο ιστορικό υψηλό. Ο κυκλικά προσαρμοσμένος λόγος των τιμών προς τα κέρδη, μια μέτρηση της μακροπρόθεσμης αποτίμησης των μετοχών που εξέλιξε ο Ρόμπερτ Σίλερ του Yale, είναι ακόμα υψηλότερα από ό,τι σε οποιαδήποτε περίοδο στο παρελθόν, εκτός από το 1929 και το 1998 με 2001.
Το απότομο άλμα στη μεταβλητότητα μπορεί να είναι ανησυχητικό, αλλά είναι φυσικό και χρήσιμο. Θα βοηθήσει να κλονιστεί ο εφησυχασμός.
Ο κ. Ντέιβις υποστηρίζει πως τα στοιχεία για την απασχόληση στις ΗΠΑ τον Ιανουάριο, τα οποία έδειξαν μια μικρή αύξηση στον πληθωρισμό, ήταν η αφορμή για τη διόρθωση στις αγορές. Ωστόσο, η αύξηση αυτή ήταν πολύ μικρή. Το ίδιο ισχύει και με την άνοδο του spread ανάμεσα στα συμβατικά και τα συνδεδεμένα με τον πληθωρισμό αμερικανικά ομόλογα, που είναι ένας δείκτης για τον προσδοκώμενο πληθωρισμό. Προς το παρόν, οι διορθώσεις που βλέπουμε στις αγορές μετοχών και ομολόγων είναι ήπιες.
Μπορεί να γίνουν τα πράγματα πολύ χειρότερα; Αναμφίβολα, ναι.
Πρώτον, με βάση τους ιστορικούς μέσους όρους, οι μετοχές και τα ομόλογα είναι ακριβά ή απίστευτα ακριβά, αντίστοιχα. Οι υψηλές τιμές των μετοχών είναι ο καθρέφτης τόσο των πολύ χαμηλών πραγματικών επιτοκίων (ακόμα κάτω από 1% στις ΗΠΑ) και του χαμηλού προσδοκώμενου πληθωρισμού. Το συμβατικό αμερικανικό 30ετές ομόλογο έχει ακόμα απόδοση 3,1%. Την ίδια έχει το 30ετές ομόλογο της Ιταλίας, ενώ της Γερμανίας έχει απόδοση 1,4%. Δεν χρειάζεται πολλή φαντασία για να δει κανείς τις αποδόσεις αυτές να σημειώνουν μεγάλο άλμα.
Δεύτερον, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις οικονομικής ευπάθειας, από τις οποίες η πιο σημαντική είναι η άνοδος του χρέους. Στο τρίτο τρίμηνο του 2017, ο σωρός του παγκόσμιου χρέους ήταν 318% του ΑΕΠ, έναντι 280% στο τέλος του 2007. Κυρίως εξαιτίας της χρηματοοικονομικής κρίσης, το κρατικό χρέος εκτοξεύτηκε από 58% του παγκόσμιου ΑΕΠ στο 87%. Ενδεχομένως είναι ακόμα πιο σημαντικό ότι το ακαθάριστο χρέος του μη χρηματοοικονομικού τομέα αυξήθηκε από το 77% στο 92% του ΑΕΠ. Την ίδια στιγμή, το χρέος των νοικοκυριών έχει αυξηθεί μόνο από 58% ως 59% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Αλλά εξίσου σημαντικό και σίγουρα ενθαρρυντικό είναι ότι το χρέος του χρηματοπιστωτικού τομέα έχει υποχωρήσει από το 87% στο 80%.
Τρίτον, μια ισχυρή συγχρονισμένη παγκόσμια ανάκαμψη είναι σε εξέλιξη, με την ανεργία σε μια σειρά σημαντικών οικονομιών να υποχωρεί σε χαμηλά επίπεδα: το ποσοστό στις ΗΠΑ διολίσθησε στο 4,1% τον περασμένο Δεκέμβριο. Στο πλαίσιο αυτό, μια αναπάντεχα απότομη άνοδος στους ονομαστικούς και πραγματικούς μισθούς και στον πληθωρισμό, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει μια απότομη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, όχι μόνο στις ΗΠΑ. Επιπλέον, οι ΗΠΑ μόλις ξεκίνησαν μια προ-κυκλική και δημοσιονομικά ανεύθυνη αύξηση του διαρθρωτικού δημοσιονομικού ελλείμματος, η οποία σχεδιάστηκε κατά κύριο λόγο για να προσφέρει οφέλη στους πλουσιότερους.
Το μέγεθος της υποκρισίας, δεδομένων και των επιθέσεων που έκαναν οι Ρεπουμπλικάνοι κατά των προσπαθειών της κυβέρνησης Ομπάμα να αντιμετωπίσει την απολύτως αναγκαία δημοσιονομική τόνωση στη χτυπημένη από την κρίση αμερικανική οικονομία το 2009, είναι απίστευτο. Δεν θα προκαλούσε έκπληξη αν αυτή η δημοσιονομική πολιτική, μαζί με την παγκόσμια ανάκαμψη στις ιδιωτικές επενδύσεις, αύξαναν τα επιτόκια σε όλη την παγκόσμια οικονομία.
Τέλος, ο κόσμος είναι αντιμέτωπος με σοβαρές αβεβαιότητες. Αυτό είναι αναπόφευκτο, από τη στιγμή που κάποιος τόσο ασταθής όσο ο Ντόναλντ Τραμπ παραμένει επικεφαλής της πιο σπουδαίας χώρας: ένας πόλεμος, ένας εμπορικός πόλεμος ή κάποιο άλλο αναπάντεχο σοκ θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει την τρέχουσα επέκταση.
Δεδομένων όλων των παραπάνω, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς εκείνους που ανησυχούν για επερχόμενες μεγάλες πτώσεις στις τιμές των στοιχείων ενεργητικού. Θα προκαλέσει αυτό και μια τεράστια χρηματοοικονομική κρίση; Ορισμένοι φοβούνται ότι μπορεί.
Υπάρχουν ωστόσο λόγοι για να είναι κανείς πιο αισιόδοξος. Ο ένας είναι η απομόχλευση του χρηματοοικονομικού τομέα. Ο άλλος είναι η ελπίδα ότι όσοι διαχειρίζονται συστηματικά μεγάλους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς έχουν σημαδευτεί από την κρίση και διαχειρίζονται τα ρίσκα με μεγαλύτερη σύνεση από ό,τι στο παρελθόν. Ένας άλλος είναι η σύσφιξη του ρυθμιστικού πλαισίου, που ακόμα δεν έχει ακυρωθεί. Τέλος, μια από τις επωφελείς επιπτώσεις της απεχθούς ποσοτικής χαλάρωσης είναι ότι οι τράπεζες έχουν πολύ περισσότερη ρευστότητα από ό,τι ποτέ στο παρελθόν. Ωστόσο, τίποτα από όλα αυτά δεν αναιρεί το βασικό γεγονός πως το χρηματοοικονομικό σύστημα και οι τράπεζες έχουν υψηλά επίπεδα μόχλευσης.
Ένας ακόμα πιο πιθανός κίνδυνος είναι ότι μια μεγάλη πτώση στις τιμές των στοιχείων ενεργητικού θα περιορίσει τη ζήτηση, σε μια στιγμή που το περιθώριο για δημοσιονομικούς ελιγμούς είναι ακόμα σχετικά περιορισμένο. Αυτή μπορεί να είναι λοιπόν η κατάλληλη στιγμή για πραγματικά μη συμβατικές πολιτικές, που θα περιλαμβάνουν πιθανότατα και απευθείας νομισματική χρηματοδότηση των κυβερνητικών δαπανών.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι τέτοια ρίσκα δείχνουν πόσο κοντόφθαλμες ήταν οι πολιτικές του παρελθόντος.
Πράγματι, οι φορείς άσκησης πολιτικής βασίστηκαν υπερβολικά στις κεντρικές τράπεζες και πολύ λίγο στις δημοσιονομικές πολιτικές, για να αποδράσουν από την ύφεση. Θα ήταν επίσης σώφρον να είχαν προχωρήσει σε πιο επιθετική απομόχλευση.
Ωστόσο, αυτοί που υποστηρίζουν πως θα ήταν καλύτερα για τις κεντρικές τράπεζες να είχαν αφήσει την οικονομία στην ύφεση από το να ακολουθήσουν επιθετικές νομισματικές πολιτικές, κάνουν μεγάλο λάθος. Είναι ανήθικο και στο τέλος αδύνατο να θυσιάσεις την ευημερία του μεγαλύτερου μέρους των πολιτών για να καθησυχάσεις τους θεούς των χρηματοοικονομικών αγορών. Αν μια πολιτική που έχει σχεδιαστεί για την σταθεροποίηση των οικονομιών μας αποσταθεροποιεί τον χρηματοοικονομικό τομέα, η απάντηση πρέπει να είναι μια ακόμα πιο ριζική μεταρρύθμιση του τελευταίου. Ο ρόλος του Mr Market είναι να στηρίξει την οικονομία, όχι να τη θέσει σε κίνδυνο. Δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε αυτό.
© The Financial Times Limited 2018. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation