Μία από τις προκλήσεις της καινοτομίας είναι η απόπειρα να ενσωματωθούν οι κανόνες που ρύθμιζαν τα παραδοσιακά προϊόντα ή τις υπηρεσίες, στο νέο κανονιστικό πλαίσιο. Τα αυτοκίνητα χωρίς οδηγό, για παράδειγμα, χρειάζονται νόμιμη έγκριση για να ταξιδέψουν.
Οι πάροχοι αυτοματοποιημένων επενδυτικών συμβουλών (robo-advisers) βρέθηκαν σε παρόμοια θέση. Όπως ο προγραμματισμός πίσω από τα επαναστατικά οχήματα, έτσι και οι αλγόριθμοι που ρυθμίζουν τα δεδομένα του προφίλ κινδύνου και την αυτοματοποιημένη συμβουλή πρέπει να αναγνωρίζονται ως ίσοι με οποιοδήποτε άλλο είδος επενδυτικού συμβούλου, όπως και να τηρούν τα ίδια standards.
Για παράδειγμα, πρόσφατα η βρετανική Financial Conduct Authority ανακοίνωσε πως τα ρομπότ-σύμβουλοι θα υπόκεινται στους κανόνες για την καταλληλότητα των προσωπικών συστάσεων ή αποφάσεων για συναλλαγή, όπως αυτοί ορίζονται από τη MiFid II, με τον ίδιο τρόπο που υπόκεινται σε αυτή οι άνθρωποι- σύμβουλοι.
Έχοντας πρωτοεμφανιστεί στις ΗΠΑ πριν από λίγα χρόνια (λιγότερα από 10), με εταιρίες όπως οι Betterment και η Wealthfront, οι ηλεκτρονικοί σύμβουλοι ξεκίνησαν να ξεφυτρώνουν στην Ευρώπη και στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού. Σκοπεύουν να εξυπηρετήσουν τις επενδύσεις πελατών ανεξάρτητα από το μέγεθός τους έναντι μέρους μόνο της τιμής που χρεώνεται από τους παραδοσιακούς wealth managers και με ξεκάθαρο τρόπο αμοιβής.
Για παράδειγμα, δεν απαιτείται ελάχιστο ποσό κατάθεσης για να επενδύσει κάποιος μέσω της Betterment, ενώ η Wealthfront δεν χρεώνει για επενδύσεις κάτω των 10.000 ευρώ και μόνο 0,25% πάνω από αυτό το ποσό. Αυτό συγκρίνεται με ένα ποσοστό της τάξης του 1% που συνήθως χρεώνεται από τον υπόλοιπο κλάδο, ο οποίος συχνά κατηγορείται για επιβολή κόστους στον πελάτη, χωρίς αυτό να αποκαλύπτεται.
Οι ηλεκτρονικοί σύμβουλοι συνήθως καθορίζουν τα προφίλ κινδύνου με βάση online ερωτηματολόγια, σύμφωνα με τον Chris Williams, ιδρυτή και πρώην CEO της εταιρίας ηλεκτρονικών συμβούλων Wealth Horizon.
Παγκοσμίως, τα ρομπότ-σύμβουλοι τώρα διαχειρίζονται 30 δισ. δολ., σύμφωνα με στοιχεία του 2015 που προέρχονται από τη συμβουλευτική Oliver Wyman. Η εταιρία αναμένει αυτό το νούμερο να μεγαλώσει στα 500 δισ. δολ. έως το 2020, με 50% του ενεργητικού αυτού να αφορά στη Βόρειο Αμερική. Μεγάλοι wealth managers όπως οι UBS, Goldman Sachs, Blackrock και Charls Swchab έχουν επενδύσει στην καινοτόμο πλατφόρμα.
Οι πολιτικοί έχουν αρχίσει να αρέσκονται στην προοπτική των ηλεκτρονικών συμβούλων. Η FCA σκέφτεται την τεχνητή νοημοσύνη ως τη λύση για το πρόβλημα του «κενού συμβουλευτικής» -δηλαδή την έλλειψη οικονομικά λογικής επαγγελματικής συμβουλής για όσους έχουν μικρότερη άνεση. Οι ρυθμιστικές αρχές έχουν δημιουργήσει μια μονάδα ειδικά για να χειριστεί το πεδίο αυτό. Αλλά ενώ η τεχνητή νοημοσύνη και η έξυπνη χρήση στοιχείων στηρίζουν τις προσπάθειες για τον εκδημοκρατισμό των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, τα πρώτα σινιάλα συναγερμού έχουν ήδη ακουστεί και αφορούν στα όρια και στους κινδύνους του πρώτου κύματος των ηλεκτρονικών συμβούλων.
Τον φετινό Ιούνιο, η Betterment σταμάτησε για λίγο τις συναλλαγές, μετά το χάος που ακολούθησε τη βρετανική ψήφο για έξοδο από την Ε.Ε., κάτι που περιγράφηκε ως μεγάλο μειονέκτημα για τους πελάτες.
Η Mifid II θα μπορούσε να διογκώσει περαιτέρω το κόστος του wealth management καθώς θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι οι πληροφορίες για τους πελάτες είναι ενημερωμένες και να παρέχονται περιοδικές εκθέσεις καταλληλότητας για επιλεκτική διαχείριση, κάτι που οι μικρότερες εταιρίες μπορεί να μην έχουν τους μηχανισμούς να το κάνουν.
«Είμαστε σε αυτό που θα ονόμαζα wealth management 1.0, όπου οι δραστηριότητες γίνονται πιο αποτελεσματικές, πιο σταθερές. Μετά, σε αυτή την πλατφόρμα μπορούμε να οικοδομήσουμε περισσότερα προϊόντα», λέει ο Shaun Port, επικεφαλής επενδύσεων της βρετανικής εταιρίας ηλεκτρονικών συμβούλων Nutmeg. «Προς το παρόν, το πιο κοινό επενδυτικό προϊόν των ρομπότ-συμβούλων τείνει να γίνουν τα Exchange Traded Funds», λέει ο κ. Port. Ο ίδιος προσθέτει ότι το να θεωρεί κανείς πως οι λιγότερο πλούσιοι πελάτες είναι και λιγότερο κερδοφόροι είναι «μια δικαιολογία» και βλέπει μεγάλο όφελος για την κοινωνία στο να τους παρέχονται υπηρεσίες. «Σε αυτούς τους ανθρώπους παρέχονται οπωσδήποτε λιγότερες υπηρεσίες από ό,τι θα μπορούσαν», λέει. «Δεν έχουν πρόσβαση σε λύσεις wealth management. Κάθονται πάνω σε μετρητά».
Αν και οι περισσότεροι άνθρωποι θα προτιμούσαν να συμπληρώσουν τις μεγάλες φόρμες ερωτηματολογίου με την ησυχία τους, αντί να το κάνουν σε επίσημες συναντήσεις με κάποιον εκπρόσωπο, αυτό εγείρει ερωτήματα σχετικά με την ακρίβεια των απαντήσεων που δεν μπορούν να ελεγχθούν μέσω της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης με έναν επαγγελματία: Κανείς δεν θα προσέξει έναν κουρασμένο πελάτη που δεν απαντά συγκεντρωμένος, προκειμένου να τελειώνει στα γρήγορα με το ερωτηματολόγιο.
Η έμφαση εκ μέρους των ρυθμιστικών αρχών στην αντικειμενικότητα και τη διαφάνεια θα υποστηρίξει την υπόθεση των ηλεκτρονικών συμβούλων. Ανάμεσα στις απαιτήσεις της MiFiD II είναι και η ύπαρξη κανόνων για μεγαλύτερα διαφάνεια -κάτι που γενικά ο παραδοσιακός κλάδος κατηγορείται ότι δεν διαθέτει. Τα να παρακολουθεί κανείς τον ρυθμό των εξελίξεων θα συνεχίσει να είναι πρόκληση για τις ρυθμιστικές αρχές ανά τον κόσμο, καθώς οι πιέσεις για να φτιαχτεί ένα γόνιμο περιβάλλον για καινοτομία συνεχίζονται, μαζί με την ανάγκη να προστατευτούν οι καταναλωτές και οι οικονομίες τους. Ο κόσμος των επενδύσεων εξελίσσεται παράλληλα με την κοινωνία.
Η ευχέρεια των πιο νέων γενιών αναφορικά με τη διάδραση και τον διαμοιρασμό προσωπικών και χρηματοοικονομικών στοιχείων on line θα εξακολουθήσει να διαμορφώνει την πρόβλεψη των επενδυτικών υπηρεσιών στο μέλλον.
Μεγάλο μέρος από τις προσδοκίες ανάπτυξης των ηλεκτρονικών συμβούλων στη μελέτη Oliver Wyman βασίζεται σε δημογραφικές εξελίξεις και το συμπέρασμα είναι ότι η σημερινή αγορά-κλειδί των νεαρών πελατών που έχουν σχέση με την τεχνολογία θα έχει στο μέλλον πρόσβαση σε πολύ μεγάλα προς επένδυση ποσά.
Εκεί ωστόσο υπάρχει ένας περιορισμός, λέει ο Alan Miller, συνιδρυτής και επικεφαλής επενδύσεων της εταιρίας wealth management SCM, καθώς η ηλικιακή ομάδα στην οποία το concept των αυτοματοποιημένων συμβούλων στοχεύει, μπορεί να αποδειχθεί απλώς όχι αρκετά εύπορη για να δικαιολογήσει την ύπαρξη των ηλεκτρονικών συμβούλων. «[Η θεωρία λέει ότι] σε 15-20 χρόνια αυτοί οι άνθρωποι θα έχουν ποσά να επενδύσουν και τα ρομπότ θα ωφεληθούν», λέει. Το θέμα με αυτό είναι ότι οι περισσότερες από αυτές τις εταιρίες δεν θα υπάρχουν σε 20 χρόνια. Το άλλο θέμα, δυστυχώς, στη Μ. Βρετανία και αλλού, με τα υψηλά κόστη στέγασης και τους σχετικά χαμηλούς μισθούς, είναι ότι δεν υπάρχουν και πολλά προς επένδυση».
Όπως συμβαίνει και με τα αυτοκίνητα χωρίς οδηγό, οι ηλεκτρονικοί σύμβουλοι έχουν την προοπτική να φέρουν πολλά οφέλη στην κοινωνία, αν τηρηθούν οι κανόνες προστασίας των καταναλωτών. Αλλά όπως και στα καινοτόμα οχήματα, το εγχείρημα θα πρέπει να είναι εμπορικά βιώσιμο για να φέρει πραγματική αλλαγή.
Επιπρόσθετα, οι ρυθμιστικές αρχές θα χρειαστεί να διασφαλίσουν ότι οι πελάτες είναι προστατευμένοι από οποιεσδήποτε τυχόν αποτυχίες σε ό,τι αφορά στην καινοτομία.