Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Στην οικονομία, όπως και στη ζωή, είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε πότε μπορούμε να πούμε «όχι»
Η χώρα μας, πληρώνοντας το βαρύ τίμημα των δημοσιονομικών και λοιπών αμαρτιών του παρελθόντος της, ήταν αναγκασμένη έως τώρα να λέει «ναι σε όλα».
Πρόσφατα, όμως, είπε και ένα «όχι».
Είπε, διά στόματος των φίλτατων Α. Σαμαρά και Ι. Στουρνάρα, όχι σε νέα δημοσιονομικά μέτρα, αλλά ναι σε διαρθρωτικού χαρακτήρα παρεμβάσεις. Το «όχι» αυτό της έχει στοιχίσει μέχρι τώρα τα επικριτικά σχόλια του κ. Γ. Ντάισελμπλουμ, επικεφαλής του Eurogroup, αλλά και την αποχώρηση της τρόικας από τη χώρα μας, με τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων να επαφίεται στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mails, ελληνιστί…).
Το είπε, δε, αυτό το όχι η Ελλάδα διότι τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο υπουργός του επί των Οικονομικών γνωρίζουν καλά ότι ο τόπος και η κοινωνία δεν αντέχουν νέα μέτρα λιτότητας.
Αντίστοιχα, γνωρίζουν ότι περισσότερο στένεμα στο ζωνάρι θα υπέσκαπτε ευθέως την οποιαδήποτε προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας.
Είπαν, δε, αυτό το «όχι» γνωρίζοντας ότι όταν δεν εξαρτάσαι από τους εταίρους και δανειστές σου για να πληρώσεις μισθούς και συντάξεις μπορείς να λες και κανένα «όχι».
Αυτό είναι ένα δικαίωμα που απέκτησε η χώρα μας παρουσιάζοντας χθες, μέσω του προϋπολογισμού που κατέθεσε η κυβέρνηση στη Βουλή, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια πρωτογενές πλεόνασμα, για το 2013, και μάλιστα διπλάσιο εκείνου που είχε εξαγγελθεί αρχικά, και ενώ αναμενόταν από τους πάντες να παρουσιάσει πρωτογενές έλλειμμα.
Επιπλέον, για το 2014 προβλέπει σημαντικά αυξημένο πρωτογενές πλεόνασμα, σχεδόν στα 3 δισ. ευρώ, αλλά και έλλειμμα γενικής κυβέρνησης 4,3 δισ. ευρώ ή 2,3% του ΑΕΠ, δηλαδή σημαντικά χαμηλότερο του πήχη του 3% του ΑΕΠ, ο οποίος έχει τεθεί για τις χώρες μέλη της ευρωζώνης.
Το πόσο μακριά μπορεί να πάει αυτό το «όχι» και το πού μπορεί να οδηγήσει τη χώρα μας εξαρτάται και πάλι, σε μεγάλο βαθμό, από τους δύο φίλτατους, Σαμαρά και Στουρνάρα, και την αποφασιστικότητά τους να προωθήσουν τις διαρθρωτικές αλλαγές, αλλά και από την ίδια την ελληνική κοινωνία…
Εξαρτάται, κυρίως, από την ικανότητα της χώρας μας να καταδείξει, για ακόμη μία φορά, ότι αποτελεί έναν αξιόπιστο συνομιλητή.
Η ατζέντα επί της οποίας πορεύτηκε η κυβέρνηση Σαμαρά, μετά την εκλογή της πέρυσι το καλοκαίρι, στη βάση της λαϊκής εντολής που έλαβε, ήταν ακριβώς η ατζέντα ανάκτησης της έως τότε απολεσθείσας αξιοπιστίας.
Σε δημοσιονομικό επίπεδο, το έδαφος αυτό φαίνεται ότι έχει καλυφθεί, όπως προθύμως εμφανίζεται έτοιμη σήμερα να πιστοποιήσει και η φιλτάτη κ. Α. Μέρκελ.
Αυτό που μέλλει να αποδειχθεί, ωστόσο, είναι κατά πόσον η χώρα μας είναι εξίσου αποφασισμένη να κάνει το απαραίτητο ποιοτικό άλμα, ώστε να συνεχίσει να στέκεται στα πόδια της, δίχως δεκανίκια.
Δίχως αμφιβολία, ένα σημαντικό τμήμα της εθνικής κυριαρχίας μας έχει παραχωρηθεί σε εταίρους και δανειστές και δεν είναι δυνατόν να ανακτηθεί ενόσω η οικονομία της χώρας βρίσκεται στη σημερινή της κατάντια.
Μπορεί τα στοιχεία του εμπορικού ισοζυγίου να εμφανίζουν βελτίωση, όμως τούτο δεν συμβαίνει επειδή αίφνης παράγουμε και εξάγουμε περισσότερο, αλλά κυριότερα επειδή οι πολίτες έχουν οδηγηθεί στην ένδεια και έχουν περιορίσει τη ζήτηση.
Αντίστοιχα, οι τιμές παραμένουν υψηλές, ακόμη και σε βασικά καταναλωτικά αγαθά, παρά την πρωτοφανή ύφεση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα τα τελευταία έξι χρόνια.
Για να αλλάξουν όμως τα δεδομένα αυτά, δεν αρκούν τα «οριζόντια μαχαίρια» σε μισθούς και συντάξεις, ούτε το κουτσούρεμα του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, αλλά ούτε και η υπερφορολόγηση, επί των οποίων στηρίχθηκαν οι κυβερνήσεις της τελευταίας τριετίας, ώστε να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα από περίπου 15% σε 3%, ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Χρειάζονται τα μέτρα που το σύνολο των κυβερνήσεων αυτών αρνήθηκε πεισματικά να πάρει. Χρειάζεται η απελευθέρωση της οικονομίας από τον παλιό κρατικοδίαιτο εαυτό της, χρειάζεται το πραγματικό άνοιγμα αγορών και επαγγελμάτων και φυσικά χρειάζεται η τροφοδότησή της με ρευστότητα. Για να γίνουν όλα αυτά, κατά πάσα βεβαιότητα, χρειάζεται να σπάσουν αβγά.
Θα δώσουν, όμως, στη χώρα μας ξανά το δικαίωμα να λέει «όχι», όποτε αυτή το κρίνει σκόπιμο.
Πρόκειται για ένα έργο το οποίο ξεπερνά σημαντικά τις δυνατότητες οποιασδήποτε κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένης της παρούσας, καθώς απαιτεί ευρεία κοινωνική συναίνεση.
Είναι σε θέση η κοινωνία μας να δώσει ξανά στη χώρα το δικαίωμα να λέει «όχι»;
Αυτό είναι ένα ερώτημα στο οποίο ουδείς μπορεί να απαντήσει, πλην της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.