Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Stat Bank:Ερευνα για τους leaders του λιανεμπορίου

Τις δύο παραμέτρους, που αφορούν στην απαγόρευση από τις αρχές του 2002 των πωλήσεων κάτω του τιμολογιακού κόστους καθώς και στις μεγάλες ανατιμήσεις που συνδέθηκαν με το ευρώ και επηρρεάζουν το κλάδο του Λιανεμπορίου, παρουσιάζει σε έκθεσή της η Stat Bank. Ποιοι είναι οι Leaders του κλάδου.

Stat Bank:Ερευνα για τους leaders του λιανεμπορίου
Χωρίς τις μεγάλες εντάσεις των προηγούμενων χρόνων αλλά με ανοικτά αρκετά μέτωπα εξελίσσεται ο χώρος του λιανεμπορίου, επισημαίνεται σε έκθεση της Stat Bank.

Η μετάβαση στο ευρώ ολοκληρώθηκε επιτυχώς, η αγορά λειτουργεί από τις αρχές του χρόνου υπό μια βασική νομοθετική παρέμβαση, την απαγόρευση των πωλήσεων κάτω του τιμολογιακού κόστους, ενώ οι ανατιμήσεις που ”φουντώνουν” τον πληθωρισμό γεννούν διαμαρτυρίες που ”αγγίζουν” και το χώρο των λιανεμπόρων.

Το 2001, όπως αναφέρει η Stat Bank, για τις μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αρνητικό, στο βαθμό που πλειονότητα των μεγάλων αλυσίδων κατέγραψε σημαντική αύξηση κερδοφορίας αλλά και άνοδο στις πωλήσεις. Το 2002 όμως, σύμφωνα με εκπροσώπους του κλάδου, αποτελεί την απαρχή μιας νέας περιόδου.

Η γενικότερη οικονομική κατάσταση μεταβάλλεται προς το χειρότερο, τα ευεργετικά αποτελέσματα της μείωσης των επιτοκίων εξατμίζονται, ενώ η κατανάλωση βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία. Ενόψει αυτών των δεδομένων οι αλυσίδες αγωνίζονται να μειώσουν τα λειτουργικά τους έξοδα και να εξορθολογίσουν το δίκτυο καταστημάτων τους ενώ αναμένεται και νέος γύρος συγκέντρωσης μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων του κλάδου, μετά από ένα περίπου χρόνο ”σχετικής” ηρεμίας.

Το σημαντικότερο γεγονός στο χώρο του λιανεμπορίου υπήρξε αναμφισβήτητα η απαγόρευση από τις αρχές του 2002 των πωλήσεων κάτω του τιμολογιακού κόστους, αναφέρει η Stat Bank. Ο Νόμος 2941/2001 για απαγόρευση των πωλήσεων κάτω του κόστους ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2002 και προβλέπει αυστηρές ποινές για τις περιπτώσεις που προϊόντα πωλούνται σε τιμές χαμηλότερες αυτών που αναγράφονται στο τιμολόγιο, λαμβανομένων υπόψη και των εκπτώσεων.

Η πώληση προϊόντων σε τιμές μικρότερες του τιμολογιακού κόστους υπήρξε για σειρά ετών τακτική των μεγάλων αλυσίδων, κυρίως ξένων. Απέβλεπε αφενός στην προσέλκυση καταναλωτών μέσω προϊόντων που λειτουργούσαν ως ”κράχτες” και αφετέρου στην εξουδετέρωση των μικρότερων αλυσίδων, που δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν στον αδυσώπητο ”πόλεμο τιμών” των μεγάλων παικτών της αγοράς.

Πάντως και σε αυτό το θέμα ίσχυσε το ρητό ”κάθε αρχή και δύσκολη”. Το 2002 μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ, παρά τη σχετική απαγόρευση από την αρχή του έτους, πωλούν για λόγους ανταγωνισμού προϊόντα ”κράχτες” σε τιμές χαμηλότερες από αυτές που τα αγοράζουν.

Για πωλήσεις κάτω του κόστους τους πρώτους μήνες του έτους, δύο μεγάλα σουπερμάρκετ έχουν παραπεμφθεί στην δικαιοσύνη (το ένα μάλιστα 2 φορές), ενώ αρκετές καταγγελίες βρίσκονται σε διαδικασία διερεύνησης, είτε από τη Γενική Γραμματεία Εμπορίου είτε από τον κλαδικό σύνδεσμο, τον ΣΕΣΜΕ. Πρόκειται για περιπτώσεις πώλησης προϊόντων σε τιμές χαμηλότερες από αυτές που αναγράφονται στα τιμολόγια των προμηθευτών.

Ο ΣΕΣΜΕ που αποδίδει ευθύνες στη μη διενέργεια ελέγχων στους κρατικούς φορείς, έχει ήδη δώσει ανέκκλητη εντολή σε συγκεκριμένο δικηγορικό γραφείο να δέχεται τις καταγγελίες των ”πληττόμενων” μελών.

Η αποστολή του γραφείου είναι να ενημερώνει -σε πρώτη φάση- τη διεύθυνση του σουπερμάρκετ που ακολουθεί τιμολογιακή πολιτική κάτω του κόστους και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης να καταγγέλλει τις περιπτώσεις στο ΥΠΑΝ και στην Επιτροπή Ανταγωνισμού.

Μέτωπο στις σχέσεις λιανεμπόρων – προμηθευτών ανοίγει με την κοινοτική οδηγία που θέτει περιορισμούς στις καθυστερήσεις εξόφλησης των πιστώσεων, ένα θέμα που αποτελεί εδώ και χρόνια σημείο τριβής μεταξύ των δυο πλευρών, αλλά ταυτόχρονα αγγίζει και το σύνολο της οικονομίας, επισημαίνει η Stat Bank. Στην οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναγνωρίζεται ότι σε ορισμένα κράτη - μέλη οι καθυστερήσεις πληρωμών αποκλίνουν σημαντικά από τον κοινοτικό μέσο όρο, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η ανάπτυξη των επιχειρήσεων αλλά και η ορθή λειτουργία της κοινής αγοράς.



Η ενσωμάτωση της οδηγίας αυτής στην ελληνική νομοθεσία έχει στόχο την αντιμετώπιση των καθυστερήσεων των πληρωμών που πλήττει κατ’ εξοχήν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις οι εξοφλήσεις λογαριασμών γίνονται σε χρονικές περιόδους που υπερβαίνουν ακόμα και τις εκατό ημέρες.

Από τα μέσα του 2002 και έπειτα ένα ακόμα μεγάλο θέμα που ”άγγιξε” και τον χώρο των σουπερμάρκετ είναι οι μεγάλες ανατιμήσεις που παρατηρήθηκαν στο σύνολο της οικονομίας και συνδέθηκαν με το ευρώ. Οι αυξήσεις στις τιμές που πολλοί θεωρούν ότι δεν αποτυπώνονται πλήρως στον πληθωρισμό (ο οποίος όμως ούτως ή άλλως παραμένει αρκετά πάνω από το μέσο ευρωπαϊκό) οδήγησαν σε αντεγκλήσεις μεταξύ των προμηθευτών, λιανεμπόρων αλλά και οργανώσεων καταναλωτών.

Το φθινόπωρο ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Σούπερ Μάρκετ Ελλάδος αμφισβήτησε ευθέως εκτιμήσεις του ΙΝΚΑ για αυξήσεις σε 34 είδη τροφίμων και ειδών καθαρισμού και υγιεινής που φτάνουν μέχρι και 107,19%, θεωρώντας ότι οι ανατιμήσεις δεν ξεπερνούν το 20%.

Η εισαγωγή του ευρώ υπήρξε ένα ακόμα μέτωπο που αντιμετώπισαν, με επιτυχία, οι λιανέμποροι. Τα σουπερμάρκετ ανέλαβαν εκ των πραγμάτων μεγάλο βάρος (και το ανάλογο κόστος) στην διαδικασία μετάβασης από την δραχμή στο ευρώ.

Εν τω μεταξύ με δεδομένη και την γενικότερη οικονομική δυσπραγία εξακολουθούν να αναπτύσσονται τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Τα πρώτα προϊόντα αυτού του τύπου εμφανίστηκαν την δεκαετία του ’80.

Ουσιαστικά όμως η εξάπλωση τους ταυτίζεται χρονικά με το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90 οπότε διαμορφώθηκαν οι συνθήκες για την εξάπλωση τους στην αγορά. Αφενός η είσοδος των ξένων αλυσίδων ανέδειξε τα οφέλη των private label για την ανάπτυξη της κάθε αλυσίδας και αφετέρου οι μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ απέκτησαν το μέγεθος που τους επέτρεψε που μπορούν να διαχειρίζονται μια τεράστια γκάμα τέτοιων προϊόντων σε δεκάδες επιμέρους κατηγορίες, επισημαίνει η Stat Bank.

Μελέτη του ΙΟΒΕ εκτιμά ότι η αγορά αυτή μπορεί έως το 2005 να ξεπεράσει τα 2 δισ. ευρώ, ενώ σε επίπεδο μεριδίου αγοράς το ποσοστό τους επί του συνόλου των διακινούμενων, μέσω των μεγάλων αλυσίδων, προϊόντων θα φτάσει το 25% έναντι 10% το 2000.

Οι leaders

* Η Carrefour-Μαρινόπουλος, εξακολουθεί να αποτελεί τον μεγαλύτερο πόλο στο χώρο του ελληνικού λιανεμπορίου έχοντας υπό τον έλεγχο της 13 Hypermarket (Carrefour) και 133 Supermarket (Champion Μαρινόπουλος). Ο όμιλος υπό το νέο εταιρικό του σχήμα δημοσίευσε τον πρώτο του ισολογισμό με βάση τον οποίο οι πωλήσεις διαμορφώνονται σε 1,132 εκατ. ευρώ. Η εταιρεία εμφανίζει ζημιές ύψους 15,4 εκατ. ευρώ, οι οποίες όμως σχετίζονται και με τις μεγάλες επενδύσεις που πραγματοποίησε για την δημιουργία νέων πολυκαταστημάτων. Στον όμιλο εντάσσεται και η Dia Hellas η οποία λειτουργεί 230 εκπτωτικά καταστήματα σε όλη την Ελλάδα, με έναν κύκλο εργασιών που ανέρχεται στα 187 εκατομμύρια ευρώ για το έτος 2001. Η εταιρεία ακολουθεί μια επιθετική αναπτυξιακή πολιτική, με την λειτουργία 40 νέων καταστημάτων το χρόνο. Τα καταστήματα Dia αντιπροσωπεύουν την μεγαλύτερη αλυσίδα εκτπωτικών καταστημάτων στην χώρα (η έτερη εκπρόσωπος, η αλυσίδα Lidl έχει αναπτύξει δίκτυο που αριθμεί 86 συνολικά καταστήματα).

* Στην δεύτερη θέση βρίσκεται η αλυσίδα Σκλαβενίτης η οποία συνέχισε και το 2002 στο μοτίβο των προηγούμενων χρόνων εμφανίζοντας σημαντική βελτίωση τόσο των πωλήσεων αλλά και της κερδοφορίας, παρά τις πιέσεις σε επίπεδο ανταγωνισμού. Τα καθαρά προ φόρων κέρδη διαμορφώθηκαν στα 15,1 εκατ. ευρώ έναντι μόλις 12,3 εκατ. ευρώ της χρήσης του 2000, ενώ ο κύκλος εργασιών στο ίδιο διάστημα αυξήθηκε κατά 10,95% και διαμορφώθηκε στα 655 εκατ. ευρώ. Η ελληνικών συμφερόντων αλυσίδα Σκλαβενίτης που έχει επιλέξει να μένει εντός Αττικής και τα τελευταία χρόνια μπήκε και στην αγορά των υπερκαταστημάτων καταφέρνει να διατηρεί περιθώριο κέρδους 2,3%, ποσοστό πολύ υψηλότερο έναντι του μέσου όρου του κλάδου.

* Η εισηγμένη ΑΒ Βασιλόπουλος συνεχίζει τις προσπάθειες ενσωμάτωσης της αλυσίδας Τροφό. Σε επίπεδο μητρικής εταιρείας οι πωλήσεις αυξάνουν, όπως και η κερδοφορία, σε επίπεδο ομίλου όμως παραμένουν οι ζημιές, αν και μειωμένες έναντι της προηγούμενης χρήσης. Η ΑΒ Βασιλόπουλος που έχει ρίξει το βάρος της και στην ανάπτυξη μικρών καταστημάτων, ανέβασε τις πωλήσεις της στα 620 εκατ. ευρώ ενώ τα καθαρά προ φόρων κέρδη προσεγγίζουν τα 11 εκατ. ευρώ.

* Ο όμιλος Βερόπουλου που έχει εντάξει στους κόλπους τους και την αλυσίδα Πανεμπορική, διεκδικεί ρόλο και στις αγορές των Βαλκανίων, έχοντας ήδη σημαντική παρουσία και στα Σκόπια. Το 2001 αύξησε τις πωλήσεις στα 392 εκατ. ευρώ έναντι 364 εκατ. ευρώ ενώ η κερδοφορία διατηρήθηκε στα 1,2 εκατ. ευρώ. Η Μετρό το 2001 δημιούργησε ένα νέο Cash and Carry και τρία supermarket ενώ το 2002 ο προγραμματισμός προβλέπει την δημιουργία δύο Cash and Carry και δύο supermarket. Το δίκτυο καταστημάτων της επιχείρησης αναλύεται σε 23 καταστήματα χονδρικής (Cash and Carry) και 34 καταστήματα supermarket. Αποτέλεσμα της διεύρυνσης του δικτύου καταστημάτων ήταν τα καθαρά κέρδη προ φόρων να αυξηθούν κατά 77% σε σχέση με το 2000 γεγονός που οφείλεται στον περιορισμό των εξόδων. Έτσι η κερδοφορία της εταιρείας έφτασε τα 7,4 εκατ. ευρώ έναντι 4,1 εκατ. ευρώ. Το μεικτό περιθώριο κέρδους της εταιρείας διατηρείται στο 15%, ενώ το καθαρό περιθώριο κέρδους διαμορφώθηκε σε 2,33% έναντι 1,56%, ποσοστό υψηλό έναντι του μέσου όρου του κλάδου.

* Η Ατλάντικ έχει επιλέξει την στρατηγική της συγχώνευσης με άλλες επιχειρήσεις τους κλάδου με πρόσφατα παραδείγματα την Γαληνός Λαουτάρης αλλά και την Άριστα. Μετά από αυτές τις κινήσεις ο όμιλος προβλέπει ότι το 2002 ο τζίρος της θα φτάσει τα 455 εκατ. ευρώ για την τρέχουσα οικονομική χρήση (2002). Η Ατλάντικ που συνεχίζει το επενδυτικό της πρόγραμμα με την ανάπτυξη και λειτουργία νέων καταστημάτων πραγματοποίησε το 2001 πωλήσεις 281 εκατ. ευρώ και κέρδη 924 χιλ. ευρώ, ενώ η Γαληνός Λαουτάρης είχε τζίρο 102 εκατ. ευρώ και τα καθαρά κέρδη σε 441 χιλ. ευρώ.

* Η βορειοελλαδίτικη Μασούτης αντίθετα προχώρησε μέσω εξαγορών άλλων αλυσίδων. Το 1998 απέκτησε μια αλυσίδα 7 καταστημάτων στη Δυτική Μακεδονία, ενώ το 1999, σειρά είχαν τα σουπερμάρκετ 2Α και Αφοι Μπίσκα με 53 καταστήματα. Η τελευταία μεγάλη εξαγορά έγινε το 2001, οπότε εντάχθηκαν τα 39 καταστήματα της αλυσίδας Άλφα-Δέλτα. Έτσι σήμερα ο Όμιλος Μασούτη αριθμεί 141 super-market (εκ των οποίων τα 7 έχουν εμβαδόν πάνω από 1500 τ.μ. και γι’ αυτό χαρακτηρίζονται ως ’’Grand’’). Η εταιρεία προβλέπει συνολικές πωλήσεις 396 εκατ. ευρώ και κέρδη 12 εκατ. ευρώ για το 2002.

* H Πέντε ΑΕ δραστηριοποιείται στο χώρο του λιανεμπορίου αναπτύσσοντας της αλυσίδα καταστημάτων ”Γαλαξίας”. Το 2001 πραγματοποίησε πωλήσεις 230,8 εκατ. ευρώ ενώ η κερδοφορία της υπερεβεί τα 10,1 εκατ. ευρώ. Η εταιρεία παρά την μεγάλη αύξηση των εσόδων της διατήρησε σταθερά τα περιθώρια κέρδους της. Το μεικτό περιθώριο την τελευταία διετία διατηρείται ελαφρά πάνω από το 18% με το καθαρό περιθώριο κέρδους να κινείται πέριξ του 4,4%, ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό για εταιρεία που κινείται στο χώρο του λιανεμπορίου.

* Η Market In στη χρήση του 2001 παρουσίασε κύκλο εργασιών 56,8 εκατ. ευρώ έναντι 49,4 εκατ. ευρώ της χρήσης του 2000, άνοδος που μεταφράζεται σε ποσοστό 15%. Τα καθαρά προ φόρων κέρδη ήταν επίσης αυξημένα σε ποσοστό 66% έναντι της χρήσης του 2000 καθώς από 555 χιλ. ευρώ διαμορφώθηκαν σε 898 χιλ. ευρώ. Το μεικτό περιθώριο κέρδους της εταιρείας παρέμεινε σταθερό καθώς τα μεικτά κέρδη αυξήθηκαν σε ποσοστό ανάλογο με αυτό των πωλήσεων. Τα μεικτά κέρδη και έσοδα ήταν 11,6 εκατ. ευρώ με αποτέλεσμα το μεικτό περιθώριο να διαμορφωθεί σε 20,4%. Αντίθετα το καθαρό περιθώριο κέρδους βελτιώθηκε κατά περίπου μισή ποσοστιαία μονάδα και έφτασε το 1,58%.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v