Ο κίνδυνος είναι η αβεβαιότητα των αποτελεσμάτων και η ουσία της διαχείρισης κινδύνου είναι η διαχείριση αυτής της αβεβαιότητας.
Υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι να διαχειριστείς τον κίνδυνο: Πρώτον, ποσοτικοποιώντας την αβεβαιότητα των αποτελεσμάτων και ενσωματώνοντάς την στη λήψη αποφάσεων, και δεύτερον, ενισχύοντας τις άμυνες ενάντια στις απώλειες/ζημίες από άσχημες εκβάσεις.
Πάρτε την υπόθεση ενός επενδυτή που θέλει να επενδύσει σε μια ιδιοκτησία. Αν δεν συντρέχει κάποιος αποχρών λόγος, το Λονδίνο είναι προτιμότερο του Δουβλίνου, καθώς οι τιμές των ακινήτων στην αγγλική πρωτεύουσα, ιστορικά, εμφανίζουν πολύ λιγότερες μεταβολές σε σχέση με εκείνες του Δουβλίνου. Το παράδειγμα αυτό αποτελεί έναν τρόπο να ποσοτικοποιηθεί η αβεβαιότητα της μελλοντικής μεταβολής των τιμών ακινήτων. Για δε τις ρυθμιστικές αρχές, μια επενδυτική κατάθεση 30% είναι ασφαλέστερη από μία άλλη 10%. Ακόμη και αν οι τιμές πέσουν κατά 20%, ο επενδυτής θα εξακολουθήσει να κατέχει ένα στοιχείο ενεργητικού που αξίζει περισσότερο από το δάνειο, και είναι λιγότερο πιθανό να σταματήσει να πληρώνει.
Είναι προφανές ότι η ποσοτικοποίηση του κινδύνου και η ενίσχυση των αμυνών είναι συμπληρωματικά και όχι αλληλοαναιρούμενα. Ατυχώς, αυτή η αυταπόδεικτη αλήθεια έχει χαθεί για τις αρχές που ρυθμίζουν τις τράπεζες παγκοσμίως.
Πριν τη χρηματοοικονομική κρίση, υπερβολικά πολλή εμπιστοσύνη είχε δοθεί στα μοντέλα κινδύνου τόσο από τις τράπεζες, όσο και από τις εποπτικές αρχές. Τα subprime δάνεια είχαν μοντελοποιηθεί μαθηματικά, ώστε να είναι τόσο ασφαλή όσο και τα αμερικανικά ομόλογα. Τον Αύγουστο του 2007, ο CFO της Goldman Sachs είδε 25 τυπικές αποκλίσεις στην αγορά, για αρκετές μέρες στη σειρά. Αξίζει να αναφερθεί ότι μια τυπική απόκλιση 7,26 είναι αντίστοιχης συχνότητας με ένα γεγονός που συμβαίνει μία φορά κάθε 13,7 δισ. χρόνια -σχεδόν όση είναι η ηλικία του Σύμπαντός μας.
Οι ρυθμιστικές αρχές εμπιστεύτηκαν την ποσοτικοποίηση του κινδύνου -που είχαν κάνει οι ίδιες οι τράπεζες- για να προσδιορίσουν τις αντοχές των τραπεζών σε όρους κεφαλαίου και ρευστότητας που κατέχουν. «Χαλαρών ρυθμών ρύθμιση» ήταν η φράση που ακουγόταν.
Κίνηση εκκρεμούς
Από τη χρηματοοικονομική κρίση και μετά ωστόσο, η ποσοτικοποίηση του κινδύνου εξέπεσε. Τα μοντέλα κινδύνου αντιμετωπίζονται καχύποπτα -στην καλύτερη περίπτωση και ως παράνομες πράξεις, στη χειρότερη. Το κλίμα αποτυπώνεται καλύτερα σε μια ερώτηση που τέθηκε από τον Andrew Tyrie, πρόεδρο της Treasury Committee του βρετανικού Κοινοβουλίου: «Υπήρξε ποτέ κανείς που να είπε σε έναν κατασκευαστή μοντέλων κινδύνου "μπράβο, καλά το είχες δει -αν δεν είχαμε το μοντέλο αυτό δεν θα το είχαμε εντοπίσει";»
Μετά την οικονομική κρίση χρειαζόταν η επικέντρωση στους κανόνες του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ώστε να επιρρωθεί η ασφάλειά του. Πριν το 2007 κάποιες τράπεζες είχαν τόσο ισχνή προστασία έναντι ζημιών, ώστε ένα 2% πτώσης στην αξία του ενεργητικού τους έφτανε για να τις εκτροχιάσει. Οι περισσότερες τράπεζες είναι τώρα καλύτερα κεφαλαιοποιημένες και ασφαλέστερες από ό,τι ήταν πριν την κρίση. Αλλά από ό,τι φαίνεται, το εκκρεμές της αντιαβεβαιότητας κινήθηκε πολύ μακριά από την ποσοτικοποίηση του κινδύνου προς το μέρος της κανονοκεντρικής προσέγγισης.
Οι επιχειρηματικές αποφάσεις είναι όλο και περισσότερο επηρεασμένες από τις απαιτήσεις των ρυθμιστικών αρχών αντί για τις ανάγκες της οικονομίας ή τη διαχείριση κινδύνου. Από το 2011 έως το 2012, οι 16 μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες αύξησαν την έκθεσή τους σε κρατικό δανεισμό κατά 26%, ενώ μείωσαν την έκθεσή τους σε επιχειρήσεις κατά 9%. Αυτό συνέβη γιατί οι τελευταίοι κεφαλαιακοί κανόνες της Βασιλείας έδωσαν το κίνητρο στις τράπεζες να επενδύσουν σε κρατικό χρέος, ενώ κατέστησαν το επιχειρηματικό κόστος υψηλότερο.
Απαντώντας σε κανόνες που κατέστησαν ολοένα και πιο ακριβό για τις τράπεζες να διακρατούν υψηλότερου κινδύνου εταιρικά ομόλογα, τα dealer inventories του μη κρατικού χρέους είναι 80% χαμηλότερα από το 2007, αν και η αγορά των εταιρικών ομολόγων μεγάλωσε κατά 50%. Περαιτέρω, οι πρόσφατες ρυθμιστικές αλλαγές έκαναν πιο δύσκολο και πιο ακριβό για τις τράπεζες και τους μεγάλους εμπόρους τίτλων να λειτουργήσουν ως market makers, μειώνοντας τη ρευστότητα. Οι αγορές χωρίς ρευστότητα είναι ευμετάβλητες και μπορεί να συμπεριφερθούν υπερβολικά στις κρίσεις. Όχι μόνο αυτό, αλλά η μειωμένη ρευστότητα έχει επιπλοκές για την ευρύτερη οικονομία καθώς αυξάνει το κόστος δανεισμού και επηρεάζει τις επενδυτικές αποδόσεις.
Τι μπορεί να γίνει; Πρώτον και κύριον, οι τράπεζες πρέπει να καταλάβουν ότι τα μοντέλα είναι χρήσιμα εργαλεία, αλλά όχι υποκατάστατα της ανθρώπινης κρίσης και σίγουρα όχι δικαιολογία για την ανάληψη περισσότερης μόχλευσης, όπως συνέβη καθ' οδόν προς την κορύφωση της κρίσης. Η συμπεριφορά των χρηματοπιστωτικών αγορών δεν βασίζεται σε αμετάβλητους νόμους της φύσης και κάθε προσπάθεια να μοντελοποιηθούν με τον τρόπο αυτό είναι σίγουρο πως θα γυρίσει ως μπούμερανγκ. Εξίσου σημαντικό είναι για τους ρυθμιστές να διορθώσουν την πρόσφατη προκατάληψή τους -την πεποίθηση ότι τα πρόσφατα γεγονότα και οι τάσεις θα συνεχιστούν και στο μέλλον.
Οι χρηματοοικονομικές κρίσεις είναι λίγο σαν τις δυστυχισμένες οικογένειες του Τολστόι: Η καθεμία είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο. Μόνο και μόνο επειδή η λανθασμένη ποσοτικοποίηση του κινδύνου συνεισέφερε στην τρέχουσα κρίση, δεν συνεπάγεται ότι αυτό θα συμβεί και με την επόμενη. Οι ρυθμιστικές αρχές δεν θα πρέπει να κοιτάζουν μόνο πίσω τους, καθώς έτσι κινδυνεύουν να αγνοήσουν εντελώς τους μελλοντικούς κινδύνους.
Η ικανότητα της ποσοτικοποίησης και της διαχείρισης κινδύνου βρέθηκε στο κέντρο της ανθρώπινης προόδου σε πεδία τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, όπως η γεωργία, η κατασκευή, η εξερεύνηση του Διαστήματος και η δημόσια υγεία. Το να απομακρυνθεί ο χρηματοοικονομικός κλάδος από τα μοντέλα κινδύνου θα ήταν ατυχές. Η προοπτική δεν περιλαμβάνει την επικράτηση των κανονισμών έναντι των μοντέλων κινδύνου, αλλά τον σχεδιασμό ρυθμιστικών κανόνων με τέτοιον τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η συμπληρωματικότητα των δύο.
*Επικεφαλής της ομάδας πιστωτικής ανάλυσης στη Νational Βank of Abhu Dhabi - Οι απόψεις που εκφράζει εδώ είναι δικές του και όχι του εργοδότη του.