Αν κάποιος είχε επενδύσει 100 δολάρια το 1990 στον αμερικανικό χρηματιστηριακό δείκτη S&P 500, θα είχε αυγατίσει στα 2.000 δολάρια περίπου το 2023, επιτυγχάνοντας 3 και 4 φορές υψηλότερη απόδοση σε σχέση με τις αντίστοιχες άλλων ανεπτυγμένων αγορών. Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί οι Αμερικανοί πιστεύουν στις μακροχρόνιες επενδύσεις σε μετοχές εισηγμένων εταιρειών τους.
Δεν εκπλήσσει λοιπόν που 39 από τις 100 μεγαλύτερες εισηγμένες εταιρείες στον κόσμο είναι αμερικανικές, με αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να έχουν το 42,5% της παγκόσμιας κεφαλαιοποίησης ή 46,2 τρισ. σε σύνολο 109 τρισ. στα τέλη του Ιουνίου του 2023.
Ακολουθεί η Ευρωζώνη με μόλις 11,1% μερίδιο ή 12,1 τρισ. δολάρια και τη γαλλική LVMH να είναι η μεγαλύτερη εταιρεία, και η Κίνα με 10,6% ή 11,5 τρισ. δολάρια, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Χρηματιστηρίων (WFE) και της SIFMA.
Αναμφίβολα, η χαλαρή νομισματική πολιτική των μεγάλων κεντρικών τραπεζών και τα πολύ χαμηλά επιτόκια βοήθησαν τις μετοχές τις προηγούμενες δεκαετίες. Όμως, υπήρχαν κι άλλοι λόγοι. Η οικονομία της Κίνας αυξήθηκε 12 φορές τα τελευταία 20 χρόνια και σε συνδυασμό με την είσοδό της σε διεθνείς χρηματιστηριακούς δείκτες αναφοράς όπως ο MSCI αναδυόμενων αγορών, οι μετοχές των μεγάλων επιχειρήσεών της ακολούθησαν ανάλογη πορεία.
Όμως, αρκετοί αναλυτές, μεταξύ των οποίων και της Goldman Sachs, περιμένουν ότι ο υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης και τα πιο ευνοϊκά δημογραφικά στοιχεία θα δώσουν μεγαλύτερη ώθηση στην Ινδία. Προβλέπουν λοιπόν ότι το μερίδιο της Ινδίας θα φθάσει 4,1% το 2030 και 8,3% το 2050, ξεπερνώντας το αντίστοιχο της ΕΕ ανάμεσα στις 100 μεγαλύτερες εισηγμένες εταιρείες στον κόσμο.
Επομένως, ένας μακροπρόθεσμος επενδυτής θα πρέπει ίσως να ζυγίσει τα δεδομένα και ίσως να κοιτάξει πιο προσεκτικά την Ινδία.