Πολύ πιθανόν να έχετε ενημερωθεί για τις νέες πολιτικές προμηθειών που έχουν ήδη αρχίσει να εφαρμόζουν οι τράπεζες από την 1η Οκτωβρίου και που πιθανόν να διευρυνθούν από την αρχή του επόμενου έτους.
Οι πολιτικές αυτές στόχο έχουν την αντιμετώπιση των παρενεργειών από το περιβάλλον των αρνητικών διεθνών επιτοκίων και συχνά περιλαμβάνουν μια σειρά χρεώσεων για συναλλαγές και για ενημερώσεις στοιχείων ακόμη και αν αυτές γίνονται με ηλεκτρονικό τρόπο και χωρίς την απασχόληση των εργαζομένων στα γκισέ των καταστημάτων.
Μεταξύ εκείνων που θα επιβαρυνθούν, συγκαταλέγονται σε ορισμένες περιπτώσεις και οι κάτοχοι μακροχρόνιων ασφαλιστικών-επενδυτικών προγραμμάτων περιοδικών καταβολών. Και αυτό, γιατί υπάρχει μία τουλάχιστον τράπεζα που χρεώνει με (μικρού ύψους) προμήθεια κάθε αυτόματη πληρωμή του πελάτη προς τις συνεργαζόμενες ασφαλιστικές εταιρείες.
Αυτό σημαίνει πως ένας ασφαλισμένος ο οποίος καταβάλλει π.χ. κάθε μήνα 100 ευρώ με αυτόματη χρέωση του τραπεζικού του λογαριασμού και επιβαρύνεται με προμήθεια 0,40 ευρώ, θα δει την ελάχιστη εγγυημένη απόδοση του ασφαλιστικού-επενδυτικού του προγράμματος να ψαλιδίζεται στην πράξη κατά 0,40%. Και αν αυτός ο πελάτης έχει προϊόν που απλά εγγυάται το αρχικό του κεφάλαιο, τότε μιλάμε για μια «εξασφάλιση» που ουσιαστικά οδηγεί σε αρνητική απόδοση 0,4%.
Με δεδομένα το περιβάλλον των αρνητικών επιτοκίων και την ανάγκη των εργαζομένων να αποταμιεύουν από τώρα προκειμένου να εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή σύνταξη στο μέλλον, το κράτος οφείλει να επαναφέρει άμεσα τα προϋπάρχοντα φορολογικά κίνητρα στα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά συμβόλαια.