Θεωρητικά, μετά και την πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΤτΕ για την ίδρυση εταιρειών διαχείρισης/απόκτησης μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να πωλήσουν απαιτήσεις από επιχειρηματικά δάνεια που είναι σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών.
Για τις υπόλοιπες κατηγορίες μη εξυπηρετούμενων δανείων υπάρχει προς το παρόν εξαίρεση και η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με το κουαρτέτο τη σταδιακή απελευθέρωση των πωλήσεων.
Ενώ, όμως, η δυνατότητα υπάρχει, δύσκολα θα εξασκηθεί.
Τα distress funds προσφέρουν χαμηλά, προσώρας, τιμήματα και οι τράπεζες δεν θέλουν να πάρουν την ευθύνη να πωλήσουν σε μια χρονική συγκυρία που πιθανώς να αποτελεί την αρχή της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Υπάρχει, όμως, και ένα πρακτικό θέμα.
Η αγορά πώλησης δανείων ανοίγει, χωρίς να έχουν ρυθμισθεί, φορολογικά θέματα. Με το υφιστάμενο καθεστώς, όταν η μεταβίβαση απαιτήσεων δεν διενεργείται από τράπεζα σε τράπεζα, υπάγεται σε τέλος χαρτοσήμου 2,4% επί της αξίας του μεταβιβαζόμενου χαρτοφυλακίου.
Επομένως, κάθε μεταβίβαση προς εταιρεία απόκτησης μη εξυπηρετούμενων δανείων θα επιβαρύνεται με το παραπάνω τέλος. Πρόκειται για ρύθμιση που, όπως σημειώνουν οι τράπεζες, καθιστά «δυσμενέστερους τους όρους λειτουργίας των εταιρειών που θα αδειοδοτηθούν για να αγοράζουν απαιτήσεις από δάνεια ή/και πιστώσεις».
Υπό το παραπάνω πρίσμα, υπάρχει ο κίνδυνος να μη δραστηριοποιηθούν στην απόκτηση δανείων εταιρείες που έχουν εξειδικευθεί στο συγκεκριμένο αντικείμενο λειτουργώντας στο εξωτερικό, περιορίζοντας τις συνθήκες ανταγωνισμού.
Προκειμένου να διευθετηθεί το θέμα, οι τράπεζες ζητούν να απαλλάσσονται οι μεταβιβάσεις χαρτοφυλακίων απαιτήσεων από το τέλος χαρτοσήμου όπως και από κάθε άλλο άμεσο και έμμεσο φόρο και εισφορά (φόρο υπεραξίας, εισφορά του ν. 128/1975).