Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Οξεία επιδείνωση στα οικονομικά της οικογένειας

Στο 54,2% από 41,2% ανέρχεται το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνει επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης το 2002, όπως προκύπτει από έρευνα της ICAP σε 600 νοικοκυριά των αστικών περιοχών. Το 30% περίπου δηλώνει πρόβλημα στον ισοσκελισμό του οικογενειακού προϋπολογισμού. Οι προσδοκίες για το 2003-2004, τι συμβαίνει με Σοφοκλέους - Ακίνητα.

Οξεία επιδείνωση στα οικονομικά της οικογένειας
Σε έρευνα της ICAP σε δείγμα 600 νοικοκυριών των αστικών περιοχών της χώρας τον Ιούνιο 2003, σχετικά με την οικονομική κατάστασή τους το έτος που πέρασε, κυριάρχησε η άποψη ότι υπήρξε επιδείνωση.

Πιο συγκεκριμένα, το ποσοστό εκείνων που εκτίμησαν ότι η οικονομική τους κατάσταση χειροτέρευσε το 2002 ανήλθε σε 54,2% έναντι 41,2% που ήταν το αντίστοιχο μερίδιο του 2001. Ταυτόχρονα, όμως, η μερίδα εκείνων που θεώρησαν ότι η κατάστασή τους βελτιώθηκε αυξήθηκε από 15,7% το 2001 σε 18,7% το 2002.

Στην έρευνα της ICAP, ως βασικός υπεύθυνος της οικονομικής επιδείνωσης θεωρήθηκε η άνοδος του κόστους ζωής. Φαίνεται συνεπώς ότι, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί στο μέτωπο του πληθωρισμού τα τελευταία χρόνια, οι αυξήσεις στις τιμές ορισμένων αγαθών και υπηρεσιών είναι απρόσμενες, γίνονται ιδιαίτερα αισθητές και πλήττουν πλατιά στρώματα των αστικών κέντρων.

Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται και κάποιες ιδιαίτερα ευαίσθητες οικονομικές ομάδες. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα παράπονα για την άνοδο των τιμών είναι ιδιαίτερα έντονα από τους συνταξιούχους.

Η κατηγορία καταναλωτικών προϊόντων στα οποία έγινε περισσότερο αισθητή η άνοδος των τιμών ήταν, με μεγάλη διαφορά από τις υπόλοιπες, τα τρόφιμα (περιλαμβανομένων και των μη αλκοολούχων ποτών). Η αίσθηση αυτή εντείνεται συνεχώς κατά την περίοδο 2000-2002.

Πάντως, η συνεχιζόμενη άνοδος της οικονομικής δραστηριότητας δημιουργεί κερδισμένους. Από την παρούσα έρευνα προκύπτει ότι ο αριθμός των θετικών απαντήσεων ξεπέρασε αυτόν των αρνητικών όσον αφορά σε τρεις παράγοντες βελτίωσης: τη μεταβολή του υπάρχοντος διαθέσιμου εισοδήματος, το ισοζύγιο απόκτησης - απώλειας εισοδημάτων από εργασία και το αντίστοιχο ισοζύγιο εισοδημάτων από άλλες πηγές (πλην χρηματιστηρίου).

Τούτο αποτελεί βελτίωση έναντι των εκτιμήσεων που είχαν καταγραφεί για το 2001 από την προηγούμενη έρευνα, κατά την οποία θετικό ήταν μόνο το ισοζύγιο απόκτησης νέων εισοδημάτων από εργασία.

Οσον αφορά στις μεταβολές της καταναλωτικής δαπάνης κατά το 2002, το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι στις κατηγορίες κατανάλωσης που αφορούν κυρίως σε βασικές ανάγκες (διατροφή, ένδυση-υπόδηση), το μερίδιο του αστικού πληθυσμού που αυξάνει διαχρονικά τη δαπάνη του για τα προϊόντα αυτά διευρύνεται συνεχώς.

Αντίθετα, στην αναψυχή, που είναι η κατηγορία εκείνη της κατανάλωσης που περιλαμβάνει προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής εισοδηματικής ελαστικότητας, αυξάνεται το τμήμα του αστικού πληθυσμού που προχωρεί σε περικοπές της δαπάνης του.

Οσον αφορά στις προσδοκίες για τη μεταβολή της οικονομικής κατάστασης το 2003, το ποσοστό εκείνων που απαισιοδοξούν διευρύνθηκε και ξεπέρασε το 50,0%. Από τη σύγκριση με τις δύο προηγούμενες έρευνες είναι επίσης σαφές ότι οι προσδοκίες βρίσκονται σε καθοδική τροχιά σε όλη τη διάρκεια της τριετίας 2001-2003.

Μάλιστα, οι αρνητικές αυτές προσδοκίες φαίνεται ότι παγιώνονται· Η αύξηση του αριθμού των απαισιόδοξων συμβαδίζει με μείωση εκείνων που δεν είναι βέβαιοι για τις οικονομικές προοπτικές τους. Μικρότερη είναι η μείωση του ποσοστού εκείνων που αισιοδοξούν. Το ποσοστό αυτό όμως είναι αρκετά χαμηλό σε όλη τη διάρκεια της τριετίας και για το 2003 ανήλθε σε 13,2%.

Η κύρια αιτία απαισιοδοξίας είναι και πάλι ο πληθωρισμός. Τα παράπονα μάλιστα για το αυξανόμενο κόστος διαβίωσης εντείνονται σε όλη τη διάρκεια της τριετίας. Αντίθετα, επικρατεί μια ισορροπία μεταξύ αρνητικών και θετικών προσδοκιών όσον αφορά στις προοπτικές του ήδη υπάρχοντος διαθέσιμου εισοδήματος. Τούτο αποτελεί βελτίωση έναντι του 2002, όταν είχαν υπερισχύσει οι αρνητικές απαντήσεις.

Επίσης, και αυτό αποτελεί ίσως το ενθαρρυντικότερο στοιχείο της παρούσας έρευνας, το ισοζύγιο θετικών και αρνητικών απαντήσεων όσον αφορά στις προοπτικές νέων ευκαιριών για απασχόληση είναι θετικό.

Φαίνεται ότι η αναπτυξιακή πορεία της χώρας συντελεί σε αυτή τη βελτίωση, αλλά ίσως αντανακλά και την αίσθηση των νοικοκυριών ότι η χώρα εισέρχεται σε προεκλογική περίοδο.

Οσον αφορά στην αποταμίευση των νοικοκυριών και στην απόκτηση περιουσιακών στοιχείων, από την ανάλυση των απαντήσεων προκύπτει ότι το 27,4% των νοικοκυριών του αστικού χώρου δήλωσαν ότι δεν κατόρθωσαν να ισοσκελίσουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό του 2002 και χρηματοδότησαν το έλλειμμά του είτε ρευστοποιώντας αποταμιεύσεις περασμένων ετών είτε προχωρώντας σε δανεισμό.

Το ποσοστό αυτό είναι αρκετά υψηλότερο από το αντίστοιχο του 2001 που ήταν 20,6%.

Η εξέλιξη αυτή συνοδεύθηκε από συρρίκνωση της μερίδας των νοικοκυριών που δήλωσαν ότι η δαπάνη τους ήταν περίπου ίση με το εισόδημά τους.

Αντίθετα, υπήρξε μόνο μία ανεπαίσθητη μείωση του ποσοστού όσων δήλωσαν ότι κατόρθωσαν να αποταμιεύσουν (από 16,2% σε 15,5%). Η παρουσία νοικοκυριών με αρχηγό συνταξιούχο είναι ιδιαίτερα τονισμένη μεταξύ εκείνων που δήλωσαν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, ενώ μεγάλο τμήμα των οικογενειών με αρχηγό χειρώνακτα του δημόσιου τομέα δήλωσε ότι υπήρξε έλλειμμα στον προϋπολογισμό του 2002.

Από τη σκοπιά της τριετίας 2000-2002, η σχέση εισοδήματος δαπάνης αποκαλύπτει ότι υπάρχει ένα σταθερό ποσοστό νοικοκυριών που αποταμιεύουν και το οποίο κυμαίνεται περί το 15,0%. Παρατηρούνται όμως αρκετά μεγάλες αντίρροπες διαχρονικές αυξομειώσεις στο μερίδιο όσων κατορθώνουν να ισοσκελίσουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό ή που ξοδεύουν περισσότερο από το εισόδημά τους.

Η συνεχισθείσα και κατά το 2002 κρίση του χρηματιστηρίου είχε σαν αποτέλεσμα να μειωθεί το ποσοστό των νοικοκυριών που δήλωσαν ότι επένδυσαν σε μετοχές και μετοχικά Αμοιβαία Κεφάλαια, επισημαίνεται στην έρευνα. Είναι σαφές ότι η τριετία 2000-2002 χαρακτηρίζεται από τη διογκούμενη αποχή των νοικοκυριών από την κεφαλαιαγορά.

Τέλος, μικρή κάμψη (από 15,9% το 2001 σε 14,0% το 2002) καταγράφηκε στο ποσοστό των νοικοκυριών που δήλωσαν ότι απέκτησαν σημαντικό περιουσιακό στοιχείο, όπως οικόπεδο, κατοικία, αυτοκίνητο, κ.λπ. Με δεδομένη τη σημαντική κάμψη στις αγορές νέων αυτοκινήτων το 2002, η οποία καταγράφηκε από την ΕΣΥΕ, αλλά και την τονωμένη λόγω χαμηλών επιτοκίων οικοδομική δραστηριότητα, οι μικρές μεταβολές που καταγράφονται από την παρούσα έρευνα ενδεχομένως να υποκρύπτουν σημαντικές αντίρροπες τάσεις.

* Δείτε δεξιά στο ”Συνοδευτικό Υλικό” το σύνολο της έρευνας της ICAP.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v