Πολλές φορές οι οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις δεν μας αρέσουν. Και το χειρότερο: δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα απολύτως καθώς έχουν την δική τους δυναμική και οι δυνάμεις που διαμορφώνουν τις καταστάσεις είναι πολλές και απρόβλεπτες.Σε ένα άρθρο του («Για όσους μας διαβάζετε τζάμπα» -Καθημερινή 19/3/2016), ο καλός δημοσιογράφος Κ. Ζούλας αναφέρει ότι το 2009 ο μέσος όρος των κυριακάτικων εφημερίδων πανελλαδικά ήταν 1.045.000, όταν ο αντίστοιχος αριθμός στο πρώτο δίμηνο του 2016 ήταν μόλις 452.000 φύλλα, ενώ τα καθημερινά φύλλα από τα 2,1 εκατ. εφημερίδες που πωλούνταν (την εβδομάδα) το 2009, σήμερα οι πωλήσεις ανέρχονται σε 810 χιλ. Πτώση πάνω από 60%. Για να καταλήξει ότι «η ενημέρωση, όπως την ξέραμε, πεθαίνει και ο μόνος τρόπος να συντηρηθεί λέγεται αγγελιόσημο».
Δεν πρόκειται να ασχοληθούμε με την ουσία του θέματος του αγγελιόσημου, το οποίο είναι ένας βασικός φόρος υπέρ τρίτων και με το οποίο έχουμε ασχοληθεί επανειλημμένα (εδώ).
Το ερώτημα είναι αν μπορεί αυτός ο φόρος να σώσει τις ελληνικές εφημερίδες, όταν δεν μπόρεσαν να σώσουν την έντυπή τους έκδοση η Independent, η El Pais, που αποφάσισαν να κυκλοφορούν μόνο στο διαδίκτυο. Η άποψή μου είναι ότι η διατήρηση του αγγελιόσημου (δυστυχώς) δεν θα σώσει τον έντυπο Τύπο. Το μόνο που θα καταφέρει θα είναι να συνεχιστούν όλες οι στρεβλώσεις που επιφέρει ένας φόρος υπέρ τρίτων.
Και δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση ότι το αγγελιόσημο είναι φόρος, καθώς εισπράττεται αναγκαστικά και χωρίς άμεση ανταπόδοση για αυτούς που το πληρώνουν (για τους φίλους δημοσιογράφους ενημερώνω ότι αυτά είναι τα δύο απαραίτητα χαρακτηριστικά των φόρων). Το ότι εισπράττεται μέσω της διαφήμισης δεν αλλάζει τίποτα καθώς αυτοί που το πληρώνουν τελικά είναι οι καταναλωτές αφού οι διαφημιζόμενοι το ενσωματώνουν στο κόστος του προϊόντος που πληρώνουν οι καταναλωτές (είτε διαβάζουν, είτε δεν διαβάζουν εφημερίδες).
Όταν οι εισπράξεις του αγγελιόσημου δεν απέτρεψαν τη θεαματική πτώση της κυκλοφορίας των εφημερίδων, γιατί πιστεύουμε ότι το ίδιο μέτρο θα φέρει διαφορετικά αποτελέσματα στο μέλλον;
Τι ακολουθεί η διαφήμιση
Οι επιχειρήσεις πληρώνουν το αγγελιόσημο γιατί θέλουν να διαφημιστούν και ποσώς ενδιαφέρονται για τις εφημερίδες ενώ έχουν και αχρωματοψία για την ποιότητα της δημοσιογραφίας. Όπως αναφέραμε, το θεωρούν κόστος προώθησης και όχι πληρωμή εισφοράς στο ταμείο των δημοσιογράφων.
Στην πραγματικότητα, αδιαφορούν για τη διαδρομή των χρημάτων που καταβάλλουν. Διαφημίζουν πάντα εκεί που βλέπουν οι καταναλωτές (και πουθενά αλλού εκτός αν υπάρχουν άλλες, άσχετες, μη εμπορικές σκοπιμότητες). Αν οι κυκλοφορίες των εντύπων κατρακυλούν, τότε και τα διαφημιστικά έσοδα θα πέφτουν και συνεπώς κανένας φόρος δεν πρόκειται να εισπραχθεί μέσω της διαφήμισης. Αν θέλουμε να σώσουμε οπωσδήποτε τις έντυπες εφημερίδες (αν και πολλές δεν το αξίζουν), τότε μπορεί το κράτος να τις επιδοτεί μέσω της γενικής φορολογίας και του κρατικού προϋπολογισμού (όπως κάνει για τον κινηματογράφο ή το θέατρο). Αυτό θα ήταν περισσότερο διαφανές και σίγουρα πιο τίμιο. Διαφορετικά συντηρούμε ένα άνισο δίκιο κάποιων έναντι όλων των άλλων. Σχεδόν όλοι έχουμε και ένα λόγο να αποτελούμε επιδοτούμενη εξαίρεση.
Η δημοσιογραφία αλλάζει
Η μάχη ανάμεσα στην ηλεκτρονική ενημέρωση και την έντυπη έχει κριθεί. Η οικονομική ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα μάταιων αντιδράσεων στις αλλαγές, από τότε που κάποιοι έσπασαν τις μηχανές χωρίς να σταματήσουν τη βιομηχανική επανάσταση. Σε ένα πρόσφατο άρθρο του, ο έμπειρος δημοσιογράφος Α. Παπανδρόπουλος αναφέρει ότι η σύγχρονη πληθώρα των πηγών πληροφόρησης δημιουργεί νέες μορφές δημοσιογραφικής εξειδίκευσης αλλά και διαφορετικές αξίες στις οποίες θα πρέπει να προσαρμοστεί η δημοσιογραφία. Και προτείνει ότι σήμερα «ο δημοσιογράφος έχει καθήκον να ψάχνει να βρει νέες αρχές, πιο εξειδικευμένης και εκλεπτυσμένης αντικειμενικότητας, που θα πειθαρχεί την επεξεργαστική διαδικασία».
Είναι αλήθεια ότι το κύρος των εφημερίδων έχει υποστεί χρόνια σωρευτικά πλήγματα, ενώ οι δημοσιογράφοι έχουν συλλήβδην (και συχνά άδικα) κατηγοριοποιηθεί σαν επαγγελματίες με ταπεινότερα κίνητρα και από τους διαιτητές του ελληνικού ποδοσφαίρου. Θα πρέπει όμως οι έντυπες επιχειρήσεις να αποφασίσουν ποιος είναι ο πελάτης στον οποίο θέλουν να απευθυνθούν και με ποιο τρόπο και τότε είναι βέβαιο ότι αυτοί θα βρεθούν και θα ανταποκριθούν. Τεχνητά στηρίγματα όπως το αγγελιόσημο είναι χάρτινα εμπόδια μπροστά στον οδοστρωτήρα των αλλαγών που φέρνει ο χρόνος. Η διατήρηση αρχαίων φόρων δεν είναι τίποτε άλλο από μία ατελέσφορη αντιμετώπιση της πραγματικότητας, ενώ δημιουργεί αδράνεια προσαρμογής και ψεύτικες ελπίδες κάλυψης οικονομικών ανασφαλειών.
Δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα (συγγνώμη internet)
Όσοι απολαμβάνουν τη «δωρεάν πληροφόρηση» του διαδικτύου, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι ισχύει ο απαράβατος κανόνας της απουσίας δωρεάν γεύματος ακόμα και αν αυτό καταναλώνεται ηλεκτρονικά. Για όσους κυνηγάνε το δωρεάν, η βρετανική Guardian αναφέρει σε άρθρο της «πρόσεχε τι εύχεσαι, γιατί μπορεί και να πραγματοποιηθεί». Και επισημαίνει ότι το τίμημα για το δωρεάν διαδίκτυο είναι η βαθιά παρακολούθηση (web for free- but the price is deep surveillance). Όταν κάποιος δεν θέλει να πληρώσει για το προϊόν το οποίο καταναλώνει (έστω και ηλεκτρονικά), τότε κινδυνεύει να γίνει ο ίδιος προϊόν.
Όταν πέρυσι αναζήτησα ξενοδοχείο στη Φλωρεντία σε ταξιδιωτικό site, άρχισα να βλέπω (για αρκετό καιρό) ξενοδοχεία στην Ιταλία σε διάφορα μέρη της οθόνης μου, όποτε χρησιμοποιούσα το διαδίκτυο. Δεν χρειάζεται κανένας χαφιές (όπως συνέβαινε για χρόνια στην ανάπηρη δημοκρατία της μεταπολεμικής Ελλάδας) να παρακολουθεί τι εφημερίδα αγοράζεις από το περίπτερο. Μαθαίνουν πολλοί ενδιαφερόμενοι πολλά περισσότερα για τις πιο κρυφές μας προτιμήσεις από τα ιντερνετικά σερφαρίσματα, τις αναζητήσεις στο google και τα ποσταρίσματα στα κοινωνικά δίκτυα (που τόσο αφελώς και αποκαλυπτικά χρησιμοποιούμε).
Ωφέλιμες παρενέργειες
Μήπως -με την ελπίδα τραβηγμένη από τα μαλλιά- θα μπορούσε το αγγελιόσημο να είναι μία χρήσιμη παρενέργεια και να βοηθήσει τον έντυπο Τύπο παρότι δεν σχεδιάστηκε σαν όπλο εναντίον του διαδικτύου; Η οικονομία όπου επιδρούν οι πιο απρόβλεπτες μεταβλητές είναι γεμάτη τέτοια παραδείγματα. Υπάρχουν πάντα παρενέργειες και στην οικονομία και στην πολιτική, με μία όμως προϋπόθεση: κανείς δεν τις σχεδίασε, ούτε τις είχε υπόψη του αρχικά.
Η φαρμακευτική έρευνα παρέχει διάφορα παραδείγματα, με κλασικό την περίπτωση του Viagra, όταν ψάχνοντας για ένα φάρμακο βελτίωσης της κυκλοφορίας του αίματος βρέθηκε ένα χρυσωρυχείο. Όταν όμως σκέφτεσαι ότι μέτρα που θεσπίστηκαν στο παρελθόν μπορεί να σε σώσουν σήμερα, δεν έχεις περισσότερη τύχη από τους χρυσοθήρες της πάλαι ποτέ Άγριας Δύσης. Αν κάτι δεν προσαρμόζεται στο οικονομικό περιβάλλον, τίποτα δεν μπορεί να το σώσει γιατί, όπως έλεγε ο Ευριπίδης, «ο χρόνος δίνει όλες τις απαντήσεις, χωρίς να χρειάζεται καν τις ερωτήσεις».
* Ο κ. Κων/νος Μαρκάζος είναι οικονομολόγος
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.