Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Οι ασύμμετρες... επενδύσεις του Nobel Fοundation

Μπορεί η ”ασύμμετρη πληροφόρηση των χρηματοοικονομικών αγορών” των Akerlof, Spence και Stiglitz να έλαβε το βραβείο Νόμπελ του 2001, πλην όμως οι επενδύσεις του φερώνυμου ιδρύματος επλήγησαν από τοποθετήσεις στις ασιατικές αγορές το 1998. Πόσο αμοίβονται οι νομπελίστες και ποιά είναι τα διαθέσιμα του οργανισμού.

Οι ασύμμετρες... επενδύσεις του Nobel Fοundation
Το 1896 αποτέλεσε το έτος αναβίωσης των σύγχρονων Ολυμπιακών αγώνων, αλλά ταυτόχρονα ήταν και η χρονιά κατά την οποία ο Σουηδός βιομήχανος και επιστήμονας Αλφρεντ Νόμπελ απεβίωσε, θέτοντας παράλληλα τις βάσεις για τη δημιουργία ενός διεθνούς ”θεσμού” που θα επιβράβευε την ανθρώπινη διανόηση και δραστηριότητα: Των ομώνυμων βραβείων.

Τα Νόμπελ- αρχικά 5 (Φυσικής, Χημείας, Φυσιολογίας- Ιατρικής, Ειρήνης, Λογοτεχνίας) και 6 κατόπιν (Οικονομίας από το 1969)- θεωρούνται διεθνώς τα σπουδαιότερα βραβεία ”περιβεβλημένα” με υψηλότατο κύρος και παγκόσμια αναγνώριση.

Ο Αλφρεντ Νόμπελ, ήδη από το 1895 είχε γνωστοποιήσει τις προθέσεις του να δημιουργήσει ένα ”ίδρυμα”, το οποίο θα βράβευε κάθε έτος τους κορυφαίους επιστήμονες της προηγούμενης χρονιάς. Προς τούτο στη διαθήκη του άφησε ”παρακαταθήκη” ένα σημαντικό ποσό (ύψους 9 εκ. δολαρίων) για την εκπλήρωση του ονείρου του, ορίζοντας παράλληλα και ορισμένες λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα ότι οι απονομές θα πραγματοποιούνται από 4 διαφορετικά ”ινστιτούτα”- τρία σουηδικά και ένα νορβηγικό (για το τελευταίο μάλιστα επιθυμία του ήταν να απονείμει το πιο αμφιλεγόμενο Νόμπελ, εκείνο της Ειρήνης).

Έτσι από το 1901 και με ελάχιστες εξαιρέσεις, λόγω των δύο παγκόσμιων πολέμων, κάθε έτος στις 10 Δεκεμβρίου απονέμονται τα Βραβεία Νόμπελ. Η βράβευση πέρα από διεθνή αναγνώριση και φήμη συνοδεύεται και από ένα χρηματικό ποσό ύψους 10 εκατομμυρίων σουηδικών κορόνων (1.200.000 εκ. δολάρια), ποσό το οποίο μεταβάλλεται και βαίνει αυξανόμενο (το 1901 το ποσό ανήρχετο σε 150.782 σουηδικές κορόνες).

Το Σουηδικό ινστιτούτο για να καταφέρει να ανταποκριθεί στις οικονομικές ανάγκες που δημιουργήθηκαν επένδυσε ανά το κόσμο το αρχικό κεφάλαιο των 9 εκατομμυρίων δολαρίων, έτσι ώστε τώρα η περιουσία του να ανέρχεται σε 3,9 δισ. κορόνες (380 εκατομμύρια δολάρια).

Οι επενδύσεις του αφορούσαν κυρίως το χώρο του Real Estate (μέχρι το 1970 το 40% αυτών), ενώ από τη δεκαετία του 1980 επεκτάθηκαν σε μεγάλο βαθμό στις μετοχές (50% των επενδύσεων στα μέσα της δεκαετίας του 1980).

Σημαντικό πλήγμα πάντως, αναφορικά με τις επενδύσεις του δέχτηκε το ινστιτούτο από την πτώση των μετοχών στις Ασιατικές αγορές το 1998.

Ακόμη, αν και αυτό μάλλον αποτελεί αντίφαση για το ρόλο του, σημαντική οικονομική υποστήριξη λαμβάνει όταν κάποιος υποψήφιος αρνηθεί συνολικά το βραβείο ή το μόνο το ποσό. Τα χρήματα μένουν επίσης στο ταμείο όταν δεν απονέμεται κανένα βραβείο.

Το Νόμπελ Οικονομίας δεν αναφερόταν στη διαθήκη του Σουηδού βιομήχανου και για αυτό το λόγο μέχρι το 1968 δεν απονεμόταν(πρώτη φορά απονεμήθηκε το 1969). Αν και μεταγενέστερο είναι ισάξιο με τα υπόλοιπα και η απονομή του θεωρείται η ”ύψιστη” τιμή για έναν οικονομολόγο.

Από το 1969 απονεμήθηκαν 33 Νόμπελ Οικονομίας σε 49 άτομα (κάποιες χρονιές τα βραβεία μοιράστηκαν μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ατόμων). Τα ηνία από πλευράς καταγωγής των υποψηφίων κρατούν οι ΗΠΑ με 31 υποψηφιότητες, ενώ ακολουθεί η Μεγάλη Βρετανία με 7, ο Καναδάς, η Νορβηγία και η Σουηδία με 2.

Αναφορικά με την ”πανεπιστημιακή” πρόελευση των βραβευθέντων- και εδώ η σουηδική ακαδημία έχει αποτελέσει αντικείμενο σκληρής κριτικής για τις επιλογές της- το πανεπιστήμιο του Σικάγο έχει ”δώσει” 9 νομπελίστες, ενώ έπονται το Μπέρκλευ, το Χάρβαρντ και το Κέμπριτζ με 4.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ”θέσπισή” Νόμπελ οικονομίας συνάντησε και εν μέρει συμβαίνει ακόμα αυτό, αντιδράσεις από τη ”διεθνή κοινότητα” διότι θεωρήθηκε πως δημιουργεί αντιπαλότητες και ανταγωνισμό ανάμεσα στους οικονομολόγους, χωρίς απαραίτητα να προωθεί την οικονομική έρευνα.

Οι εν λόγω αντιδράσεις σχετίζονται με μια ακόμα αιτία: Τα Νόμπελ ”συνέδραμαν” τον κάτοχό τους και κυρίως τις απόψεις που πρέσβευε, προσανατολίζοντας ανάλογα το ενδιαφέρον του κόσμου. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι αναφέρουμε το παράδειγμα του μέχρι τότε ”άσημου” Αυστριακού Fr. Hayek (βραβείο Νόμπελ 1974 για τις έρευνές του στην αλληλεξάρτηση των οικονομικών και κοινωνικών φαινομένων)όπου μετά την βράβευση του αναθερμάνθηκε το διεθνές ενδιαφέρον για την Αυστριακή οικονομία αλλά και τον ίδιο.

Το παράδειγμα του M. Friedman κινείται περίπου στο ίδιο μήκος κύματος. Η βράβευσή του το 1976 (ανάλυση της καταναλωτικής ζήτησης και θεμάτων σταθεροποιητικής πολιτικής) τον ”εκτόξευσε” στα μάτια της διεθνούς κοινότητας, ενώ ταυτόχρονα προσέδωσε στον μονεταρισμό περισσότερο κύρος και ”νομιμοποίηση”.

Ανεξάρτητα πάντως από οποιαδήποτε κριτική, κανείς δεν αμφιβάλλει για την βράβευση σπουδαίων οικονομολόγων οι έρευνες των οποίων ”άνοιξαν” νέους ορίζοντες στην οικονομική επιστήμη.

Αναφέρουμε ενδεικτικά (ο κατάλογος θα μπορούσε να ήταν ”ατελείωτος”) τον P. Samuelson (1970 - για την συνολική του προσφορά στην οικονομική επιστήμη), τον B. Ohlin (1977 - για τις έρευνές του αναφορικά με το διεθνές εμπόριο), τον J. Tobin (1981 - για την ανάλυσή του σχετικά με τις αγορές και τις σχέσεις αυτών με την ανεργία, τις τιμές και το μέγεθος της παραγωγής) και τον Fr. Modigliani (1985 - για την εμβριθή του ανάλυση αναφορικά με τις χρηματοοικονομικές αγορές).

Το 2001 η Σουηδική ακαδημία απένειμε το Νόμπελ Οικονομίας σε τρεις Αμερικανούς οικονομολόγους: Τους G. Akerlof, M. Spence και J. Stiglitz για τις μελέτες τους αναφορικά με την ασύμμετρη πληροφόρηση από τις χρηματοοικονομικές αγορές.

Μολαταύτα, όσο σπουδαίοι επιστήμονες και αν είναι, πολλές φορές ”λησμονούν” το ρόλο και τη θέση τους, όπως στην περίπτωση του σπουδαίου Καναδού οικονομολόγου R. Mundell (βραβείο Νόμπελ 1999), ο οποίος ερωτώμενος από δημοσιογράφο γιατί η θεωρία του δεν συνάδει με ορισμένα στατιστικά στοιχεία, απάντησε εμφανώς εκνευρισμένος:” Να τους πείτε να ξανακοιτάξουν τα στοιχεία τους γιατί είναι λανθασμένα”.

Αρης Δαμουλάκης

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v