Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Μελέτη του ΙΟΒΕ για την αγορά φυσικού αερίου

Τις θετικές προοπτικές του φυσικού αερίου στη χώρα μας, αλλά και το στρατηγικό ρόλο που επιτελεί στη χάραξη σύγχρονης ενεργειακής πολιτικής εντοπίζει σε σχετική μελέτη του το ΙΟΒΕ, ενώ επισημαίνει τα κυριότερα προβλήματα της νέας αγοράς και προτείνει δράσεις για την αντιμετώπισή τους.

Μελέτη του ΙΟΒΕ για την αγορά φυσικού αερίου
Τα μεγάλα περιθώρια διείσδυσης του φυσικού αερίου στην εγχώρια αγορά ενέργειας αλλά και το στρατηγικό του ρόλο στη χάραξη μιας νέας σύγχρονης ενεργειακής πολιτικής επισημαίνει σε μελέτη του για τον κλάδο το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ).

Σύμφωνα με τη μελέτη, το φυσικό αέριο, με αιχμή τη ζήτηση από τα νοικοκυριά, τον τομέα μετατροπής και των υπηρεσιών, θα συνεχίσει να εισχωρεί με υψηλούς ρυθμούς στην εγχώρια αγορά ενέργειας και την επόμενη δεκαετία.

Στην περίοδο 1997- 2002, μετά την έναρξη των πρώτων εισαγωγών από τη Ρωσία, η ζήτηση φυσικού αερίου κατέγραψε θεαματικούς ρυθμούς αύξησης, παρουσιάζοντας μέση ετήσια αύξηση της τάξης του 64%. Η συνολική εισαγωγική δραστηριότητα της ελληνικής αγοράς φυσικού αερίου καταγράφει συνεχή διεύρυνση την περίοδο 1997-2001, παρουσιάζοντας μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 80%. Προμηθευτές της ελληνικής αγοράς φυσικού αερίου το 2001 ήταν η Ρωσία με 75% και η Αλγερία με 25%.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΟΟΣΑ και της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, το φυσικό αέριο αναμένεται να διευρύνει εντυπωσιακά το μερίδιο συμμετοχής του στο πρωτογενές ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας, από 6,1% το 2000 σε 17,4% το 2010, επίπεδο όμως αισθητά χαμηλότερο του μέσου ευρωπαϊκού όρου.

Η ελκυστική τιμή του αερίου, τόσο για τη βιομηχανία όσο και για τα νοικοκυριά, αποτελεί ισχυρό πόλο έλξης. Η τιμή του στη βιομηχανία είναι περίπου κατά μέσο όρο 50% χαμηλότερη από την τιμή του πετρελαίου εσωτερικής καύσης (περίοδος 1997-2002), ενώ στον οικιακό τομέα είναι κατά 20% χαμηλότερη από την τιμή του πετρελαίου θέρμανσης και κατά 60% από την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας.

Οι μεγαλύτεροι καταναλωτές φυσικού αερίου το 2001 υπήρξαν ο τομέας μετατροπής με μερίδιο 75%, οι τελικοί καταναλωτές (Βιομηχανία, Υπηρεσίες, Νοικοκυριά, Μεταφορές) με 22% και κατά το υπόλοιπο ποσοστό ο τομέας πρωτογενούς παραγωγής. Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, οι σημαντικότεροι παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση φυσικού αερίου είναι η τιμή του, η εξέλιξη του ΑΕΠ, τα κίνητρα που παρέχονται από την πολιτεία, η πίεση από υποκατάστατα αγαθά, το θεσμικό πλαίσιο, αλλά και η πληροφόρηση για το νέο αυτό ενεργειακό καύσιμο.

Σημειώνεται ότι ο κλάδος λειτουργεί υπό καθεστώς ρυθμιζόμενου μονοπωλίου και οι επιχειρήσεις δεν δέχονται ανταγωνιστικές πιέσεις από ομοειδείς επιχειρήσεις αλλά μόνο από υποκατάστατα προϊόντα. Ανταγωνισμός αναμένεται να προκύψει μετά το 2005 που θα απελευθερωθεί η αγορά φυσικού αερίου, αλλά μόνο σε επίπεδο προμήθειας. Αντίθετα, σε επίπεδο διανομής οι υφιστάμενες ΕΠΑ θα διατηρήσουν το μονοπωλιακό τους δικαίωμα διανομής στις περιοχές που κατέχουν άδεια περίπου για τα επόμενα τριάντα χρόνια.



Η οικονομική κατάσταση του συνόλου των εταιρειών του κλάδου χαρακτηρίζεται ως ικανοποιητική τη διετία 2001-2002, ενώ το 2003 παρατηρήθηκε επιδείνωση. Όπως υπογραμμίζει η μελέτη του ΙΟΒΕ, παράγοντες επηρεασμού της κερδοφορίας του κλάδου είναι η διαπραγματευτική δύναμη των προμηθευτών και πελατών, η πίεση των υποκατάστατων ενεργειακών αγαθών και το θεσμικό πλαίσιο.

Οι εκπρόσωποι του κλάδου επισημαίνουν ως ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της αγοράς την έλλειψη μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού στην Ελλάδα με σαφείς στόχους, στρατηγικές και πολιτικές αντιμετώπισης θεμάτων, όπως η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας, η προστασία του περιβάλλοντος στο πλαίσιο και των διεθνών υποχρεώσεων, η ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη, καθώς και η προσέλκυση επενδύσεων για την επέκταση των υφισταμένων υποδομών.

Η μη τήρηση των προβλεπόμενων όρων ασφαλείας στα κτίρια (που καθιστά απαγορευτική τη χρήση του αερίου), η έλλειψη αποτελεσματικής εκπαίδευσης και πιστοποίησης των τεχνικών, η απουσία συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών (όπως μηχανολόγου-ηλεκτρολόγου μηχανικού και αρχιτέκτονα) από τη φάση σχεδιασμού του κτιρίου ώστε να είναι δυνατή η άμεση σύνδεση της εγκατάστασης με το δίκτυο αερίου, αλλά και η ασυνεπής φορολογική πολιτική και το υψηλό κόστος για την αντικατάσταση του υφιστάμενου εξοπλισμού αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη της αγοράς, ”απονευρώνοντας” το πλεονέκτημα της χαμηλής τιμής του αερίου σε σχέση με τα άλλα καύσιμα.

Κρίσιμο θεωρείται και το ζήτημα της εφαρμοζόμενης τιμολογιακής πολιτικής τόσο στον τομέα μετατροπής όσο και στο βιομηχανικό τομέα. Ως προς τον πρώτο τομέα, η εφαρμοζόμενη πολιτική για απόσβεση της δαπάνης κατασκευής του αγωγού υψηλής πίεσης οδηγεί σε αυξημένη επιβάρυνση της τιμής του φυσικού αερίου, διαμορφώνοντας τιμές που θεωρούνται από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, γεγονός που δρα ανασταλτικά στην υλοποίηση επενδύσεων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής συνδυασμένου κύκλου οι οποίες, εξυπηρετώντας ανάγκες ζήτησης βάσης, δεν είναι δυνατό να ανταγωνισθούν τις λιγνιτικές μονάδες βάσης της ΔΕΗ.

Αντίστοιχα, ως προς το δεύτερο τομέα, οι κατά τόπους Εταιρίες Παροχής Αερίου, πέρα από το ότι προμηθεύονται το φυσικό αέριο από τη ΔΕΠΑ σε αυξημένη τιμή λόγω των αποσβέσεων, είναι υποχρεωμένες να ακολουθήσουν επιθετική πολιτική διείσδυσης στον οικιακό τομέα, καλύπτοντας παράλληλα και τις δαπάνες για τις επεκτάσεις των δικτύων τους. Στην περίπτωση αυτή το κύριο υποκατάστατο προϊόν είναι το πετρέλαιο θέρμανσης, δεδομένου ότι οι προοπτικές υποκατάστασης καταναλώσεων ηλεκτρικής ενέργειας δεν είναι ευοίωνες.

Τα ανωτέρω σε συνδυασμό με την προσπάθεια ενθάρρυνσης των οικιακών καταναλωτών για ανάληψη των δαπανών υποκατάστασης (καυστήρες και συνδέσεις με το δίκτυο) οδηγούν σε εξαιρετικά συμπιεσμένα οικιακά τιμολόγια, με αποτέλεσμα να ελαχιστοποιείται κάθε προοπτική για χαμηλότερα από τα ισχύοντα βιομηχανικά τιμολόγια, που θα οδηγήσουν στην περαιτέρω ανάπτυξη της εγχώριας αγοράς φυσικού αερίου.

Τέλος, όλοι όσοι συμμετέχουν στην αγορά φυσικού αερίου συμφωνούν ότι η ελλιπής ενημέρωση και εκπαίδευση του καταναλωτικού κοινού σε θέματα φυσικού αερίου αποτελεί ιδιαίτερα ανασταλτικό παράγοντα στην προώθηση του φυσικού αερίου.



Σε ό,τι αφορά τις προοπτικές, σύμφωνα πάντα με τη μελέτη, τα τελευταία χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικά βήματα με σπουδαιότερο τις τροποποιήσεις που επιφέρει ο Ν. 3175/03 στο θεσμικό πλαίσιο της αγοράς. Παρ’ όλα αυτά όμως για την περαιτέρω βελτίωση και ανάπτυξη της εγχώριας αγοράς φυσικού αερίου απαιτείται η ικανοποίηση επιπλέον προϋποθέσεων που σχετίζονται κυρίως με το θεσμικό πλαίσιο.

Έμφαση πρέπει να δοθεί και στο θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς οι μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας συνδυασμένου κύκλου θα αποτελέσουν τους μεγαλύτερους καταναλωτές φυσικού αερίου και συνεπώς τους κυριότερους παράγοντες ανάπτυξης της αγοράς.

* Το πλήρες δελτίο Τύπου του ΙΟΒΕ για τη μελέτη επί της αγοράς φυσικού αερίου δημοσιεύεται στη δεξιά στήλη ”Συνοδευτικό Υλικό”.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v