Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Προοπτικές - τρωτά σημεία για ξενοδοχειακό κλάδο

Θετικές, υπό προϋποθέσεις, χαρακτηρίζει τις προοπτικές του κλάδου των ξενοδοχείων, μελέτη του ΙΟΒΕ, επικαλούμενη τους Ολυμπιακούς Αγώνες και τα έργα υποδομής. Τρωτό σημείο ο έντονος ανταγωνισμός από χώρες της Μεσογείου, αλλά και τα διοικητικά έξοδα του ΕΟΤ.

Προοπτικές - τρωτά σημεία για ξενοδοχειακό κλάδο
Θετικές, υπό προϋποθέσεις, διαγράφονται οι προοπτικές του κλάδου των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων σε μακροχρόνιο ορίζοντα, όπως προκύπτει από μελέτη του ΙΟΒΕ (Μάιος 2003).

Σύμφωνα με τη μελέτη, οι κυριότεροι λόγοι που οδηγούν στο συγκεκριμένο συμπέρασμα είναι η διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, η ολοκλήρωση μεγάλων έργων υποδομής, αλλά και η ενίσχυση της ειδικής τουριστικής υποδομής.

Πάντως, και παρά τη θετική πορεία που εκτιμάται ότι θα ακολουθήσει ο κλάδος τα επόμενα χρόνια, όπως επισημαίνει ο ΙΟΒΕ στην έρευνά του, ένα μεγάλος αριθμός ξενοδοχειακών επιχειρήσεων εκφράζει έντονη ανησυχία σχετικά με το μέλλον του κλάδου βραχυχρόνια.

Οι ανησυχίες και οι προβληματισμοί επικεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό στον έντονο ανταγωνισμό που αντιμετωπίζει στο σύνολο του ο ελληνικός τουριστικός τομέας από άλλες χώρες όπως είναι οι Τουρκία, Αίγυπτος, Τυνησία, Μαρόκο, Ρουμανία, οι οποίες και δεν συγκαταλέγονται στις παραδοσιακά ανταγωνίστριες χώρες της Μεσογείου που είναι οι Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία.

Στις χώρες αυτές, ο ΙΟΒΕ επισημαίνει πως οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις είναι σε θέση να παρέχουν καλύτερο προϊόν, να λειτουργούν με συγκριτικά χαμηλότερο κόστος, να διαθέτουν το προϊόν σε χαμηλότερες τιμές και να αποκτούν με αυτόν τον τρόπο συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των αντίστοιχων ελληνικών.

Ωστόσο, σύμφωνα πάντα με την έρευνα του ΙΟΒΕ, δεδομένου του ανταγωνισμού που αναπτύσσεται στη διεθνή τουριστική αγορά, για να μπορέσει ο κλάδος να ισχυροποιήσει τη θέση του θα πρέπει να αντιμετωπισθούν μια σειρά από προβλήματα.

Ειδικότερα, η έρευνα επισημαίνει την ανεπαρκή τεχνική υποδομή (μαρίνες), την ανυπαρξία εξειδικευμένου φορέα με ρόλο στον σχεδιασμό και την προβολή τουριστικού προϊόντος, το χαμηλό επίπεδο παρεχόμενης ξενοδοχειακής εκπαίδευσης, την έλλειψη συνέπειας στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, την ύπαρξη μεγάλου αριθμού παράνομων κλινών, αλλά και την υψηλή διαπραγματευτική δύναμη των τουριστικών πρακτόρων.

Βάσει της ίδιας πάντα έρευνας το 60% των επιχειρήσεων του κλάδου θεωρεί ότι η επιχειρηματική τους δραστηριότητα παρεμποδίζεται από έναν αριθμό παραγόντων, ενώ το 35% των επιχειρήσεων θεωρεί ότι η ανεπάρκεια της ζήτησης είναι ο κύριος ανασχετικός παράγοντας της δραστηριότητας τους.

Σε ό,τι αφορά τη χρηματοοικονομική κατάσταση του κλάδου τόσο βραχυχρόνια, όσο και μακροχρόνια δεν θεωρείται ικανοποιητική. Όπως επισημαίνεται στην ανάλυση του ΙΟΒΕ, σύμφωνα με επιλεγμένους αριθμοδείκτες ο κλάδος των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων αντιμετώπισε το διάστημα 1997 – 2001 προβλήματα ρευστότητας και αποδοτικής χρησιμότητας των συνολικών κεφαλαίων.

Επίσης, επισημαίνεται πως η διάρθρωση του κλάδου επηρεάζεται πρωτίστως από τη διαπραγματευτική δύναμη των πελατών (tour operators) οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι το πρότυπο του μαζικού τουρισμού που επικρατεί καθορίζουν τις τιμές των τουριστικών πακέτων αποδυναμώνοντας παράλληλα τη διαπραγματευτική δύναμη των ελλήνων ξενοδόχων.

Επιπλέον, στην ίδια έρευνα του ΙΟΒΕ αναφέρεται πως σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat κατά το 2000 καταγράφονται περισσότερα από 198.000 ξενοδοχεία και καταλύματα στην ΕΕ, στα οποία αντιστοιχούν περίπου 4,22 εκατομμύρια δωμάτια, ενώ κατά την ίδια περίοδο ο μέσος αριθμός δωματίων κατά ξενοδοχειακή μονάδα ήταν 21 δωμάτια.

Το μέσο μέγεθος των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων πάντως, μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών παρουσιάζεται διαφοροποιημένο. Οι μικρότερες επιχειρήσεις εμφανίζονται σε Ιρλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστρία, Γερμανία και Λουξεμβούργο όπου το μέσο μέγεθος ανά μονάδα ανέρχεται στα 24 δωμάτια.

Από την άλλη, μεσαίου μεγέθους ξενοδοχειακές επιχειρήσεις εντοπίζονται στην Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία και την Ιταλία, με μέσο μέγεθος που δεν ξεπερνά τα 29 δωμάτια ανά μονάδα, ενώ μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις εντοπίζονται στη Δανία, την Πορτογαλία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία, με μέσο μέγεθος που πλησιάζει τα 68 δωμάτια ανά ξενοδοχειακό κατάλυμα.

Τέλος, σε όρους συμμετοχής της διαφημιστικής δαπάνης στο σύνολο του προϋπολογισμού των εθνικών οργανισμών τουρισμού, η μελέτη του ΙΟΒΕ αναφέρει πως στην Ελλάδα αντιπροσωπεύει μόλις το 18,7% έναντι 35,7% της Ιταλίας ( η οποία βρίσκεται αμέσως πριν την Ελλάδα) και 83,7% της Πορτογαλίας (η οποία προηγείται).

Η μελέτη του ΙΟΒΕ καταλήγει πως γίνεται φανερό ότι ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού δαπανά σημαντικά ποσά σε διοικητικά έξοδα σε αντιδιαστολή με την πολιτική που ακολουθούν οι κύριες ανταγωνίστριες χώρες.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v