Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Εθνική: Κινητήρια δύναμη η κατανάλωση

Οι ισχυροί ρυθμοί αύξησης των πραγματικών μισθών, η άνθηση της αγοράς ακινήτων και η ολοκλήρωση της χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης αποτέλεσαν τις βασικές κινητήριες δυνάμεις της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία αποτελεί το 60% του ΑΕΠ. Πώς διαγράφεται το μέλλον.

Εθνική: Κινητήρια δύναμη η κατανάλωση
Η ιδιωτική κατανάλωση, αποτελώντας το 60% του ΑΕΠ, συνιστά έναν βασικό προσδιοριστικό παράγοντα των αναπτυξιακών επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας, επισημαίνει σε ανάλυσή της η Εθνική Τράπεζα.

Την τελευταία τριετία ο μέσος ρυθμός αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης επιταχύνθηκε στα υψηλότερα επίπεδα της δεκαετίας συνεισφέροντας 2,8 ποσοστιαίες μονάδες στο μέσο ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ, που ήταν 4,1%.

Οι ισχυροί ρυθμοί αύξησης των πραγματικών μισθών, η άνθηση της αγοράς ακινήτων και η ολοκλήρωση της χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης αποτέλεσαν τις βασικές κινητήριες δυνάμεις της ιδιωτικής κατανάλωσης.

Αναμφισβήτητα η τρέχουσα συγκυρία χαρακτηρίζεται από την επιδείνωση ορισμένων από τους παράγοντες που ενίσχυσαν την καταναλωτική δαπάνη τα τελευταία χρόνια.

Συγκεκριμένα, οι τιμές του πετρελαίου παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, η απασχόληση αναμένεται να επιβραδυνθεί κατά τη μετα-ολυμπιακή περίοδο, ενώ η αγορά ακινήτων φαίνεται να έχει αποθερμανθεί ήδη από τα τέλη του 2003. Γεννάται εύλογα το ερώτημα αν η κατανάλωση μπορεί να συνεχίσει να αυξάνεται με ρυθμούς ανάλογους του πρόσφατου παρελθόντος.

Οι εξελίξεις στο διαθέσιμο εισόδημα και στην αξία του πλούτου των νοικοκυριών -και συγκεκριμένα της ακίνητης περιουσίας- φαίνεται να αποτελούν τους κυριότερους παράγοντες πίσω από τον καταναλωτικό δυναμισμό του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας μας. Οι υψηλοί ρυθμοί αύξησης των πραγματικών μισθών κατά την τελευταία διετία οδήγησαν σε σημαντική αύξηση του πραγματικού διαθεσίμου εισοδήματος (κατά 3,6% ετησίως σε πραγματικούς όρους), παρά τις σχετικά αναιμικές επιδόσεις στον τομέα της απασχόλησης (περίπου 1% ετησίως).

Συνολικά, η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος εκτιμάται ότι συνεισέφερε περίπου 2,8 ποσοστιαίες μονάδες στο μέσο ρυθμό αύξησης της κατανάλωσης κατά την περίοδο 2001-2003.

Παράλληλα, η εντυπωσιακή αύξηση των τιμών των ακινήτων (κατά 48% σε σταθερές τιμές, την περίοδο 1998-2003) αποτέλεσε τον κυριότερο παράγοντα, πίσω από τη σημαντική αύξηση του πλούτου των νοικοκυριών, ως ποσοστό του ΑΕΠ (η αξία της ακίνητης περιουσίας αυξήθηκε από 340% σε 500% κατά την ίδια χρονική περίοδο).

Η αύξηση αυτή, δεδομένου ότι ως επί το πλείστον θεωρείται διατηρήσιμη, συνεισέφερε 0,3 της ποσοστιαίας μονάδας στο ρυθμό ανόδου της κατανάλωσης, αντισταθμίζοντας πλήρως τις πτωτικές τάσεις στο χρηματοοικονομικό πλούτο των νοικοκυριών (ο οποίος αποτελείται από καταθέσεις, ομόλογα και μετοχές) – κυρίως λόγω της μεγάλης πτώσης των χρηματιστηριακών αξιών.

Η σημαντική πρόοδος στον τομέα της χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης, όπως αντανακλάται στους υψηλούς ρυθμούς αύξησης της πιστωτικής επέκτασης προς τα νοικοκυριά, φαίνεται να χαλάρωσε σημαντικά τον εισοδηματικό περιορισμό για ένα σημαντικό αριθμό νοικοκυριών, επιτρέποντάς τους να επισπεύσουν τις καταναλωτικές τους δαπάνες.

Δεδομένου του σημαντικού περιθωρίου περαιτέρω ανάπτυξης της πιστωτικής επέκτασης προς τα νοικοκυριά, καθώς ο δανεισμός τους υπολείπεται σημαντικά του μέσου όρου της ευρωζώνης (28% του ΑΕΠ τον Αύγουστο του 2004 σε σύγκριση με 48% για την ευρωζώνη), η πιστωτική επέκταση αναδεικνύεται ένας σημαντικός παράγοντας πίσω από τη διατήρηση της ευρωστίας της καταναλωτικής δαπάνης μεσοπρόθεσμα.

Η σημαντική αύξηση του πλούτου των νοικοκυριών φαίνεται έως τώρα να αντισταθμίζει πλήρως την αύξηση των συνολικών δανειακών τους υποχρεώσεων διατηρώντας τις δυνατότητες αποπληρωμής του χρέους τους σε ασφαλή επίπεδα, σε σχέση με την ευρωζώνη.

Οι ευνοϊκές εξελίξεις στον πλούτο και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών σε συνδυασμό με τη μακροοικονομική σταθερότητα, που εξασφάλισε η είσοδος στην ΟΝΕ, οδήγησαν σε σημαντική μείωση του ποσοστού αποταμιεύσεων των νοικοκυριών κατά την περίοδο 1995-2003 (από 16,8% το 1995 σε ένα εκτιμώμενο 10,9% το 2003) με εμφανείς τάσεις σταθεροποίησης κατά την τελευταία διετία. Η μείωση του ποσοστού αποταμίευσης φαίνεται να είναι συμβατή με τις γενικότερες μακροοικονομικές συνθήκες και τη χρηματοπιστωτική απελευθέρωση.

Πέραν τούτου, το τρέχον επίπεδο αποταμίευσης παραμένει σε επίπεδα συγκρίσιμα με αυτά της ευρωζώνης με συνέπεια ο κίνδυνος από μια απότομη επανασυσσώρευση αποταμιεύσεων και συνεπώς μείωση της κατανάλωσης να θεωρείται αμελητέος σε αντίθεση με άλλες χώρες με εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό αποταμίευσης, όπως οι ΗΠΑ.

Οι περισσότερες ενδείξεις συγκλίνουν προς μια διατηρήσιμη δυναμική της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης, κατά τα επόμενα χρόνια, η οποία θα στηριχτεί κυρίως στους σημαντικούς ρυθμούς αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος –προερχομένου κατά κύριο λόγο από τους μισθωτούς- (το οποίο αναμένεται να αυξάνει με ρυθμούς υψηλότερους του 3,3% κατά την επόμενη τριετία), καθώς και στη συνεχιζόμενη σύγκλιση της πιστωτικής επέκτασης προς τα νοικοκυριά προς το μέσο όρο της ευρωζώνης.

Οι παράγοντες αυτοί εκτιμάται ότι θα επιτρέψουν τη διατήρηση ενός μέσου ετήσιου ρυθμού αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης της τάξης του 3,3%, κατά την επόμενη τριετία, αντισταθμίζοντας τις επιπτώσεις από την επιβράδυνση της αγοράς ακινήτων, καθώς και τη φυσιολογική μετα-ολυμπιακή εξασθένιση στους ρυθμούς αύξησης της απασχόλησης.

Το ενδεχόμενο μιας σημαντικής συρρίκνωσης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών από τη διατήρηση των τιμών της ενέργειας στα σημερινά (ή και σε ακόμη υψηλότερα) επίπεδα, καθώς και η πιθανότητα μιας παρατεταμένης περιόδου εξασθένισης της αγοράς εργασίας (που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυξητικές τάσεις στο ποσοστό αποταμίευσης) αποτελούν τους κυριότερους παράγοντες, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επιβράδυνση των προβλεπόμενων ρυθμών αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης.

Σε κάθε περίπτωση, η άρση των περιορισμών ρευστότητας στα νοικοκυριά, καθώς και η επαναφορά της αγοράς ακινήτων σε μια ήπια ανοδική τροχιά αναμένεται να επιτρέψουν τη διατήρηση ενός μακροχρόνιου ρυθμού ανάπτυξης της ιδιωτικής κατανάλωσης -πέραν του 2007– κοντά στο 3%.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v