Έντεκα μήνες έχουν περάσει από όταν το αμερικανικό χρηματιστήριο έκανε άλμα από την είδηση ότι ο Ντόναλντ Τραμπ νίκησε στις προεδρικές εκλογές και από την υπόθεση ότι θα ακολουθούσαν σαρωτικές μειώσεις στον εταιρικό φόρο. Έπειτα από πολλές πολιτικές περιπέτειες και συναγερμούς, η νέα κυβέρνηση φτάνει επιτέλους στο θέμα που η Wall Street θεωρεί πως είχε πραγματική σημασία εξαρχής -τη φορολογία.
Όλοι έχουν μάθει ότι τα πολιτικά μειονεκτήματα είναι πολλά στην εποχή του Τραμπ. Οι προτεραιότητές του είναι πολύ δύσκολο να κατανοηθούν και η ευερέθιστη σχέση του με τους Ρεπουμπλικάνους του Κογκρέσου είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Αλλά η αρχική αντίδραση σε ένα σχέδιο που παραμένει ασαφές επιβεβαιώνει κάτι που φαινόταν ήδη από πριν: οι αγορές πρώτα υπερεκτίμησαν με μανία την προοπτική μεγάλων μειώσεων στους φόρους, αλλά τώρα την υποτιμούν με μανία.
Η εξακρίβωση του αν θα συμβεί ή όχι συνιστά πολιτική κρίση. Ο Λευκός Οίκος και οι πλειοψηφίες των Ρεπουμπλικάνων και στα δύο κοινοβούλια του Κογκρέσου συμφωνούν πως μια περικοπή στον εταιρικό φόρο είναι επιθυμητή, αλλά θα γίνει πολιτικός καβγάς για τον ανώτατο φορολογικό συντελεστή για τα φυσικά πρόσωπα και για το αν οι μειώσεις θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν από περικοπές δαπανών ή να επιτραπεί μια αύξηση στο έλλειμμα. Ο χώρος των πολιτικών προβλέψεων, όπως η Predictit, δεν έχουν κινηθεί πολύ τελευταία, και δείχνουν πως η πιθανότητα να εγκριθεί φέτος μια μείωση εταιρικού φόρου είναι περίπου 30%.
Η εγγενής μη προβλεψιμότητα της κατάστασης δημιουργεί θετικά και αρνητικά ρίσκα παντού, αλλά το μεγαλύτερο ρίσκο αυτή τη στιγμή είναι «θετικό» για τις αμερικανικές μετοχές.
Αυτό οφείλεται, αρχικά, στο ότι η αγορά φαίνεται να έχει υποτιμολογήσει οποιαδήποτε πιθανότητα μείωσης φόρου. Το καλάθι της Goldman Sachs για τις 50 εταιρίες του S&P 500 με τον υψηλότερο πραγματικό (effective) φορολογικό συντελεστή (οι οποίες πρόκειται να ωφεληθούν περισσότερο), είχαν κατά 11% χειρότερες επιδόσεις από τις 50 εταιρίες με τον χαμηλότερο πραγματικό φορολογικό συντελεστή, από τον περασμένο Δεκέμβριο, καθώς η αγορά απέκλεισε οποιαδήποτε πιθανότητα μείωσης. Οι εταιρίες με τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές είχαν την περασμένη εβδομάδα κατά 2,3% καλύτερες επιδόσεις.
Οι απότομες κινήσεις της Τετάρτης στις αγορές ξένου συναλλάγματος και χρέους, με τις αποδόσεις ομολόγων να αυξάνονται σε όλο τον κόσμο και το δολάριο να συνεχίζει την ανάκαμψή του, επίσης έδειξαν πως οι αγορές δεν πήραν στα σοβαρά την πιθανότητα μιας μείωσης φόρου.
Κι όμως, οι προτάσεις θα ήταν πολύ μεγάλη υπόθεση αν εγκρίνονταν, τουλάχιστον για τις αμερικανικές μετοχές και τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Αφού εγκατέλειψαν διάφορες ιδέες φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων, όπως η προσαρμογή του συνοριακού φόρου, το σχέδιο που προσέφερε η κυβέρνηση για τις εταιρίες φαίνεται να έχει τρία βασικά στοιχεία: μια μείωση στον βασικό φορολογικό συντελεστή για τις εταιρίες από 35% σε 20%, έναν «φόρο επαναπατρισμού» που καταβάλλεται μία φορά για να ενθαρρυνθούν οι εταιρίες να φέρουν χρήματα πίσω στις ΗΠΑ και μια αλλαγή που θα επιτρέπει στις επιχειρήσεις να διαγράφουν άμεσα όλες τις νέες αποσβέσιμες επενδύσεις.
Σύμφωνα με τον David Kostin της Goldman Sachs, κάθε υποχώρηση μίας ποσοστιαίας μονάδας στον εταιρικό φορολογικό συντελεστή προσθέτει ένα δολάριο στα αναμενόμενα κέρδη ανά μετοχή του S&P 500, που αυτή τη στιγμή διαμορφώνονται περίπου στα 130 δολάρια για του χρόνου και έχει κινηθεί ανοδικά λόγω της υπόθεσης πως δεν θα πραγματοποιηθεί μείωση στον φόρο. Αυτό υπονοεί πως η μείωση φόρου, αν περάσει μέχρι το τέλος της χρονιάς, θα φέρει έκτακτη άνοδο περίπου 11,5% στα αναμενόμενα κέρδη για του χρόνου. Προφανώς, αυτό είναι μεγάλη υπόθεση.
Ωστόσο, η διαφορά μεταξύ εκείνων που κερδίζουν τα περισσότερα και τα λιγότερα είναι μεγάλη και διευρύνεται. Σύμφωνα με την Deutsche Bank, η διαφορά μεταξύ του φόρου που πληρώνουν το ανώτερο και το κατώτερο πεμπτημόριο του S&P 500 διευρύνθηκε σε λίγο πάνω από 10 ποσοστιαίες μονάδες το 2002. Βρίσκεται τώρα κοντά στις 21 ποσοστιαίες μονάδες, πίσω στα υψηλά του από το 1986, πριν την τελευταία μεγάλη φορολογική μεταρρύθμιση.
Αν πραγματοποιηθεί η μείωση, θα μπορούσε να φέρει σημαντική ανατάραξη στα πρόσφατα μοτίβα της αγοράς. Οι εταιρίες τεχνολογίας είναι διαβόητα καλές στη φοροαποφυγή και πληρώνουν μόνο 23%, σύμφωνα με την Deutsche Bank. Επομένως θα αποσπάσουν πολύ μικρό όφελος -αν και κάποια από τα μεγαλύτερα ονόματα, περιλαμβανομένων της Apple και της Microsoft, θα επαναπάτριζαν μετρητά που θα μπορούσαν μετά να διανείμουν σε μερίσματα και οι ακτιβιστές θα είναι έτοιμοι να τους πείσουν αν το κάνουν.
Η Healthcare, επίσης στη μόδα τα τελευταία χρόνια, επίσης πληρώνει πολύ χαμηλό πραγματικό φόρο, στο 24%.
Στο μεταξύ, ο τομέας που πρόκειται να κερδίσει περισσότερο είναι μακράν η ενέργεια, η οποία πληρώνει φόρο 38%. Μια τοποθέτηση «long στην τεχνολογία, short στην ενέργεια» θα είχε χάσει ένα κολοσσιαίο 35% ξεκινώντας από τον Δεκέμβριο της προηγούμενης χρονιάς. Οι εταιρίες ενέργειας έχουν αρχίσει να ανακτούν κάποιο έδαφος, χάρη στις αυξανόμενες τιμές του πετρελαίου. Αυτό θα μπορούσε να προχωρήσει ακόμη παραπέρα, αν πραγματοποιηθεί η μείωση φόρου.
© The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation