Όταν ο κόσμος αναλογίζεται το πώς κάποιοι επενδυτές έβγαλαν διψήφιες ετήσιες αποδόσεις το 2008 -μια χρονιά κατά την οποία οι αμερικανικές μετοχές βυθίστηκαν σχεδόν 40%-, σκέφτεται παράτολμα και contrarian πονταρίσματα των hedge funds ενάντια σε τράπεζες στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου. Δεν σπεύδει να χαιρετίσει τη σοφία και τη διορατικότητα εκείνων που έτυχε να έχουν στην κατοχή τους μετοχές της κατασκευάστριας του «Μικρό μου Πόνυ» και των «GI Joe».
Κι όμως, η Hasbro, η αμερικανική κατασκευάστρια παιχνιδιών που έχει αυτές τις μάρκες, είναι μία μεταξύ ενός μικρού αριθμού εταιριών του S&P 500 που επέζησαν και που πραγματικά σημείωσαν διψήφιες ανόδους -16% για να ακριβολογούμε- στη διάρκεια του κραχ του 2008. Οι άλλες περιλαμβάνουν τη φορολογική εταιρία H&R Block, που ενισχύθηκε 20%, την εταιρία ανταλλακτικών αυτοκινήτων AutoZone, που κατέγραψε άνοδο 18%, και τη Walmart, που κέρδισε 17,4%. Οι εταιρίες βιοτεχνολογίας Gilead, Celgene και Amgen επίσης ενισχύθηκαν κατά διψήφια ποσοστά.
Σε μια περίοδο κατά την οποία πολλοί ανησυχούν για τεράστιες αποτιμήσεις στο αμερικανικό χρηματιστήριο -ο S&P ανήλθε σε ιστορικό υψηλό-, είναι σημαντικό να αναλογιστούμε γιατί οι μετοχές αυτών των εταιριών όλες κέρδισαν σε αξία στη διάρκεια της αναταραχής από τη χρηματοπιστωτική κρίση.
Μια προφανής θεωρία που ίσως κρύβεται πίσω από τις τόσο καλές επιδόσεις αυτής της αρκετά ανομοιογενούς ομάδας μετοχών το 2008 θα μπορούσε να ήταν πως αυτές οι εταιρίες ήταν σε «αμυντικούς» τομείς, κάτι που σημαίνει πως οι τρομαγμένοι επενδυτές έσπευσαν να τοποθετήσουν τα μετρητά τους σε αυτές, την ώρα που η υπόλοιπη αγορά βυθιζόταν.
Η Amgen, Celgene και η Gilead, όλες εστιάζουν σε φάρμακα και στην ιατρική, έναν τομέα που παραδοσιακά θεωρείται «αμυντικός». Αν τα μόνα σίγουρα πράγματα στη ζωή είναι ο θάνατος και οι φόροι, τότε είναι αναμενόμενες οι εξαιρετικές επιδόσεις της H&R Block.
Ωστόσο, το να προμηθεύεις εξαρτήματα αυτοκινήτων και να πουλάς πλαστικά Πόνυ συνήθως δεν θεωρείται σταθερότατη δραστηριότητα που μπορεί να αντισταθμίσει μια χρηματοπιστωτική «αποκάλυψη». Και αυτό δεν σταματά στο ότι η AutoZone και η Hasbro τα πήγαν πολύ καλά. Οι μετοχές της Pep Boys, ανταγωνίστριας της AutoZone, υποχώρησαν περισσότερο σε σύγκριση με την ευρύτερη αγορά, ενώ η αντίπαλος της Hasbro, Mattel, τα πήγε καλύτερα από τον S&P 500 αλλά και πάλι έκλεισε τη χρονιά πτωτικά.
Αυτό δείχνει πως μια εξήγηση βάσει του τομέα δεν είναι επαρκής. Μια άλλη εξήγηση θα ήταν ότι αυτές οι μετοχές ήταν κατά κάποιον τρόπο «φθηνές» μπαίνοντας στο 2008. Ελάχιστες από αυτές τις εταιρίες είχαν αποτιμηθεί σημαντικά φθηνότερα σε σχέση με την αγορά το 2008 -και κάποιες διαπραγματεύονταν σε premium.
Μια πολύ πιο πειστική εξήγηση για τις καλύτερες επιδόσεις αυτών των μετοχών στη διάρκεια του 2008 προσφέρεται από τη New Constructs, έναν ερευνητικό οίκο που έχει εμμονή με τη σημασία της απόδοσης του επενδεδυμένου κεφαλαίου μιας εταιρίας (ROICs) -ή του πόσα κέρδη βγάζει για κάθε δολάριο που η διοίκησή της έχει επενδύσει στις δραστηριότητές της.
Η New Constructs έχει σημειώσει ότι όλοι οι νικητές του 2008 είχαν ένα κοινό: όλοι παρήγαγαν υψηλά ROICs καθώς εισερχόμασταν στην κρίση. Από τις αρχές του 2008, αυτές οι εταιρίες ως καλάθι έχουν επίσης ξεπεράσει τις επιδόσεις του S&P 500, αν και οι ισχυρές επιδόσεις της AutoZone και της Gilead έχουν ξεπεράσει τις μακράν χαμηλότερες της Amgen και της Celgene.
Σε έναν κόσμο εμμονικό με τα λογιστικά κέρδη, εξακολουθεί να δίνει πλεονέκτημα στους επενδυτές το να αξιολογούν την υποβόσκουσα ποιότητα μίας εταιρίας, βάσει της ικανότητάς της να παράγει κέρδη ανά δολάριο του κεφαλαίου που έχει τοποθετηθεί στις δραστηριότητές της από τη διοίκηση. Από τη λαϊκή σοφία του Γουόρεν Μπάφετ και του Τσάρλι Μάνγκερ μέχρι την ποσοτική έρευνα, υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις για το ότι, σε βάθος χρόνου, η αποτίμηση μιας εταιρίας σχεδόν πάντα θα οδηγηθεί από το βιώσιμο επίπεδο της απόδοσης της κεφαλαιακής της βάσης.
Κατά μία ειρωνεία της τύχης, σε μια περίοδο κατά την οποία το άγχος για τις αποτιμήσεις των αμερικανικών μετοχών εστιάζεται στις μετοχές των τεχνολογικών εταιριών, τα μέλη του S&P 500 που παράγουν μεταξύ των 25 υψηλότερων ROICs σύμφωνα με τους υπολογισμούς της New Construct, είναι η Apple, που είναι πρώτη στον δείκτη, καθώς και το Facebook, η Alphabet και η Microsoft. Όλες έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τον δείκτη από τις αρχές του 2008 και όλες βγάζουν κέρδος τουλάχιστον 27 cents για κάθε δολάριο του κεφαλαίου που έχουν επενδύσει στις δραστηριότητές τους.
Δεύτερη σε όρους ROICs μετά την Apple είναι η MasterCard, η οποία έχει αποδώσει σχεδόν 600% το ίδιο διάστημα -ή 25% ετησίως σε περίοδο σχεδόν μίας δεκαετίας-, έναντι 70% για τον S&P 500. Αυτό δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς, μόλις παρατηρήσει πως η εταιρία βγάζει το απλά καταπληκτικό ποσό των 88 cents για κάθε δολάριο επενδεδυμένου κεφαλαίου.
Το πόσο βιώσιμα είναι αυτά τα τεράστια επίπεδα κερδοφορίας είναι άλλο θέμα και αυτό εντέλει θα καθορίσει τις μακροπρόθεσμες επιδόσεις αυτών των μετοχών. Αλλά για τους επενδυτές που έρχονται αντιμέτωποι με αβέβαιους καιρούς, σημαντική καθησύχαση μπορεί να έρθει από την εστίαση στα σημαντικά πράγματα που οδηγούν τις αποδόσεις κεφαλαίου και από την απομάκρυνση του θορύβου.
© The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation