Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Οι θετικές αποδόσεις των δημόσιων εγγραφών

Ενδιαφέροντα στατιστικά στοιχεία που αποκαλύπτουν σημαντικές υπεραποδόσεις των νεοεσερχόμενων στο χρηματιστήριο μετοχών κατά την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσής τους αποκαλύπτει μελέτη του κ. Χρ. Νούνη, πιστοποιημένου αναλυτή και υποψήφιου διδάκτορα στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο.

Οι θετικές αποδόσεις των δημόσιων εγγραφών
Απόδοση 27,5% εμφάνισαν οι νεοεισαχθείσες κατά την περίοδο 1976- 2003 στο ελληνικό χρηματιστήριο εταιρίες κατά την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσής τους, αποκαλύπτοντας το συμφέρον της επένδυσης σε δημόσιες εγγραφές.

Αυτό και άλλα ενδιαφέροντα συμπεράσματα προκύπτουν από τη μελέτη του κ. Χρ. Νούνη, πιστοποιημένου χρηματοοικονομικού αναλυτή και υποψήφιου διδάκτορα στο τμήμα οικονομικών επιστημών του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου.

Η μελέτη επισημαίνει πως το συγκεκριμένο αποτέλεσμα συνάδει με τα αντίστοιχα αποτελέσματα διεξοδικών πανεπιστημιακών ερευνών που έχουν πραγματοποιηθεί διεθνώς για τη μελέτη του φαινομένου της υποτιμολόγησης των δημοσίων εγγραφών.

”Έχει παρατηρηθεί τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό ότι οι τιμές των μετοχών των νεοεισαγόμενων στο χρηματιστήριο εταιρειών παρουσιάζουν ανοδική συμπεριφορά κατά την πρώτη ημέρα εισαγωγής και διαπραγμάτευσής τους στις οργανωμένες αγορές κεφαλαίου”.

Ειδικότερα, στο ελληνικό χρηματιστήριο έχει αποδειχθεί στατιστικά, από μια σειρά ερευνητικών εργασιών που έχουν πραγματοποιηθεί, ότι η αγορά νέων μετοχών κατά την περίοδο των δημοσίων εγγραφών καθίσταται ιδιαιτέρως ελκυστική επενδυτική επιλογή για τους επενδυτές λόγω των υψηλών αρχικών αποδόσεων που αυτές προσφέρουν κατά την πρώτη ημέρα εισαγωγής τους στη χρηματιστηριακή αγορά, αλλά και στην έως και μετά τα πρώτα τρία έτη περίοδο που ακολουθεί την έναρξη διαπραγμάτευσής τους”, αναφέρει ο κ. Νούνης.

Η ακαδημαϊκή κοινότητα και οι φορείς της κεφαλαιαγοράς αναφέρονται ιδιαιτέρως συχνά στο ”Φαινόμενο της Υποτιμολόγησης των Δημοσίων Εγγραφών”.



”Η έννοια της παραπάνω ορολογίας είναι ότι οι νέες εταιρείες εισάγουν τις μετοχές τους στο χρηματιστήριο υποτιμολογημένες, δηλαδή καθορίζοντας, μέσω των αναδόχων τους, μια τιμή διάθεσης χαμηλότερη της πραγματικής τους αξίας προκειμένου να κάνουν ελκυστική προς το επενδυτικό κοινό την έκδοση των τίτλων τους και να επιτύχουν πλήρη απορρόφηση ή και υπερκάλυψη αυτής”, εξηγεί ο ίδιος.

Επιπλέον, η επιτυχής απορρόφηση μιας έκδοσης και ειδικότερα το μέγεθος υπερκάλυψης αυτής από πλευράς επενδυτών παρέχει, από πληροφοριακής πλευράς, ”θετικά σήματα” στην αγορά για την αξία των νέων εταιριών, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στην αύξηση της ζήτησης και της συναλλακτικής δραστηριότητας των νέων μετοχών στη δευτερογενή χρηματιστηριακή αγορά και κατ’ επέκταση στη μεγέθυνση των αποδόσεων, τονίζει ο κ. Νούνης.

Στην Ελλάδα η μέση αρχική απόδοση των δημοσίων εγγραφών που σημειώθηκε στη χρηματιστηριακή αγορά κατά την περίοδο 1987-2002 χαρακτηρίζεται ”πολύ σημαντική” και άγγιξε σε ποσοστό το 49%.

Αναλυτικότερα, η μέση αρχική απόδοση (απόδοση πρώτης ημέρας) των 345 δημοσίων εγγραφών που έλαβαν χώρα στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά κατά τη χρονική περίοδο 1976-2003 ήταν της τάξεως του 27,5%, ενώ η μέση τιμή εισαγωγής την ίδια περίοδο ήταν 5,45 ευρώ και η μέση τιμή κλεισίματος πρώτης ημέρας 7,18 ευρώ. Τα συνολικά κεφάλαια που αντλήθηκαν κατά την υπό εξέταση περίοδο ανήλθαν περίπου στα 8,81 δισ. ευρώ.

Στη μελέτη σημειώνεται επίσης ότι δεν πραγματοποιήθηκαν δημόσιες εγγραφές σε κάθε έτος της υπό εξέταση περιόδου 1976-2003. Έτσι, κατά τα έτη 1979, 1981 έως 1986 και 1989 δεν διενεργήθηκε καμία δημόσια εγγραφή για εισαγωγή νέων μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών.

Ο κ. Νούνης παρατηρεί ακόμη ότι οι μισές από τις 345 εταιρείες που εισήχθησαν στο Χρηματιστήριο Αθηνών (ήτοι οι 171 ή το 49,6% του συνόλου) στην υπό εξέταση περίοδο έχουν εισαχθεί τα τελευταία 6 χρόνια, δηλαδή από το 1998 έως το 2003. Επιπλέον, την ίδια περίοδο αντλήθηκε το 82,3% του συνόλου των αντληθέντων κεφαλαίων. Η συγκεκριμένη περίοδος καλύπτει την εντονότερη φάση ανάπτυξης της εγχώριας κεφαλαιαγοράς περιλαμβάνοντας ολόκληρο τον τελευταίο χρηματιστηριακό κύκλο ανόδου και πτώσεως που διέγραψε το ελληνικό χρηματιστήριο.

Επίσης, οι εισαγωγές νέων εταιρειών εμφάνισαν μία τάση συγκέντρωσης σε κάποια συγκεκριμένα έτη του δείγματος και όχι ευρεία διασπορά σε ολόκληρη την περίοδο 1976-2003. Για παράδειγμα, κατά τα έτη 1990, 1994, 1998, 1999, 2000, 2001 και 2002 πραγματοποιήθηκαν 231 εισαγωγές ή το 66,8% του συνόλου.

Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στο εξωτερικό, αφού σε όλες τις 38 κεφαλαιαγορές που εξετάστηκαν οι αποδόσεις της πρώτης ημέρες ήταν θετικές. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως στις ΗΠΑ η μέση αρχική απόδοση της επένδυσης σε δημόσιες εγγραφές κατά την περίοδο 1960-2001 ήταν 18,4%, στη Μεγάλη Βρετανία η αντίστοιχη απόδοση της περιόδου 1959-2001 ήταν 17,4%, στη Γερμανία η μέση απόδοση για την περίοδο 1978-1999 ήταν 27,7%, ενώ στη Γαλλία το ποσοστό απόδοσης ήταν 11,6% για τη χρονική περίοδο 1983-2000.

* Το πλήρες κείμενο της μελέτης του κ. Νούνη δημοσιεύεται στη δεξιά στήλη ”Συνοδευτικό Υλικό”.



ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v