Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα χρόνιο πρόβλημα ελλειμματικής ονομαστικής ζήτησης. Η Ιαπωνία υποφέρει από σχεδόν μηδενική μεγέθυνση και πολύ μικρό πληθωρισμός.
Η Ευρωζώνη υποφέρει από χαμηλό πληθωρισμό και κινδυνεύει να περιπέσει σε μια κατάσταση παρόμοια με αυτή της Ιαπωνίας. Στη Μεγάλη Βρετανία ο πληθωρισμός είναι μηδενικός και η οικονομική μεγέθυνση μειώνεται.
Μόνο στις ΗΠΑ η οικονομική μεγέθυνση φαίνεται ότι είναι πιο ισχυρή αλλά και εκεί η FED προσπαθεί ακόμη να επιτύχει το στόχο του πληθωρισμού (2,0%).
Όμως η συζήτηση για ποιες πολιτικές μπορούν να «σπρώξουν» τη μεγέθυνση εξακολουθεί να παραμένει μη ξεκάθαρη και πολλές φορές προκαλεί σύγχυση. Αναφέρονται ως τέτοιες πολιτικές : η νομισματική, οι μεταρρυθμίσεις και η δημοσιονομική πολιτική. Αλλά οι βασικοί παίκτες αφενός δεν προχωρούν στην εννοιολογική εξειδίκευση των προτεινόμενων πολιτικών, αφετέρου αρνούνται να τις εφαρμόσουν ενώ μπορούν να τις εφαρμόσουν.
Οι Κεντρικές Τράπεζες είναι οι μόνες που έχουν κινηθεί προς τη σωστή κατεύθυνση, παρά τις όποιες ολιγωρίες και τους δισταγμούς που έχουν, κατά καιρούς, επιδείξει. Πρέπει να πούμε όμως, ότι η νομισματική πολιτική έχει όρια εντός των οποίων μπορεί να είναι αποτελεσματική.
Οι κυβερνήσεις (ιδιαίτερα της ΕΕ) καθοδηγούμενες από τους γνωστούς πολυμερείς οργανισμούς ΟΟΣΑ-ΔΝΤ, προτάσσουν την πολιτική των μεταρρυθμίσεων, μια έννοια που στη σημερινή επικρατούσα κατάσταση μεταφράζεται σε ενέργειες που στοχεύουν στην απελευθέρωση του εμπορίου, σε αλλαγές στην αγορά εργασίας και στην αγορά προϊόντων καθώς και σε μέτρα που οδηγούν σε αλλαγές ελάφρυνσης του δημοσιονομικού βάρους όπως η αύξηση των ορίων ηλικίας για χορήγηση συντάξεων. Όλα αυτά τα μέτρα, αν δεχθούμε ότι βρίσκονται σε σωστή κατεύθυνση κάτι το οποίο είναι αμφισβητήσιμο, μπορούν να αποδώσουν τουλάχιστον σε βάθος χρόνου μεγαλύτερου των 3-5 ετών, κάτι που δεν βοηθά καθόλου στην άνοδο του πληθωρισμού, τουλάχιστον, την προσεχή τριετία. (Η Ελληνική οικονομία κάτι γνωρίζει περί αυτού).
Πράγματι, μερικές διαρθρωτικές αλλαγές, όπως η αύξηση της ελαστικότητας της αγοράς εργασίας (δηλαδή με απλά λόγια η ευκολότερη απόλυση των εργαζομένων), αρχικά, μπορεί να έχει αρνητικά αποτελέσματα στην κατανάλωση και στη δαπάνη. Θα πρέπει, συνεπώς, να εγκαταλειφθεί η γενική αναφορά στις «μεταρρυθμίσεις» και όποιος τις επικαλείται θα πρέπει να αναφέρει συγκεκριμένα τις θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις που κάθε μια από αυτές μπορούν να επιφέρουν.
Εάν το κεντρικό πρόβλημα είναι η ελλειμματική παγκόσμια ζήτηση, μόνο η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική μπορεί να το επιλύσουν. Όμως όπως έχουμε ήδη αναφέρει η νομισματική πολιτική έχει τα όρια της. Η Τράπεζα της Ιαπωνίας (Bank of Japan) έχει ήδη εισάγει αρνητικά επιτόκια και την ακολούθησε και η ΕΚΤ. Όμως αυτές οι πολιτικές ελάχιστη διαφορά έχουν επιφέρει στην πραγματική οικονομία (κατανάλωση και επένδυση).
Μέσω των αρνητικών επιτοκίων επιδιώκεται να αυξηθεί η ζήτηση πιστώσεων από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Αλλά εάν οι τράπεζες είναι απρόθυμες να θέσουν αρνητικά επιτόκια στις καταθέσεις, η τρέχουσα παραμορφωτική συνέπεια θα μπορούσε να είναι υψηλότερα επιτόκια χορηγήσεων καθώς οι τράπεζες προσπαθούν να διατηρήσουν τα περιθώρια κέρδους δεδομένων των απωλειών που υφίστανται από την τοποθέτηση των αποθεματικών τους στην Κεντρική Τράπεζα ( λόγο της εισδοχής αρνητικών επιτοκίων).
Επίσης, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι τα αρνητικά επιτόκια θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως κίνητρο για την συνολική παγκόσμια ζήτηση, παρά από τον τρόπο που χρησιμοποιούνται σήμερα, που απλά μετακινούν τη ζήτηση από χώρα σε χώρα διαμέσου των ανταγωνιστικών υποτιμήσεων. Όμως αυτό, όπως είναι κατανοητό είναι αδύνατον. Συνεπώς η συνέχιση της πιστωτικής διευκόλυνσης (QE) με αυτούς τους όρους προκειμένου να μεταβληθεί η συμπεριφορά της πραγματικής οικονομίας είναι τουλάχιστον αβέβαιη. Αυτό σημαίνει ότι μόνο διαμέσου της δημοσιονομικής πολιτικής μπορεί να δημιουργηθεί «νέα ζήτηση» που μπορεί να οδηγήσει σε μεγέθυνση του ΑΕΠ.
Εδώ θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η κυρίαρχη άποψη κινείται στην κατεύθυνση ό,τι δημοσιονομική πολιτική μπορεί να ασκηθεί από όσες χώρες έχουν το περιθώριο να το κάνουν, όπως πχ η Γερμανία. Υπό αυτές τις συνθήκες όμως, είναι πολύ δύσκολο να υπάρξουν αξιόλογα αποτελέσματα αναφορικά με την αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης, πέρα από το ότι πολλές κυβερνήσεις δεν επιθυμούν να το πράξουν.
Εάν οι κυβερνήσεις δημιουργήσουν δημοσιονομικά ελλείμματα τα οποία θα χρηματοδοτήσουν με έκδοση χρήματος και όχι με χρέος επιβαρυμένο με επιτοκιακό κόστος (ομόλογα) το αποτέλεσμα θα είναι υψηλότερο ΑΕΠ και υψηλότερο πληθωρισμό. Συχνά ο αντίλογος είναι ότι αυτός ο τρόπος χρηματοδότησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων θα εξαναγκάσει τις κεντρικές τράπεζες να κρατήσουν χαμηλά τα επιτόκια για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα, κάτι που μπορεί να προκαλέσει υψηλό πληθωρισμό. Αυτό ταυτόχρονα σημαίνει ότι η νομισματοποίηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων μπορεί να μην οδηγήσει σε κίνητρο για αύξηση της ζήτησης, δεδομένου ότι οι άνθρωποι θα φοβηθούν για μια μελλοντική «πληθωριστική φορολόγηση».
Η απάντηση στην παραπάνω άποψη είναι απλή: η άσκηση διακριτικής οικονομικής πολιτικής αν είναι σώφρων και κινείται μέσα σε καθορισμένο προσεκτικά πλαίσιο έχει την ικανότητα να είναι και αποτελεσματική.
*Ο Κώστας Μελάς είναι Δρ Οικονομίας, πρόεδρος του ομίλου Κοινωνικού Οικονομικού Προβληματισμού και Πολιτικής Δράσης.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.