Έντονες είναι οι συζητήσεις το τελευταίο χρονικό διάστημα για το πόσο μεγάλη ζημιά θα μπορούσαν να υποστούν οι άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (και η ευρωζώνη ολόκληρη) σε περίπτωση αποχώρησης της Ελλάδας.
Όσοι υποστηρίζουν πως οι Ευρωπαίοι έχουν ήδη προστατευθεί σε μεγάλο βαθμό από ένα τέτοιο ενδεχόμενο αναφέρονταν στο γεγονός ότι με εξαίρεση το ελληνικό, οι αποδόσεις κανενός άλλου κρατικού ομολόγου της Ευρώπης δεν έχουν ακολουθήσει την ανιούσα (π.χ. γύρω στο 9,5% για το δεκαετές της χώρας μας, όταν έχουμε το κυπριακό γύρω στο 5,5%, το πορτογαλικό κοντά στο 2,5% και τα αντίστοιχα της Ιταλίας και της Ισπανίας κάτω από το φράγμα του 2%).
Οι διαφωνούντες βέβαια υποστηρίζουν πως ο... ελληνικός κίνδυνος δεν αντικατοπτρίζεται στην αγορά ομολόγων γιατί -σε αντίθεση με το 2012- έχει απαγορευτεί το short selling και έτσι δεν υπάρχει δυνατότητα των κερδοσκόπων να δραστηριοποιηθούν στη συγκεκριμένη αγορά.
Αντίθετα, σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, ο ελληνικός κίνδυνος έχει κάνει αισθητή την παρουσία του στο ευρώ (όπου υπάρχει η δυνατότητα των ανοιχτών πωλήσεων) και έτσι εξηγείται η έντονη υποχώρηση στην ισοτιμία του ευρωπαϊκού νομίσματος.
Ανεξάρτητα πάντως από το ποια άποψη είναι η σωστότερη (συνήθως, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση), το βέβαιο είναι ότι ενώ στην Ελλάδα ο δείκτης Οικονομικού Κλίματος του Δεκεμβρίου κατρακύλησε (98,9 μονάδες, έναντι 102,7 τον Νοέμβριο και 102,0 τον Αύγουστο) σε όλες τις άλλες χώρες του Νότου ο ίδιος δείκτης βελτιώθηκε (Ιταλία από 96,2 το Νοέμβριο στις 97,5 μονάδες, Ισπανία από τις 104,2 στις 105,6 μονάδες, Πορτογαλία από τις 102,3 στις 102,4 μονάδες και για το μέσο όρο της ευρωζώνης είχαμε διατήρησή του στα ίδια επίπεδα).