Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η οικονομική κρίση στη χώρα μας έχει ίσως πολλά πρόσωπα και αφορά μια σειρά ζητημάτων.
Όμως, ως πιστωτική ξεκίνησε, όπως και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, μόνον που εμείς δεν κατορθώσαμε ποτέ να ξανανοίξουμε την κάνουλα της χρηματοδότησης.
Τα περίφημα 240 δισ. ευρώ που εισέρρευσαν στη διάρκεια της τελευταίας τριετίας στη χώρα μας αφορούσαν τις ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους και τις λειτουργικές δαπάνες του δημόσιου τομέα.
Μόνον ένα μικρό μέρος αυτών των χρημάτων διοχετεύτηκε στην πραγματική οικονομία και αφορούσε τις καταναλωτικές δαπάνες μισθωτών και συνταξιούχων του δημοσίου, τις λοιπές λειτουργικές δαπάνες και προμήθειες επίσης του δημοσίου καθώς και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, το οποίο ούτως ή άλλως περικόπτεται σημαντικά και σε ετήσια βάση.
Στον ιδιωτικό τομέα, η πιστωτική επέκταση ήταν και παραμένει αρνητική ή στην καλύτερη περίπτωση χορηγείται με το σταγονόμετρο, και μάλιστα σε τιμές φαρμακείου.
Η πρόσφατη έρευνα της Citi καθιστά σαφές ότι η ελληνική επιχειρηματική κοινότητα καλείται να πληρώσει το ακριβότερο χρήμα στην Ευρώπη, με πραγματικά επιτόκια που κυμαίνονται περί το 8%.
Καλείται δε να ανταγωνιστεί γερμανικές επιχειρήσεις με κόστος χρήματος περί το 2%, γαλλικές με 2,5% και ιταλικές με περίπου 5%.
Αν στην ψαλίδα του κόστους αυτού συμπεριλάβουμε τόσο την υπερφορολόγηση, τις υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, όσο και το εγγενές κόστος που συνοδεύει την ύπαρξη γραφειοκρατίας και αδιαφάνειας στη χώρα μας, είναι να απορεί κανείς που ακόμη δραστηριοποιούνται επιχειρήσεις στην Ελλάδα και πολύ περισσότερο που ορισμένοι ευελπιστούν πως μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη μέσω των εξαγωγών.
Πώς θα κληθούν τα ελληνικά προϊόντα να ανταγωνιστούν και σε τι επίπεδα τιμών τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά; Σε ποιότητα, καινοτομία ή τιμές; Σε ποιους από αυτούς τους τομείς υπερτερούμε;
Κατά πόσον αξιοποίησε η χώρα μας τις εποχές των παχέων αγελάδων, όταν το πραγματικό κόστος χρήματος δεν υπερέβαινε το 2% ή το 2,5% για τα επιχειρηματικά δάνεια και ταυτόχρονα εισέρρεαν αφειδώς τα κοινοτικά κονδύλια για την υλοποίηση μεγάλων ή μικρότερων έργων;
Το κόστος χρήματος για μια χώρα-μέλος της ευρωζώνης συνδέεται κύρια με το λεγόμενο ρίσκο χώρας.
Στην πατρίδα μας το ρίσκο αυτό παραμένει υψηλό εξαιτίας, κυρίως, της αβεβαιότητας που επικρατεί σχετικά με το δημόσιο χρέος και δευτερευόντως με την πολιτική σταθερότητα.
Όσο παρατείνεται η διττή αυτή αβεβαιότητα, διαιωνίζεται και ο φαύλος υφεσιακός κύκλος, που στερεί εδώ και τόσο καιρό από το τραπεζικό σύστημα τη δυνατότητα να κάνει τη δουλειά του, δηλαδή να δανείζει.
Αντίστοιχα, στερεί την ελληνική επιχειρηματική κοινότητα από χρήμα, και μάλιστα σε προσιτό επιτοκιακό κόστος.
Αντίθετα, η ύφεση βαθαίνει, νοικοκυριά και επιχειρήσεις αδυνατούν ολοένα και περισσότερο να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις, με αποτέλεσμα τα λεγόμενα κόκκινα δάνεια να πληθαίνουν και να στερούν ακόμη περισσότερο από τις τράπεζες τη δυνατότητα να κάνουν τη δουλειά αυτή.
Η κατάσχεση και ο εκπλειστηριασμός ακινήτων, που τόσο διακαώς εμφανίζεται να επιθυμεί η τρόικα, συνιστούν κάτι λιγότερο από ασπιρίνη για τη θεραπεία αυτού του προβλήματος των ελληνικών τραπεζών.
Απαιτείται πολύ ισχυρότερο γιατρικό, το οποίο ασφαλώς αφορά τους εταίρους και δανειστές μας και τις αποφάσεις που εκείνοι θα κληθούν να λάβουν σχετικά με το ενδεχόμενο απομείωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Αφορά όμως και την ελληνική πολιτική τάξη και τη διάθεσή της να εμφανιστεί συνεπής τόσο ως προς τις δεσμεύσεις της χώρας, όσο και ως προς την ανάγκη διατήρησης της πολιτικής σταθερότητας στην πατρίδα μας.
Το ενδεχόμενο να συμβεί είτε το ένα είτε το άλλο είναι μάλλον χλωμό…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.