Οι αγορές ζουν με ρευστότητα. Κι αυτό ήταν ένα τεράστιο μέρος της σημαντικής ανόδου των αγορών μετά την κρίση, καθώς οι πολιτικές των κεντρικών τραπεζών έχουν τουλάχιστον επιτύχει να ανεβάσουν τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων. Πώς πρέπει να προετοιμαστούμε για έναν κόσμο όπου η ρευστότητα σταματήσει να αυξάνεται ή ακόμη αρχίσει να συρρικνώνεται;
Η «ρευστότητα» από μόνης της είναι «ρευστή» ιδέα και σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικά οικονομικά πλαίσια. Υπάρχουν λόγοι, για παράδειγμα, να φοβόμαστε την έλλειψη της ρευστότητας σε συγκεκριμένες γωνιές της αγοράς σταθερού εισοδήματος. Αλλά προς το παρόν, είναι πολύ σημαντικό να επικεντρωθούμε στην ρευστότητα της ευρύτερης χρηματοπιστωτικής αγοράς, όπου στις ΗΠΑ φαίνεται πως φτάσαμε σε ένα σημείο καμπής.
Η ρευστότητα ή η «υπερβολική ρευστότητα» αναφέρεται στη σχέση μεταξύ ανάπτυξης του δείκτη M2 (ένας ευρύτερος δείκτης χρήματος που περιλαμβάνει τις καταθέσεις και τα money market funds) και την ανάπτυξη της οικονομίας. Μακροπρόθεσμα τείνουν να αναπτύσσονται σχεδόν γραμμικά.
Αυτοί οι δείκτες, φυσικά θα επηρεαστούν έντονα από τις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών αλλά το πλαίσιο είναι διαφορετικό. Ο δείκτης Μ2 εξακολούθησε να αναπτύσσεται ακόμη και όταν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ σταμάτησε να αγοράζει περιουσιακά στοιχεία, στο πλαίσιο του προγράμματος QE και άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια.
Όταν η προσφορά χρημάτων αυξάνεται ταχύτερα από την οικονομία, τα πλεονάζοντα χρήματα δεν επενδύονται σε ανθρώπους ή υποδομές, αλλά τείνουν να βρίσκονται σε αγορές περιουσιακών στοιχείων, πιέζοντας ανοδικά τις τιμές τους. Έτσι, η επέκταση της ρευστότητας τείνει να μεταφράζεται σε θετική απόδοση μετοχών. Αν προσθέσουμε σε αυτό, τη θετική οικονομική ανάπτυξη, την οποία είχαμε το τελευταίο έτος, οι μετοχές και τα άλλα επικίνδυνα ενεργητικά ανεβαίνουν.
Ο Atul Lele, υπεύθυνος στρατηγικής επενδύσεων στην Deltec, ορίζει την «πλεονάζουσα ρευστότητα» ως ανάπτυξη του δείκτη Μ2 διαιρεμένη από την ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής, την οποία στη συνέχεια προσαρμόζει για τον πληθωρισμό.
Δείχνει μια σαφή καθυστέρηση στη σχέση μεταξύ της ρευστότητας που ορίζεται με αυτό τον τρόπο και της απόδοσης των μετοχών σε σχέση με τα μετρητά. Η πτωτική πορεία της αύξησης της ρευστότητας αντικατοπτρίζεται 12 μήνες αργότερα από τη μείωση της αύξησης των μετοχών.
Αυτό είναι σημαντικό επειδή, καθώς ο Jim Paulsen, υπεύθυνος στρατηγικής επενδύσεων στην Leuthold, δείχνει ότι οι εξάμηνοι ρυθμοί ανάπτυξης του M2 και του ΑΕΠ είναι πλέον ίσοι.
Με μία μόνο σύντομη διακοπή, η πλεονάζουσα ρευστότητα αυξάνεται από το 2010, αλλά με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα να ετοιμάζεται για αύξηση των επιτοκίων, μειώνοντας ταυτόχρονα τον ισολογισμό της, οι επενδυτές πρέπει να έχουν ως βασικό σενάριο ότι η πλεονάζουσα ρευστότητα θα συρρικνωθεί κατά το επόμενο έτος.
Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα συντριβή, αλλά θα πρέπει να περιμένουμε μικρότερες από τον μέσο όρο αποδόσεις στις μετοχές. Τα ετήσια κέρδη του S & P 500, από το 1959, ήταν μόνο 4,3% κατά τη διάρκεια περιόδων συρρίκνωσης της ρευστότητας, σύμφωνα με τον κ. Paulsen, έναντι 12% όταν η ρευστότητα αυξάνεται.
Αυτό δεν είναι απαραιτήτως λόγος για έξοδο από την αγορά, καθώς η οικονομία αναπτύσσεται, αλλά είναι ασφαλώς λογικό να βγει κανείς από τους τομείς που είναι πιο ευαίσθητοι στα επιτόκια.
Το carry trade -η επένδυση σε νομίσματα με υψηλότερα επιτόκια μέσω δανεισμού σε νομίσματα με χαμηλά επιτόκια - επέστρεψαν ήταν μια αξιόπιστη παραγωγή χρήματος αφότου υπέστησαν συντριβή λόγω της κρίσης του 2008. Αυτή θα ήταν η κατάλληλη στιγμή να πάρετε τα κέρδη.
Από εκεί και πέρα, στις χρονικές περιόδους που στενεύει η ρευστότητα στις ΗΠΑ, από το 1990, έχει παρατηρηθεί χαμηλή απόδοση των αμερικανικών μετοχών σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, σύμφωνα με τον κ. Paulsen. Αυτό έχει ήδη αρχίσει να συμβαίνει φέτος, με τον S&P 500 να βρίσκεται πίσω από δείκτες που παρακολουθούν τον υπόλοιπο κόσμο εξαιρώντας τις ΗΠΑ κατά περίπου δύο ποσοστιαίες μονάδες.
Καθώς άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες είναι πολύ πιο πίσω από τη FED, όσο αφορά τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, θα ήταν λογικό να αναμένουμε να συνεχιστεί. Πρέπει να προετοιμαστούμε για μια μακρά περίοδο υποαπόδοσης των ΗΠΑ που υπεραπέδωσαν διαρκώς από το τέλος του 2007 μέχρι το τέλος του περασμένου έτους.
Εντός των μετοχικών αγορών, οι τομείς «υποκατάστατων ομολόγων», όπως οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και οι τηλεπικοινωνίες τείνουν να υποαποδίδουν όταν συρρικνώνεται η ρευστότητα. Μετά το «κυνήγι της απόδοσης» την περίοδο που ακολούθησε την κρίση, τα «υποκατάστατα των ομολόγων» έχουν ακόμα περιθώρια υποχώρησης, οπότε αυτός ο τομέας πρέπει να αποφεύγεται.
Εν τω μεταξύ, ο κ. Paulsen δείχνει ότι η ενέργεια είναι ο τομέας με τις καλύτερες επιδόσεις, κερδίζοντας τον S&P κατά 5,9 εκατοστιαίες μονάδες, όταν η ρευστότητα σφίγγει.
Ο τομέας της ενέργειας έχει μείνει πίσω από την έναρξη της κρίσης και οι μετοχές πετρελαίου δεν έχουν ανακάμψει πολύ μετά την αύξηση των τιμών του πετρελαίου φέτος, οπότε ο τομέας αυτός θα πρέπει να ωφεληθεί, τουλάχιστον σε σχετικούς όρους, καθώς ο «χυμός» της αύξησης της ρευστότητας αφαιρείται από τις αγορές περιουσιακών στοιχείων.
© The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation