Η συζήτηση για το γάλα έφερε στο προσκήνιο την κτηνοτροφία και τις εισαγωγές κρεάτων αλλά και ζωντανών ζώων.
Όμως, πολλοί δεν γνωρίζουν ότι οι εισαγωγές κρεάτων και ζωντανών ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ ετησίως.
Η κατανάλωση κρέατος δεν αναμένεται να μειωθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια ίσως μάλιστα αυξηθεί αν το βιοτικό επίπεδο αρχίσει να βελτιώνεται. Επομένως, οι εισαγωγές κρεάτων μπορεί να αυξηθούν, επιβαρύνοντας το ισοζύγιο του πρωτογενούς τομέα, δηλαδή της γεωργίας και της κτηνοτροφίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής για την κτηνοτροφία που δεν θα περιορίζεται στη διατήρηση των υψηλών τιμών παραγωγού στο γάλα είναι απαραίτητη. Όχι τίποτε άλλο, αλλά δεν θα χρειάζεται να βαφτίζουμε τις αγελάδες που εισάγουμε από την Ολλανδία, τη Γαλλία και άλλες χώρες ως ελληνικές.
Προς το παρόν, η χώρα δαπανά πάνω από 800 εκατ. ευρώ κάθε χρόνο μόνο για την εισαγωγή νωπού χοιρινού και μοσχαρίσιου κρέατος. Επιπλέον, ξοδεύει πάνω από 120 εκατ. ευρώ για κρέατα και παραπροιόντα σφαγίων, βρώσιμα, νωπά, διατηρημένα με απλή ψύξη ή κατεψυγμένα και πουλερικά.
Οι εισαγωγές κατεψυγμένων ψαριών με εξαίρεση τα φιλέτα ξεπερνούν τα 50 εκατ. ευρώ ετησίως. Για τα φιλέτα και άλλη σάρκα ψαριών, νωπά, διατηρημένα με απλή ψύξη ή κατεψυγμένα, ξοδεύουμε πάνω από 40 εκατ. ευρώ.
Επιπλέον, για παρασκευάσματα και κονσέρβες ψαριών, χαβιάρι και υποκατάστατα αυτού πάνω από 45 εκατ. ευρώ.
Επίσης, η χώρα δαπανά πάνω από 50 εκατ. ευρώ για κατεψυγμένα βοοειδή κρέατα και κοντά στα 30 εκατ. ευρώ για λουκάνικα, σαλάμια και παρόμοια προϊόντα.
Όμως, η χώρα δεν εισάγει μόνο κρέατα αξίας 1 δισ. ευρώ και άνω.
Εισάγει επίσης κάθε χρόνο ζωντανά προβατοοειδή, αιγοειδή και άλλα ζώα όπως κατοικίδια, αξίας 18 εκατ. ευρώ και άνω.