Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

ΙΟΒΕ: Θετικές οι προοπτικές της αγοράς μπίρας

Θετικές διαγράφονται οι προοπτικές της εγχώριας αγοράς μπίρας, όπως προκύπτει από σχετική μελέτη του ΙΟΒΕ, όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται πως η εγχώρια κατανάλωση υπολείπεται σημαντικά της ευρωπαϊκής, ενώ εξέχουσα θέση κατέχει η Αθηναϊκή Ζυθοποιία, καθώς ελέγχει το 90% της αγοράς.

ΙΟΒΕ: Θετικές οι προοπτικές της αγοράς μπίρας
Θετικές διαγράφονται οι προοπτικές της εγχώριας αγοράς μπίρας, όπως προκύπτει από σχετική μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ).

Όπως επισημαίνεται στη μελέτη, η εγχώρια κατανάλωση υπολείπεται σημαντικά της ευρωπαϊκής, ενώ εξέχουσα θέση κατέχει η Αθηναϊκή Ζυθοποιία, καθώς ελέγχει το 90% της αγοράς.

Αναλυτικότερα, όπως αναφέρει το ΙΟΒΕ, στο διάστημα 1996-2001 η εγχώρια κατανάλωση μπίρας εξελίχθηκε σταθερά ανοδικά, από 384 εκατ. λίτρα το 1996 σε 438 εκατ. λίτρα το 2001, και ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής (ΜΕΡΜ) διαμορφώθηκε στο 3%, ενώ επισημαίνεται πως περίπου διπλάσιος, και συγκεκριμένα στο 6,59%, ήταν ο ΜΕΡΜ της αξίας της αγοράς για την ίδια χρονική περίοδο, η οποία το 2001 ανήλθε σε 424 εκατ. ευρώ.

Το ΙΟΒΕ αναφέρει επίσης πως η εγχώρια κατά κεφαλήν κατανάλωση μπίρας θεωρείται χαμηλή (39 λίτρα/άτομο το 2001 σε σχέση με 80,4 λίτρα/άτομο στην Ε.Ε.).

Σύμφωνα πάντα με το ΙΟΒΕ, η υστέρηση που παρατηρείται θεωρητικά δίνει χώρο για σημαντική ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια, προοπτική όμως που πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των διαφορετικών καταναλωτικών προτύπων που επικρατούν στην Ελλάδα σε σχέση με τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες.

Επισημαίνεται ότι στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. παρατηρείται μικρή μείωση της κατανάλωσης μπίρας (μέσος ετήσιος ρυθμός -0,6% για την περίοδο 1996-2001).

Σε ό,τι αφορά τους προσδιοριστικούς παράγοντες της εγχώριας ζήτησης μπίρας, αναφέρεται η εποχικότητα της ζήτησής της (το 75%-78% της ετήσιας ζητούμενης ποσότητας εντοπίζεται από Απρίλιο έως Σεπτέμβριο), η τιμή του προϊόντος, η εξέλιξη της τουριστικής δραστηριότητας, η διαφήμιση και τα καταναλωτικά πρότυπα των ελληνικών νοικοκυριών.

Από την άλλη, σημαντική ”απειλή” για την αγορά μπίρας φαίνεται να αποτελούν τα υποκατάστατα προϊόντα, όπως λοιπά οινοπνευματώδη ποτά (κυρίως τα Ready To Drink ποτά), όπως και άλλα που δεν θεωρούνται στενά υποκατάστατα των οινοπνευματωδών ποτών (αναψυκτικά, χυμοί και εμφιαλωμένα νερά).

Παράλληλα, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, στον ελληνικό κλάδο ζυθοποιίας το 2001 λειτουργούσαν 7 εργοστάσια και απασχολούσαν 1.800 εργαζομένους, αντιπροσωπεύοντας το 0,42% των εργοστασίων και το 1,7% των απασχολουμένων του κλάδου της ζυθοποιίας της Ε.Ε.

Ως αξιοσημείωτη διαφοροποίηση επισημαίνεται το γεγονός ότι τα εγχώρια εργοστάσια παραγωγής ζύθου είναι μεγάλου έως και πολύ μεγάλου μεγέθους (σε όρους απασχόλησης) σε αντίθεση με την τυπική εικόνα της μεταποίησης, δηλαδή τις πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Αναφορικά με τη δομή της εγχώριας αγοράς ζυθοποιίας, σύμφωνα με την ίδια πάντα μελέτη, χαρακτηρίζεται ολιγοπωλιακή, καθώς ηγέτιδα επιχείρηση είναι η Αθηναϊκή Ζυθοποιία, η οποία την περίοδο 1998-2001 κυριάρχησε κατέχοντας συντριπτικά μερίδια αγοράς, που κυμάνθηκαν περί το 90%.

Ωστόσο, σημειώνεται πως το διάστημα 2000 – 2001 το μερίδιο της εταιρίας μειώθηκε κατά 5,18%, προς όφελος της δεύτερης σε μέγεθος εγχώριας ζυθοποιίας, της Μύθος Ζυθοποιία, η οποία κατάφερε να διπλασιάσει σχεδόν το μερίδιό της στο 10% το 2001.

Επίσης, αναφέρεται πως στον κλάδο δραστηριοποιούνται η Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης Α.Ε., η Ζυθοποιία Μακεδονίας - Θράκης Α.Ε. και η Ολυμπιακή Ζυθοποιία Α.Ε.

Σχετικά με τη χρηματοοικονομική εικόνα του κλάδου, το ΙΟΒΕ αναφέρει πως είναι θετική, καθώς τα περισσότερα χρηματοοικονομικά μεγέθη των επιχειρήσεων που εξετάζονται παρουσίασαν ανοδική τάση στο διάστημα 1998-2001, με εξαίρεση τους αριθμοδείκτες αποδοτικότητας.

Ιδιαίτερα σημαντικές είναι η αύξηση των απαιτήσεων (19%) και η μείωση του ταμείου (-43%) και των μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων (-16%).

Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, η ένταση του εσωτερικού ανταγωνισμού στη ζυθοποιία είναι αρκετά ισχυρή, ενώ οι ανταγωνιστικές πιέσεις που προέρχονται από την απειλή εισόδου νέων παραγωγικών επιχειρήσεων στον κλάδο είναι ασθενείς.

Τέλος, αναφορικά με τα μερίδια μεταξύ εγχωρίως παραγόμενης μπίρας και εισαγόμενης, η μελέτη αναφέρει ότι ο Έλληνας καταναλωτής αντιδρά συγκρατημένα στην εισαγωγή νέων μαρκών μπίρας.

Το 90% των πωλήσεων αφορά στις τρεις μεγαλύτερες μάρκες της εγχώριας αγοράς (Heineken, Amstel, Mythos), ενώ οι εισαγόμενες μπύρες (οι οποίες ξεπερνούν τις 160 μάρκες) κατέχουν μόλις το 5%-6% της αγοράς.

Τα επόμενα έτη πάντως αναμένεται ”εισβολή” στην ελληνική αγορά από ”νέες” μάρκες, οι οποίες όμως, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των εκπροσώπων του κλάδου, μεσοπρόθεσμα δεν θα ξεπεράσουν το 5%-6% της συνολικής αγοράς.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v