Η διαφορετική οπτική των αξιωματούχων της Fed και των αγορών δεν θα μπορούσε να είναι πιο έκδηλη. Οι κεντρικοί τραπεζίτες προβλέπουν ότι τα επιτόκια θα πρέπει να αυξηθούν πριν το τέλος του έτους και ότι θα γίνουν τρεις ακόμα αυξήσεις επιτοκίων την επόμενη χρονιά, ενώ οι αγορές προετοιμάζονται για μία μόνο αύξηση επιτοκίων από τώρα και ως το τέλος του 2018.
Ποιος έχει δίκιο; Από την απάντηση στο ερώτημα αυτό κρέμονται οι παγκόσμιες αγορές.
Πρέπει να επισημάνουμε πως η Fed τήρησε τον λόγο της όσον αφορά στις αυξήσεις επιτοκίων φέτος, σε αντίθεση με το 2015 και το 2016, όταν τα λόγια για σύσφιξη της πολιτικής δεν ακολουθήθηκαν από ανάλογες πράξεις.
Στις τελευταίες της δηλώσεις, η πρόεδρος της Fed Τζάνετ Γέλεν προειδοποίησε για τον κίνδυνο να κινηθεί η κεντρική τράπεζα πολύ αργά, παρά το ότι ο πληθωρισμός βρίσκεται κάτω από τον στόχο του 2% της FOMC. Φαίνεται επίσης βέβαιη ότι οι αγορές δεν θα δυσκολευτούν να απορροφήσουν 10 δισ. δολάρια τον μήνα σε treasuries και άλλους τίτλους, καθώς η Fed θα αρχίσει να συρρικνώνει τον ισολογισμό των 4,5 τρισ. δολαρίων.
Είναι μια αρκετά αισιόδοξη στάση, δεδομένου ότι πρόκειται για μια άνευ προηγουμένου επιχείρηση και του ότι η προσαρμογή της αγοράς δεν θα αφορά μόνο το χαρτοφυλάκιο της Fed. Κατά τη διάρκεια της ποσοτικής χαλάρωσης, fund managers από όλο τον κόσμο ρύθμισαν τα χαρτοφυλάκιά τους, λαμβάνοντας υπόψη τις αγορές από τον επίσημο τομέα. Τώρα θα πρέπει να ανακατανέμουν στοιχεία ενεργητικού μακριά από τις οικονομίες που είχαν μεγάλα προγράμματα QE.
Το λιγότερο που μας δείχνει αυτή η απόκλιση προοπτικών είναι πως υπάρχει αρκετά μεγάλη πιθανότητα για μια αναταραχή στις αγορές, ειδικά όταν τα επίπεδα εταιρικού χρέους ανέρχονται σε νέα υψηλά στις ΗΠΑ.
Ωστόσο, οι εκτιμήσεις για το ποια πορεία θα ακολουθήσει η Fed περιπλέκονται από την πιθανή αποχώρηση της κας Γέλεν τον Φεβρουάριο και τα κενά που ήδη υπάρχουν στο Συμβούλιο της Fed. Eίναι άλλωστε μια από τις εξουσίες που έχει ο πρόεδρος Τραμπ, να μετατρέψει αν θέλει τη Fed σε φωλιά «περιστεριών». Η πραγματικότητα για την ανεξάρτητη νομισματική πολιτική είναι πως η ανεξαρτησία δίνεται πάντα υπό όρους.
Ο άλλος παράγοντας που περιπλέκει την κατάσταση είναι οι εξαιρετικά ήπιες πληθωριστικές δυνάμεις στις ανεπτυγμένες οικονομίες και η πραότητα των εργαζομένων απέναντι στα στάσιμα ή μειούμενα εισοδήματα. Οι εξηγήσεις για το μυστήριο γύρω από τους μισθούς είναι πολλές και διάφορες. Αλλά όπως υποστήριξε ο Μαρκ Κάρνεϊ της Τράπεζας της Αγγλίας σε πρόσφατη διάλεξή του σε εκδήλωση του ΔΝΤ, η παγκοσμιοποίηση φαίνεται να έχει αποδυναμώσει τη σχέση ανάμεσα στην εγχώρια αγορά εργασίας και στον εγχώριο πληθωρισμό. Η εισαγωγή όλο και περισσότερων εργατών από τις αναδυόμενες αγορές στην παγκόσμια αγορά εργασίας ασκεί μια περιοριστική επίδραση στο εργατικό δυναμικό του τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών στις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Η σχέση ανάμεσα στην αγορά εργασίας και στον πληθωρισμό φαίνεται να διατηρείται σε παγκόσμιο επίπεδο. Οπότε καθώς η παγκόσμια οικονομία απολαμβάνει μια ευρεία ανάκαμψη, το παγκόσμιο παραγωγικό κενό θα συρρικνωθεί. Ωστόσο παραμένει το ερώτημα πόσοι ακόμα εργαζόμενοι από τις αναδυόμενες αγορές θα μετακομίσουν από την ύπαιθρο σε αστικά κέντρα. Το ζήτημα αφορά κυρίως την Κίνα, όπου οι απόψεις διίστανται για το πόση ακόμα εσωτερική μετανάστευση χρειάζεται.
Αν τα γεράκια της «κεντρικής τράπεζας» έχουν δίκιο πως ο κόσμος θα γίνει ένα πιο πληθωριστικό μέρος, ανακύπτουν ενδιαφέροντα ζητήματα σε σχέση με την πολιτική του να αποσύρεις τις σαμπάνιες τη στιγμή που το πάρτι αρχίζει να παίρνει τα πάνω του. Ο Πολ Βόλκερ χρειάστηκε να επιδείξει ηρωισμό για να αντιστρέψει το πληθωριστικό κύμα κατά τη θητεία του στη Fed από το 1978 ως το 1987.
Αλλά η ανεξάρτητη άσκηση της νομισματικής πολιτικής δεν θα μπορούσε να βρεθεί σε ένα πιο φιλικό περιβάλλον από την περίοδο της αποπληθωριστικής παγκοσμιοποίησης που ακολούθησε.
Σήμερα, το υπόβαθρο είναι λιγότερο ευνοϊκό. Η αξιοπιστία των κεντρικών τραπεζών έχει πληγεί σοβαρά από τη μεγάλη οικονομική κρίση. Οι διανεμητικές επιπτώσεις της απάντησης των κεντρικών τραπεζικών στην κρίση μέσω των προγραμμάτων αγοράς στοιχείων ενεργητικού ενίσχυσε τους λαϊκιστές πολιτικούς που παρατηρούν πως η μη συμβατική νομισματική πολιτική έχει προσφέρει μεγάλα κεφαλαιακά κέρδη στις πλούσιες ελίτ, ενώ έχει κάνει πολύ λιγότερα για τους απλούς πολίτες.
Την ίδια στιγμή, η αύξηση του χρέους σημαίνει πως οι δανειστές είναι όμηροι σε πιθανές αυξήσεις επιτοκίων καθώς θα ομαλοποιείται η νομισματική πολιτική. Ο κίνδυνος είναι οι κεντρικοί τραπεζίτες να βρεθούν διχασμένοι ανάμεσα στις αντιδημοφιλείς και αποσταθεροποιητικές αυξήσεις επιτοκίων που μπορεί να χρειαστούν για τη συγκράτηση του πληθωρισμού και σε μια πιο ήπια προσέγγιση που θα χρειαστεί αν θέλουν να διατηρήσουν την όποια ανεξαρτησία έχουν.
Το δεύτερο θα οδηγήσει, στην πράξη, σε έναν νέο, μη γενναίο κόσμο αέναης ποσοτικής χαλάρωσης.
© The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation