Κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, αρκετές ήταν οι περιπτώσεις εισηγμένων εταιρειών που διέθεταν προνομιούχες μετοχές (π.χ. Παυλίδης, Ιντεάλ, Ηλιοφίν μετέπειτα Χατζηιωάννου, Βιοσώλ, μετέπειτα Unibios) και ορισμένες εξ αυτών τις διατηρούν ακόμη και σήμερα (π.χ. ΤΙΤΑΝ, Εριουργία Τρία Άλφα, Λεβεντέρης, Μπουτάρης).
Και ενώ ο αριθμός των εταιρειών που διέθεταν προνομιούχους τίτλους μειωνόταν σταδιακά, ήρθαν το 2008 οι τράπεζες να εκδώσουν τέτοιες μετοχές, προκειμένου να ενισχυθούν κεφαλαιακά από το Ελληνικό Δημόσιο.
Στη συνέχεια, η εταιρεία Audiovisual προχώρησε σε αυξήσεις του μετοχικού της κεφαλαίου μέσα από την έκδοση προνομιούχων (άνευ ψήφου) μετοχών, οι οποίες όμως είναι υποχρεωτικά μετατρέψιμες σε κοινές μετά από συγκεκριμένο αριθμό ετών.
Και τώρα ακούγεται πως θα υπάρξουν περιπτώσεις υπερχρεωμένων εταιρειών, στις οποίες οι τράπεζες θα αποκτήσουν προνομιούχες μετοχές (συνήθως υποχρεωτικά μετατρέψιμες σε κοινές σε βάθος χρόνου), μέσα από την κεφαλαιοποίηση δανειακών τους υποχρεώσεων.
Μια τέτοια επιλογή έχει αρκετά πλεονεκτήματα:
Πρώτον, ενισχύει δραστικά τους δείκτες κεφαλαιακής διάρθρωσης των δοκιμαζόμενων εταιρειών σε σύγκριση π.χ. με την έκδοση μετατρέψιμων ομολογιακών δανείων.
Δεύτερον, αποφεύγεται η επιβάρυνση των επιχειρήσεων με χρεωστικούς τόκους.
Τρίτον, δεν υποχρεώνονται οι τράπεζες στην υποβολή δημόσιας πρότασης και
τέλος, δίδεται χρονικό περιθώριο αρκετών ετών προκειμένου κάποιος τρίτος (ή ο ίδιος ο βασικός μέτοχος) να εξαγοράσει τις προνομιούχες μετοχές από τις τράπεζες.
Οψόμεθα…