Στο απόγειο της κρίσης της ευρωζώνης, ο Μάριο Μόντι, ο πρώην Ιταλός πρωθυπουργός, συνήθιζε να υποστηρίζει πως ένα μέρος του προβλήματος ήταν ότι «για τους Γερμανούς, τα οικονομικά είναι ακόμα κομμάτι της ηθικής φιλοσοφίας».
Το επιχείρημα ήταν πως οι Γερμανοί τείνουν να επιρρίπτουν ευθύνες και όχι να διορθώνουν το πρόβλημα και συνοδευόταν από την υπενθύμιση πως οι γερμανικές λέξεις για την ενοχή και το χρέος είναι οι ίδιες. Αλλά η αλήθεια είναι πως οι Γερμανοί έχουν δίκιο. Τα οικονομικά είναι ή θα έπρεπε να είναι τμήμα της ηθικής φιλοσοφίας.
Οι επιτυχημένοι πολιτικοί πρέπει να κάνουν κάτι παραπάνω από την επίτευξη οικονομικής ανάπτυξης. Πρέπει επίσης να προσφέρουν στους ψηφοφόρους ένα όραμα για την οικονομία που έχει νόημα, στο οποίο η αρετή επιβραβεύεται και η φαυλότητα τιμωρείται. Τα τελευταία δέκα χρόνια μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση, οι πολιτικοί των παραδοσιακών κομμάτων στη Δύση φαίνεται να έχουν χάσει αυτή την κρίσιμη ικανότητα. Η πίστη πως το οικονομικό σύστημα είναι άδικο έχει οδηγήσει στην άνοδο του ακροδεξιού και ακροαριστερού λαϊκισμού σε ολόκληρη τη Δύση.
Όπως άφησε να εννοηθεί ο κ. Μόντι, η ιδέα ότι τα οικονομικά εδράζονται σε ένα ηθικό σύστημα δεν είναι καινούργια. Ο Άνταμ Σμιθ, ομολογουμένως ο πιο σημαντικός οικονομικός στοχαστής μέχρι σήμερα, ήταν καθηγητής ηθικής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Γλασκώβης. Η διάσημη παρατήρησή του πως τα άτομα που εργάζονται για το συμφέρον τους μπορούν να συμβάλλουν στο ευρύτερο καλό βασίζεται σε μια θεωρία των ηθικών συναισθημάτων.
Οι υποστηρικτές του Καρλ Μαρξ αγωνίστηκαν γιατί πίστευαν ότι ο κομμουνισμός ήταν ηθικά ανώτερος από τον καπιταλισμό, όχι γιατί τους ενέπνευσαν τα μαρξικά οικονομικά. Ο Φρίντριχ Χάγιεκ ήταν ένας παθιασμένος αντι-μαρξιστής, ο οποίος βραβεύτηκε με νόμπελ Οικονομικών. Ήταν και αυτός ηθικός φιλόσοφος, το βιβλίο του «Ο δρόμος προς τη δουλεία» παρουσίαζε ένα ηθικό επιχείρημα ενάντια στον κρατικό έλεγχο της οικονομίας.
Μέχρι τα σοκ το 2008, οι κεντρώοι πολιτικοί στη Δύση ήταν σε θέση να προσφέρουν μια ηθικά συνεκτική άποψη για την οικονομία, που τους απέφερε εκλογικές επιτυχίες. Μια οικονομία της αγοράς ανταμείβει την προσπάθεια και την επιτυχία και δημιουργεί ευκαιρίες. Η παγκοσμιοποίηση, η δημιουργία ενός παγκόσμιου αγοραίου συστήματος, δικαιολογούνταν ως ένα ηθικό εγχείρημα, καθώς μείωνε την ανισότητα και τη φτώχεια σε όλο τον κόσμο.
Μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση ωστόσο, οι «παγκοσμιστές» (ένας όρος που χρησιμοποιεί ο Τραμπ) άρχισαν να χάνουν στο μέτωπο των ηθικών επιχειρημάτων. Το γεγονός ότι οι τράπεζες διασώθηκαν την ώρα που το επίπεδο διαβίωσης έμενε στάσιμο, προσέβαλε το αίσθημα δικαιοσύνης πολλών ψηφοφόρων. Από τη στιγμή που κανένας από την κορυφή ενός αποτυχημένου συστήματος δεν στάλθηκε στη φυλακή, άνοιξε ο δρόμος για έναν πολιτικό όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος υποστήριζε ότι «το σύστημα είναι στημένο».
Η επιτυχία ή η αποτυχία των φορολογικών μεταρρυθμίσεων του κ. Τραμπ, οι οποίες αναμένεται να περάσουν αυτή την εβδομάδα, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το αν μπορεί να πείσει τους ψηφοφόρους ότι βοηθάvε να γίνει πιο δίκαιο το φορολογικό σύστημα. Το επιχείρημα των Ρεπουμπλικάνων είναι πως το νέο φορολογικό σύστημα θα ανταμείψει τη σκληρή δουλειά και θα μειώσει το βάρος από τις κρατικές ρυθμίσεις. Η απάντηση των Δημοκρατικών είναι πως οι νέες φορολογικές μεταρρυθμίσεις επηρεάζουν ακόμα περισσότερο το σύστημα υπέρ των πλουσίων.
Αυτή τη στιγμή, η πλειοψηφία των Αμερικανών φαίνεται να συμφωνεί με την άποψη ότι οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις Τραμπ ευνοούν τους πλουσίους. Αν επικρατήσει η ερμηνεία αυτή, οι ψηφοφόροι μπορεί να απομακρυνθούν από τον ακροδεξιό λαϊκισμό του κ. Τραμπ, προς τον πιο ακροαριστερό λαϊκισμό του Μπέρνι Σάντερς και της Ελίζαμπεθ Γουόρεν. Οι καμπάνιες των Σάντερς και Γουόρεν έχουν βασιστεί στο αίσθημα ότι το οικονομικό σύστημα της Αμερικής είναι άδικο. Έχουν εστιάσει ειδικότερα στην αδικία μεταξύ των γενεών, η οποία έχει αφήσει πολλούς ψηφοφόρους με δυσθεώρητο φοιτητικό χρέος και ανασφαλείς δουλειές.
Τα επιχειρήματα αυτά βρίσκουν απήχηση όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και στη Δύση. Στη Βρετανία, το UKIP του Νάιτζελ Φάρατζ και οι υπέρμαχοι του Brexit ανέβηκαν στο άρμα του ακροδεξιού λαϊκισμού, ενώ ο ακροαριστερός λαϊκισμός του Τζέρεμι Κόρμπιν ανέλαβε τον έλεγχο του Εργατικού κόμματος.
Στη Γαλλία, οι ακροδεξιοί και ακροαριστεροί λαϊκισμοί της Μαρίν Λεπέν και του Ζαν Λυκ Μελανσόν αντίστοιχα, συγκέντρωσαν πάνω από το 40% της ψήφου στον πρώτο γύρο των φετινών προεδρικών εκλογών. Αν προσθέσετε και άλλα μικρότερα κόμματα, περίπου το 50% των Γάλλων, Βρετανών και Αμερικανών ψηφοφόρων υποστηρίζουν λαϊκιστές, αντι-συστημικούς πολιτικούς.
Στη Γερμανία ωστόσο, οι ακροδεξιές και ακροαριστερές εκδοχές του λαϊκισμού συνεχίζουν να λαμβάνουν αρκετά κάτω από το 25% της ψήφου, παρά τον αντίκτυπο από την προσφυγική κρίση. Εν μέρει αυτό οφείλεται στην επιτυχία της γερμανικής οικονομίας. Αλλά οφείλεται και στο ότι η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ συνειδητοποίησε ότι στη διαχείριση της κρίσης της ευρωζώνης έπρεπε να λάβει υπόψη της το αίσθημα του μέσου ψηφοφόρου για το τι είναι «σωστό» και «λάθος».
Πολλοί οικονομολόγοι στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη υποστήριξαν ότι η κρίση θα μπορούσε να επιλυθεί μόνο με μια επίσημη διαγραφή του ελληνικού χρέους. Τάχθηκαν επίσης υπέρ της άποψης πως οι Γερμανοί τραπεζίτες ήταν αυτοί που έφταιγαν για την κρίση και όχι οι Έλληνες συνταξιούχοι. Αλλά η κα Μέρκελ γνώριζε πως εντός της Γερμανίας το επιχείρημα ότι οι σκληρά εργαζόμενοι Γερμανοί δεν έπρεπε να κληθούν να διαγράψουν τα χρέη των σπάταλων Ελλήνων ήταν πολύ ισχυρό για να του αντιπαρατεθεί. Μπορούσε να επιτύχει πρόοδο στην αντιμετώπιση της κρίσης μόνο αν σεβόταν βασικές ιδέες για την προσπάθεια και την ανταμοιβή.
Μια ολόκληρη γενιά δυτικών πολιτικών έχει μεγαλώσει με το σλόγκαν του Κλίντον «είναι η οικονομία, ηλίθιε». Αλλά στη σημερινή πολιτική, «η οικονομία» δεν έχει να κάνει με την ανάπτυξη. Έχει να κάνει και με τη δικαιοσύνη.
© The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation