Δεν είναι λίγοι οι οικονομολόγοι και οι ιστορικοί που θεωρούν ότι ο Άδαμ Σμιθ (1723-1790) είναι ο πατέρας της πολιτικής οικονομίας. Και τούτο διότι το βιβλίο του «Μια έρευνα της φύσης και των αιτίων του πλούτου των εθνών», θεωρείται ο θεμέλιος λίθος του καπιταλισμού, αλλά και της αποκαλούμενης «κλασσικής οικονομικής σχολής».
Το πρόβλημα με την κυρίαρχη αυτή άποψη είναι ότι πάσχει από πολλά κενά, τα οποία είναι για κάποιους καλοθελητές διαστρεβλωτικά του συνολικού έργου του Σκωτσέζου στοχαστή.
Κατά την ταπεινή μας γνώμη, ο Άδαμ Σμιθ ήταν πρωτίστως ένας σημαντικός ηθικός φιλόσοφος της εποχής του, ο οποίος ασχολήθηκε με την οικονομία, προσπαθώντας να βρει απάντηση σε μια απορία του. Είχε διαπιστώσει ότι το 1500, η πλουσιότερη χώρα του τότε γνωστού κόσμου ήταν δύο φορές πιο εύπορη από την φτωχότερη ενώ το 1750 η σχετική αναλογία ήταν 1 προς πέντε.
Τη διαφορά αυτή, ο Άδαμ Σμιθ, και μετά από αυτόν και άλλοι, την απέδωσε στην κουλτούρα των λαών. «Η πραγματική τραγωδία για τους φτωχούς, φαίνεται και είναι η απόλυτη φτώχεια σε επιδιώξεις», λέγεται ότι είχε πει ο Σκωτσέζος στοχαστής και η διατύπωση αυτή είναι πλούσια σε περιεχόμενο.
Είναι προφανές ότι ο συγγραφέας του «Πλούτου των Εθνών» είχε παρατηρήσει τους τρόπους με τους οποίους μια κουλτούρα αναζητούσε λύσεις σε προβλήματα ικανοποίησης αναγκών και κάλυψης στερήσεων και ως εκ τούτου διαπίστωνε ότι πολλές εξελίξεις εξαρτόνταν από την ύπαρξη ατομικού συμφέροντος, ενταγμένου όμως στην προσαρμογή και ικανοποίηση του συμφέροντος των άλλων.
Έβλεπε έτσι ο Άδαμ Σμιθ ότι ένας λαός μπορούσε να πλουτίσει μέσω της του καταμερισμού της εργασίας και της τοποθέτησης των προϊόντων της σε ανοικτές αγορές, όπου ίσχυαν κανόνες ανταλλαγής με βάση την προσφορά και ζήτηση. Στη βάση αυτής της θεωρητικής σκέψης, ο Α.Σμίθ, χωρίς ποτέ να έχει αναφέρει τον όρο, στην ουσία θεμελίωνε αυτό το σύστημα που αρκετά χρόνια αργότερα βαπτίστηκε «καπιταλισμός».
Εκατό χρόνια σχεδόν αργότερα από την έκδοση του «Πλούτου των Εθνών», ο Καρλ Μαρξ αναζητούσε και αυτός τα αίτια της εμφάνισης και ανάπτυξης του καπιταλισμού, τον συνέδεε με την κουλτούρα και αναφερόμενος στον «ανατολικό δεσποτισμό», τόνιζε ότι η Ασία ποτέ δεν θα μπορούσε να γίνει καπιταλιστική.
Πηγαίνοντας ακόμα πιο μακρυά, ο Μαξ Βέμπερ, στο έργο του «Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού», το 1905, δίνει και μια θρησκευτική διάσταση στην ανάδυση και ανάπτυξη των δυτικών βιομηχανικών κοινωνιών, στην οποίαν ήλθε να προστεθεί και ο καλβινισμός. Όλες οι παραπάνω ερμηνείες όμως, από τα μέσα του 20ου αιώνα και κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισαν να αμφισβητούνται.
Η εντυπωσιακή ανάπτυξη της Ιαπωνίας και στη συνέχεια η οικονομική εκτίναξη των αποκαλούμενων «ασιατικών τίγρεων», στην ουσία διέψευδαν την μαρξιστική – βεμπεριανή προσέγγιση ότι μόνον η δυτική κουλτούρα μπορούσε να οδηγήσει στην εκβιομηχάνιση. Η αμφισβήτηση αυτή, στο μέτρο που οι οικονομολόγοι είχαν στη διάθεσή τους όλο και περισσότερα στατιστικά δεδομένα, άρχισε να ενισχύεται, με αποτέλεσμα το 1960 ο νομπελίστας Ρόμπερτ Σόλοου να πει ότι οι προσπάθειες ερμηνείας της οικονομικής ανάπτυξης με βάση το κριτήριο της κουλτούρας δεν ήταν τίποτε παραπάνω από «μια αναλαμπή ερασιτεχνικής κοινωνιολογίας».
Η εντυπωσιακή και επιθετική άνοδος της Κίνας στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας και η έξοδος από την απόλυτη φτώχεια πλέον του ενός δισεκατομμυρίου ανθρώπων στον πλανήτη, προσέφερε νέα επιχειρήματα στους οικονομολόγους και κοινωνιολόγους που αμφισβητούν τον ρόλο της κουλτούρας στην ανάπτυξη.
Σήμερα όμως, στο μέτρο που η αποκαλούμενη 4η βιομηχανική επανάσταση καλπάζει και με ταχύτητα κερδίζει έδαφος, το θέμα της κουλτούρας επανήλθε στο προσκήνιο. Το ερώτημα «γιατί πλούτισε η Δύση» είναι εκ νέου επίκαιρο και οι απαντήσεις που δίνονται σε πολλές περιπτώσεις είναι καινοτόμες και απαλλαγμένες από μαρξιστικού η βεμπεριανού τύπου στερεότυπα.
Στο βιβλίο του A Culture of Growth (Κουλτούρα ανάπτυξης), που εκδόθηκε το 2016, ο Τζόελ Μόκιρ του Northwestern προβάλλει την «αρχή της αμφισβητήσεως» ως εξήγηση του γιατί ορισμένες χώρες εκβιομηχανίστηκαν, ενώ άλλες όχι. Οργανισμοί όπως η Royal Society, που ιδρύθηκε το 1660 στο Λονδίνο, είναι γεγονός πως λειτούργησαν ως κέντρα ζωηρής ανταλλαγής απόψεων όπου οι άνθρωποι παρουσίαζαν τις ανακαλύψεις τους και έθεταν υπό δυναμική κριτική τις απόψεις άλλων.
Εξίσου σημαντικό υπήρξε το ότι, με το πέρασμα του χρόνου, ο στόχος της επιστήμης στη Δυτική Ευρώπη μετακινήθηκε από την «ανέμπνευστη συσσώρευση εμπειρικών δεδομένων», όπως το διατυπώνει ο Τζ. Μόκιρ, προς εκείνες τις ανακαλύψεις που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν στον πραγματικό κόσμο. Η επιστημονική αναζήτηση ήταν ο παράγοντας που έθεσε τα θεμέλια για την ευρωπαϊκή οικονομική ιδιαιτερότητα. Τίποτε το αντίστοιχο δεν συνέβη σε άλλο μέρος του κόσμου.
Από την πλευρά τους, τη δεκαετία του 1980, οι Ρόζενμπεργκ και Μπρίτζελ, στο βιβλίο τους «Πώς πλούτισε η Δύση» (Εκδόσεις Ροές), τονίζουν το ρόλο που έπαιζε ο πειραματισμός στη Δυτική Ευρώπη για την ανάπτυξη της βιομηχανίας της.
Κατά τους Ρόζενμπεργκ και Μπρίτζελ, «ο πειραματισμός δεν περιλαμβάνει απλώς την αφηρημένη δημιουργία ενός νέου προϊόντος, μιας νέας υπηρεσίας ή ενός νέου οργανωτικού μηχανισμού, αλλά, επίσης, τη δοκιμασία του προϊόντος ή της υπηρεσίας, με τη χρήση τους σε ζωντανές επιχειρήσεις. Αυτός ο τύπος του πειραματισμού απαιτούσε έναν οικονομικό τομέα αυτόνομο από πολιτικές παρεμβολές, μέσα στον οποίο ο πειραματισμός μπορούσε να δοκιμασθεί και τα αποτελέσματα να χρησιμοποιηθούν με λίγες εξωτερικές παρεμβάσεις. Η πειραματική προσαρμογή στην ενυπάρχουσα ποικιλία, τόσο των ανθρώπινων αναγκών, όσο και των διαθέσιμων για την ικανοποίησή τους συνεπαγόταν την αυτο-ενίσχυση, και αλληλεπίδραση τους, επειδή ο πειραματισμός δημιούργησε τόσο πρόσθετες ανθρώπινες ανάγκες, όσο και πρόσθετες πηγές, προκαλώντας, ως εκ τούτου, πρόσθετη διαφοροποίηση μέσα στο σύστημα, για την ικανοποίηση τους. Αυτή η τυχαία αλληλουχία γέννησε μια τεράστια ποικιλία μεγεθών και τύπων, τόσο επιχειρήσεων, όσο και αγορών.
Συνεπώς, μπορούμε να πούμε ότι ο πειραματισμός και η ελευθερία του στη Δύση, δημιούργησαν νέα αγαθά, νέα συστήματα παραγωγής και νέες διαδικασίες, που στη συνέχεια όποιος ήθελε και είχε στοιχειωδώς ικανότητες μπορούσε να αντιγράφει.
Στο επίπεδο αυτό όμως, της αντιγραφής δηλαδή, προκύπτουν νέα ερωτήματα και θέματα προς διερεύνηση, τα οποία άπτονται υγειονομικών εξελίξεων, θεσμών, οικογενειακών δεσμών, όπως και ευκολίας κατανόησης εξελίξεων που δεν είναι συνηθισμένες σ’ ένα κλειστό περιβάλλον.
Στη σημερινή συγκυρία, στο βαθμό που με τη βοήθεια της οξύτατης και δραματικής από κάθε άποψη υγειονομικής κρίσης, έρχονται στην επιφάνεια νέα προβλήματα ανισοτήτων και φτώχειας, ο προβληματισμός γύρω από τα βαθύτερα αίτια της ανάπτυξης εντείνεται. Νέοι οικονομολόγοι έτσι, πηγαίνουν όσο πιο μακρυά μπορούν στο παρελθόν, με σκοπό να βρουν τις πιο φερέγγυες ερμηνείες για τις ανισότητες εισοδημάτων και τους τρόπους δημιουργίας πλούτου.
Στο πλαίσιο αυτών των αναζητήσεων, μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2019, από τον Μπέντζαμιν Ένκε του Χάρβαρντ ανέδειξε στοιχεία ότι εκείνες οι προβιομηχανικές εθνοτικές ομάδες που βρίσκονταν εκτεθειμένες σε υψηλή παρουσία παθογόνων έδειχναν ισχυρότερους δεσμούς με τους εντός ομάδας - αυτό σήμαινε ισχυρή σύνδεση μέσα στην εκτεταμένη οικογένεια, αλλά καχυποψία προς τους εκτός αυτής.
Σε περιοχές όπου υπήρχε η απειλή ασθενειών, οι ισχυροί οικογενειακοί δεσμοί ήταν ευεργετικοί, καθώς περιόριζαν την ανάγκη να ταξιδεύει κανείς, οπότε και ως εκ τούτου μείωναν τους κινδύνους έκθεσης. Οι τόποι με ισχυρά, κλειστά συστήματα πριν από αιώνες τείνουν να είναι φτωχότεροι σήμερα: ο συσχετισμός αυτός αναδείχθηκε ήδη με τη βιομηχανική επανάσταση. Άλλες έρευνες πήγαν ακόμη πιο πίσω, αφήνοντας να φανεί ότι τα σημερινά πολιτισμικά γνωρίσματα προκύπτουν από γενετικές μεταβολές. Αυτή όμως η προσέγγιση παραμένει περιορισμένη, καθώς οι περισσότεροι οικονομολόγοι αισθάνονται άσχημα όταν η συζήτηση στρέφεται στη γενετική.
Ένα άλλο σύνολο ερευνών επικεντρώνει την προσοχή του σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχουν επαρκείς ερμηνείες για τις διαφορές οικονομικών επιδόσεων. Παράδειγμα οι περιπτώσεις Γουατεμάλας και Κόστα Ρίκα. «Οι δύο χώρες έχουν παρόμοια ιστορία, παρόμοιες γεωγραφικές και πολιτισμικές κληρονομιές ενώ βρέθηκαν αντιμέτωπες με τις ίδιες οικονομικές ευκαιρίες τον 19ο αιώνα», γράφουν οι Ντάρον Ατζέμογλου και Τζέιμς Ρόμπινσον στο βιβλίο τους The Narrow Corridor (Ο στενός διάδρομος) που εκδόθηκε το 2019.
Σήμερα όμως, ο μέσος Κοσταρικανός,είναι πάνω από δύο φορές πλουσιότερος από τον μέσο Γουατεμαλτέκο. Η διαφορά αυτή αρχικά φαινόταν τυχαία σύμφωνα με τους Ατζέμογλου-Ρόμπινσον. Τελικά όμως αποδείχθηκε ότι την αιτία αποτελούσε ο καφές: στην Κόστα Ρίκα, η ανάπτυξη φυτειών καφέ για την ευρωπαϊκή αγορά οδήγησε σε πιο ισορροπημένη σχέση κράτους-κοινωνίας, ενδεχομένως επειδή η χώρα είχε πιο οριακή καλλιεργήσιμη γη και μικρότερο κλήρο. Στη Γουατεμάλα, αντιθέτως, προέκυψαν αρπακτικές κυβερνήσεις, για τις οποίες η λεηλασία αποτελεί τρόπο παραγωγής.
Ως εκ τούτου, πέρα από τη διάσταση της κουλτούρας, όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι στρέφονται στους «θεσμούς»: με αυτόν τον όρο καλύπτονται το νομικό σύστημα κάθε χώρας και το ρυθμιστικό της περιβάλλον. Ορισμένοι πολιτισμικοί οικονομολόγοι θεωρούν ότι η έμφαση που δίνεται πλέον στους θεσμούς δικαιώνει τη δική τους άποψη: τι άλλο είναι οι θεσμοί, αν όχι το προϊόν κανόνων, αξιών και προτιμήσεων;
Τέλος υπάρχουν και οι ιστορικοί που αναφέρονται στη γεωγραφία, γεγονός που περιπλέκει ακόμα περισσότερο ένα θέμα που τελεί πλέον υπό μόνιμη διερεύνηση. Αυτός είναι και ο λόγος που οικονομολόγοι, όπως ο νομπελίστας Εντμουντ Φελπς, υποστηρίζουν ότι τελικά η ανάπτυξη μιας χώρας και μιας περιοχής, είναι η δυνατότητα των ανθρώπων της να καινοτομήσουν, ήτοι να βρίσκουν λύσεις σε υπαρκτά προβλήματα.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.