Με όσα ταυτόχρονα συμβαίνουν στη γεωπολιτική σκηνή από την αρχή του 2016 -προσφυγική κρίση, πολιτικές αναταράξεις σε πολλές χώρες, έξαρση του λαϊκισμού και της ανελευθερίας, πολλαπλασιασμός απειλών κατά της ειρήνης και της ομαλότητας-, είναι απολύτως λογικό το παγκόσμιο ενδιαφέρον να είναι στραμμένο, με ανησυχία, προς τα εκεί.
Θα τολμήσω όμως, με όσα ακολουθούν, να ισχυριστώ ότι η δυνάμει πιο κρίσιμη εξέλιξη της εποχής, μέσα από μια σειρά άλλοτε εμφανών και άλλοτε ανεπαίσθητων αλλαγών, λαμβάνει χώρα στο πεδίο της οικονομίας. Της παγκόσμιας οικονομίας, που συνδέεται βέβαια στενά με την παγκόσμια πολιτική, αλλά την ξεπερνά σε κρισιμότητα και οριακότητα: γιατί η πολιτική μπορεί να «διορθωθεί» μέσα από εκλογές, διπλωματικές συμφωνίες και αλλαγές χειρισμών, η οικονομία όμως είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει κατεύθυνση, εφόσον μπει για τα καλά σε μια συγκεκριμένη κοίτη.
Εκεί πιστεύω ότι βρισκόμαστε σήμερα: μπαίνουμε στην κοίτη από την οποία η έξοδος δεν είναι δυνατή παρά μόνο με το γύρισμα ολόκληρου του οικονομικού κύκλου, κάτι που παίρνει αρκετά χρόνια. Και η κοίτη αυτή, με βάση όλα τα στοιχεία αλλά και τον αχό που ακούγεται ήδη, μας πάει κατευθείαν στους άγριους καταρράκτες αντί για την ήρεμη θάλασσα.
Η παρούσα οικονομική κατάσταση θα μπορούσε να συνοψιστεί σε μία φράση: υπάρχει συνείδηση του προβλήματος, γίνεται προσπάθεια αντιμετώπισής του, αλλά τα αποτελέσματα υπολείπονται πολύ των προσδοκιών. Κάτι που σημαίνει ή ότι πρέπει να αλλάξει η ανάλυση (η γενική συνείδηση του προβλήματος δεν συνοδεύεται από ανάλογα ορθή αντίληψη των επιμέρους στοιχείων του), ή ότι πρέπει να αλλάξει η πρακτική αντιμετώπιση (η ορθή ανάλυση δεν οδηγεί στις κατάλληλες λύσεις). Πιστεύω ότι ισχύει το δεύτερο. Αλλά δεν μπορούμε να το αποδείξουμε, αν δεν περάσουμε από το πρώτο.
Τέσσερα είναι τα βασικά επίπεδα και τα αντίστοιχα βασικά χαρακτηριστικά της παγκόσμιας οικονομικής κατάστασης:
α) στο επίπεδο ισορροπίας του διεθνούς συστήματος παρατηρείται μεγάλη ποικιλομορφία, έλλειψη κεντρικού άξονα, μεγάλες ανισότητες και έλλειψη συνεννόησης,
β) στο επίπεδο δραστηριοποίησης των κεντρικών τραπεζών υπάρχει μια πρωτοφανής ένταση που αρχίζει να οδηγεί περισσότερο σε ερωτηματικά παρά σε λύσεις,
γ) στο επίπεδο του τραπεζικού συστήματος συνυπάρχουν η μεγάλη κινητικότητα με την ακόμα μεγαλύτερη αστάθεια,
δ) στο επίπεδο του χρηματοπιστωτικού συστήματος η πρωτοφανής ρυθμιστική παρέμβαση έχει δώσει, στην καλύτερη περίπτωση, αμφίσημα αποτελέσματα.
Δεν είναι τυχαία η διπλή χρήση της λέξης «πρωτοφανής», ούτε η πολλαπλή αναφορά σε νέα μέτρα: το παγκόσμιο πολιτικο-οικονομικό σύστημα όχι μόνο δεν έχει μείνει αδρανές, αλλά έχει πάρει τα τελευταία χρόνια τις πιο σημαντικές, τόσο σε ποσότητα όσο και σε ποιότητα, πρωτοβουλίες στην παγκόσμια οικονομική ιστορία. Το πρόβλημα -και γι' αυτό η λύση του απαιτεί κάτι σαν τετραγωνισμό του κύκλου- είναι ότι αυτά τα πρωτοφανή και πρωτοφανώς συγκεντρωμένα μέτρα όχι μόνο δεν φαίνονται να αμβλύνουν τις παθογένειες, αλλά είναι πολύ πιθανό να τις εντείνουν.
Η παρεμβατικότητα των κεντρικών τραπεζών αποτελεί την πιο εμφανή νησίδα -μάλλον την κορυφή- του νέου τοπίου. Από την «ποσοτική χαλάρωση» (quantitative easing) της προηγούμενης ηγεσίας της ομοσπονδιακής αμερικανικής τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) ως το προσεκτικό αλλά με σαφή κατεύθυνση παιχνίδι με τα επιτόκια της σημερινής, από το «whatever it takes" του Ντράγκι ως το προχθεσινό «ενισχυμένο μπαζούκα» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (περισσότερη ποσοτική χαλάρωση, περαιτέρω πτώση των επιτοκίων, ενίσχυση των «ενέσεων» στις τράπεζες μέσω των μακροχρόνιων δανείων που ονομάζονται TLTROs) κι από τα «Αbe-nomics" της Ιαπωνίας ως τα κάτω από το μηδέν επιτόκια της Σουηδίας, της Δανίας, της Ελβετίας (και από προχτές και της ΕΚΤ), σχεδόν όλα τα μέσα, και χωρίς τσιγκουνιά, έχουν χρησιμοποιηθεί.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι οι κεντρικές τράπεζες έχουν αναλάβει να παίξουν τον πολιτικό ρόλο που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να παίξουν (ή δεν μπορούν να συνεννοηθούν αν θέλουν να παίξουν) οι πολιτικές ηγεσίες σε όλο τον κόσμο και ιδίως στις σημαντικότερες χώρες. Συχνά υπερβαίνοντας τον ρόλο και τις τυπικές αρμοδιότητές τους -κάτι που είναι παραπάνω από βέβαιο για την ΕΚΤ, το Καταστατικό και η πολιτική αποφασιστικότητα/φαντασία της οποίας βρίσκονται εδώ και τέσσερα χρόνια σε μόνιμη «δημιουργική σύγκρουση» (η οποία αν έλειπε, αν δηλαδή η ηγεσία της ΕΚΤ ήταν λιγότερο τολμηρή και πιο τυπολατρική, είναι βέβαιο ότι η κατάσταση θα ήταν κατά πολύ χειρότερη).
Οι δύο βασικοί στόχοι όλων των μέτρων των κεντρικών τραπεζών -η αύξηση του πληθωρισμού κοντά στα όρια του 2% και η αύξηση της παροχής ρευστότητας από το τραπεζικό σύστημα στην «πραγματική οικονομία», δηλαδή στις επιχειρήσεις και δευτερευόντως στα νοικοκυριά- δεν έχουν, ωστόσο, επιτευχθεί ούτε σε στοιχειωδώς ικανοποιητικό βαθμό.
Το γιατί συνιστά ένα από τα βασικά δεδομένα -αλλά και ένα από τα βασικά «κόκκινα λαμπάκια»- της παρούσας κατάστασης. Λέξη-κλειδί για την όποια απάντηση: η εμπιστοσύνη, που δεν λέει να έρθει ούτε στις κοινωνίες ούτε στις αγορές. Και ένα πρόσθετο εδικό στοιχείο: οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν έχουν την πολιτική νομιμοποίηση για να εξελιχθεί αυτή η μέθοδος σε μόνιμη «σωτηρία» ενός συστήματος που χρειάζεται και κάτι που εκείνοι δεν μπορούν να προσφέρουν: αλλαγή νοοτροπίας.
Στον τομέα των εμπορικών τραπεζών τα πράγματα είναι χειρότερα: έλλειψη επαρκών κεφαλαίων παρά τους νέους κεφαλαιακούς κανόνες (Βασιλεία, CRD4, «bail-in") και τις διαφόρων ειδών «ανακεφαλαιοποιήσεις»· μεγάλες απώλειες των πιο μεγάλων τραπεζών (universal banks) σε επίπεδο κερδών και εικόνας· μείωση του αισθήματος ασφάλειας για τους επενδυτές και πολύ ανεπαρκής άρδευση της πραγματικής οικονομίας. Αρκετοί ισχυρίζονται, όχι χωρίς επιχειρήματα, ότι όλα αυτά οφείλονται σε ένα «προπατορικό αμάρτημα»: η κρίση του 2008 δεν αποτέλεσε αφορμή για πραγματική εξυγίανση των τραπεζών αλλά επελέγη ο πιο επιφανειακός και με μικρότερο πολιτικό κόστος τρόπος της τεχνητής «διάσωσης» μέσω «ενέσεων» κεφαλαίων (από τις κεντρικές τράπεζες ή τις ίδιες τις κυβερνήσεις, όσο διαρκούσε το καθεστώς του «bail-out") και χωρίς την ανάλογη απαίτηση δομικών αλλαγών. Θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς ότι, αφενός, η γκάμα και η ένταση των μέτρων και των μεταρρυθμίσεων σε ρυθμιστικό επίπεδο ήταν πολύ μεγάλη -υπερβολικά μεγάλη, στα μάτια πολλών παικτών της αγοράς- και, αφετέρου, το τι είναι «υγιές» για κάθε τράπεζα, σε καθεστώς ελεύθερης αγοράς, εναπόκειται στην ίδια την τράπεζα, στα διοικητικά και μετοχικά της όργανα, να το καθορίσουν και όχι στους επόπτες ή τους πολιτικούς.
Άλλοι πάλι, με τους οποίους βρίσκομαι ακόμα πιο κοντά, τονίζουν τη σημασία που είχε η εξάλειψη της διάκρισης μεταξύ «πραγματικών τραπεζών» και κερδοσκοπικών ιδρυμάτων, μέσω της κατάργησης του νόμου Glass-Steagal στις ΗΠΑ και της διάχυσης του «αγγλοσαξονικού τραπεζικού μοντέλου» και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σημασία έχει ότι παρά την ψυχρολουσία της κρίσης, την οποία ακολούθησε το «ρυθμιστικό τσουνάμι» της μετά την κρίση εποχής, οι τράπεζες αντέδρασαν περισσότερο με συλλογική γκρίνια (η μεγάλη τους «επιτυχία» ήταν το θάψιμο του φόρου επί των τραπεζικών συναλλαγών και η εξουδετέρωση της οριοθέτησης των αμοιβών των διευθυντικών στελεχών) παρά με σταθεροποίηση της κεφαλαιακής θέσης τους, επαναπροσδιορισμό του κοινωνικού ρόλου τους και μεγαλύτερη συνέργεια με την πραγματική οικονομία.
Οι τράπεζες προσπαθούν να «μαζέψουν» τους ισολογισμούς τους, αλλά μέχρι στιγμής χρησιμοποιούν τα χρήματα που τους προσφέρονται από τις κεντρικές τράπεζες και τους διεθνείς οργανισμούς για να μπαλώσουν τις τρύπες τους και όχι για να δανείσουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Δημιουργούν έτσι, όχι αναγκαστικά με δική τους ευθύνη, ένα νέο φαύλο κύκλο, που συμπληρώνει τον φαύλο κύκλο της συνεχούς λιτότητας: μη δανείζοντας δεν βοηθούν την παγκόσμια οικονομία να ξεκολλήσει, με αποτέλεσμα να συρρικνώνονται διαρκώς οι πελάτες και οι κινήσεις τους, άρα η κερδοφορία τους, κάτι που απαιτεί όλο και περισσότερη χρηματοδότηση, που μένει στις τράπεζες και δεν πηγαίνει στην πραγματική οικονομία (ακόμα και στις λίγες εκείνες περιπτώσεις, όπως στην Ισπανία και την Ιρλανδία, που στο τραπεζικό σύστημα επήλθε αρκετά βαθιά εξυγίανση).
Ο τρίτος δομικός χώρος της οικονομίας είναι οι αγορές κεφαλαίων, το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Κι εδώ η κατάσταση είναι περίπλοκη και ανησυχητική. Η ιδιαίτερα εκτεταμένη ρυθμιστική παρέμβαση που έλαβε χώρα, σε ΗΠΑ (νόμος Dodd-Frank) και Ευρωπαϊκή Ένωση, ήρθε ως απάντηση όχι μόνο στην κρίση αλλά και σε μια ιδιαίτερα εκτεταμένη, και συνειδητή, περίοδο απορρύθμισης -αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι τα παράγωγα προϊόντα (derivatives), ένα τόσο κοινό και πολυχρησιμοποιούμενο μέσο, βρίσκονταν ως τότε σχεδόν πλήρως εκτός ρυθμιστικού πεδίου.
Η θεσμοθέτηση ενός μεγάλου αριθμού από νέους κανόνες -κυρίως EMIR και CSDR για την εκκαθάριση και τον διακανονισμό των παραγώγων, ενώ με τη νέα MIFID/MIFR επεκτείνεται σημαντικά το πεδίο και ο τρόπος ρύθμισης των χρηματοπιστωτικών μέσων- δεν έχει ακολουθηθεί, τουλάχιστον ακόμη, από μεγαλύτερη σαφήνεια και ασφάλεια.
Για μια σειρά από λόγους: οι νέοι κανόνες είναι πολυάριθμοι, τεχνικοί και περίπλοκοι· ο χρόνος εφαρμογής τους ποικίλλει και πολλοί είναι ακόμα μετέωροι (η MIFID/MIFR, το «Σύνταγμα» της ευρωπαϊκής κεφαλαιαγοράς, πήρε ήδη περαιτέρω αναβολή ως το 2018)· το ερώτημα αν μεγαλύτερη «διαφάνεια» (δηλαδή γνωστοποιήσεις συναλλαγών) θα φέρει και περισσότερη ρευστότητα δεν έχει ακόμα απαντηθεί· οι διαφορές μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής, ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών, και άρα οι δυνατότητες «ρυθμιστικού αρμπιτράζ», μεγαλώνουν κατ' αναλογία με την αύξηση των ρυθμίσεων.
Παράλληλα, η τάση μετακίνησης κεφαλαίων από το τραπεζικό προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα ενισχύεται διεθνώς, αλλά αντίστοιχα αυξάνεται, παρά τη σωρεία ρυθμίσεων, και η αδιαφάνεια (το λεγόμενο «σκιώδες τραπεζικό σύστημα» είναι πλέον αριθμητικά ισχυρότερο από το επίσημο), καθώς και η ανισοκατανομή (οι αναπτυσσόμενες αγορές έχουν μεγάλη ρευστότητα αλλά λιγότερες δυνατότητες να τη διοχετεύσουν επωφελώς).
Αυτά τα καθαρώς οικονομικά στοιχεία και εξελίξεις έχουν συμπληρωθεί και έντονα χρωματιστεί, από ευρύτερες αλλαγές που δυσκολεύουν τη δημιουργία κλίματος ηρεμίας στις αγορές. Οι αναταράξεις στην Κίνα, η αύξηση των γεωπολιτικών εντάσεων σχεδόν απανταχού της Γης, οι παρατεταμένες δυσκολίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι κρυμμένες πίσω από τη βελτίωση των αριθμών δομικές αδυναμίες των ΗΠΑ (υπερχρέωση, υπερσύνδεση με την Κίνα, υπερχρησιμοποίηση της Κεντρικής Τράπεζας για «κόψιμο» χρήματος, υπερεπίπτωση των πολιτικών παθογενειών που γεννά το σύστημα των chekcs and balances, υπεραντιπροσώπευση των ακραίων φωνών στον δημόσιο διάλογο) κάθε άλλο παρά δίνουν την απαραίτητη ανάσα στις αγορές και τις οικονομίες. Αν στη δυσμενή συγκυρία προστεθεί και το εξόφθαλμο παγκόσμιο έλλειμμα ηγεσίας, που μετά την επικείμενη αποχώρηση του Ομπάμα θα γίνει δραματικό, καταλαβαίνει εύκολα κανείς γιατί από την εγγενή αλληλεξάρτηση πολιτικής και οικονομίας χαμένη βγαίνει, σχεδόν μονίμως τα τελευταία χρόνια, η δεύτερη.
Οι άμεσοι κίνδυνοι είναι ορατοί από κάποιον που έχει στοιχειώδη γνώση της πραγματικότητας και δεν εθελοτυφλεί: η εμβάθυνση των προβλημάτων της Κίνας ή άλλων αναπτυσσόμενων αγορών θα μπορούσε να φέρει μια γενικευμένη κατάρρευση των διεθνών χρηματιστηρίων, μια νέα γενιά subprimes υποσκάπτουν καθημερινά τις αντοχές της αμερικανικής οικονομίας, σε βαθμό που θα μπορούσε να αρκέσει άλλη μια παρατεταμένη ασυμφωνία για τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, ή η άνοδος του Τραμπ στην εξουσία, για να τραντάξουν το σύστημα πέρα από τα όριά του, η πτώση ενός τραπεζικού κολοσσού (πρώτη υποψήφια η Deutsche Bank) θα έθετε σε ισχυρή δοκιμασία όχι μόνο τις τράπεζες αλλά και τους θεσμούς διάσωσής τους -είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν «λεφτά υπάρχουν» για ένα τέτοιο ενδεχόμενο εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και τοποθέτηση της Βρετανίας στη γωνία από τους εταίρους της, ακόμα και αν στο δημοψήφισμα κέρδιζε η παραμονή, θα δημιουργούσε αξεπέραστες δυσκολίες σε κάθε σχέδιο οικονομικής ενοποίησης, ξεκινώντας από την Capital Markets Union, μια διαιώνιση ή εμβάθυνση ψυχροπολεμικών ή και θερμοπολεμικών εστιών (πρώτος κίνδυνος από τη σύγκρουση αυταρχικών ηγεμονισμών μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας) κάθε άλλο παρά θα βοηθούσε σε σταθεροποίηση της παγκόσμιας οικονομικής κατάστασης. Και, δυστυχώς, ούτω καθεξής.
Οι πολιτικοί χειρισμοί και η τύχη παίζουν σημαντικό ρόλο για την οικονομική μοίρα μας -υπερβολικά σημαντικό, αν σκεφτούμε πόσο μύωπες είναι αυτοί που είναι επιφορτισμένοι με τους πρώτους και πόσο τυφλή είναι η δεύτερη.
Ακόμα δε και σε εκείνες τις οικονομίες, όπως των ΗΠΑ, που κατορθώνουν, παρά τα επιμέρους προβλήματα και τις επενέργειες της κρίσης, να αναπτυχθούν και να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, δεν παρουσιάζεται η αύξηση παραγωγικότητας που θα ήταν αναγκαία για να τις βγάλει πραγματικά στο ξέφωτο. Γιατί στη γνωστή σε όλους οικονομική κρίση των έξι τελευταίων ετών, στην πιο βαθιά αλλά και πιο υπόγεια πολιτική κρίση των τελευταίων είκοσι, η εποχή της παγκοσμιοποίησης έχει προσθέσει και μια τρίτη κρίση, κοινωνική, διάχυτη και γι' αυτό πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμη: η οικονομία χρειάζεται λιγότερους ανθρώπους για να δουλέψει και έχει περισσότερους να θρέψει, αλλά δεν έχει βρεθεί ούτε ένα νέο μοντέλο παραγωγικότητας, ούτε ένα νέο σύστημα δίκαιας αναδιανομής. Η ίδια η «νέα οικονομία» μας σπρώχνει να αλλάξουμε, αλλά μας κρύβει τα εργαλεία για να το πράξουμε.
Υπ' αυτές τις συνθήκες, το μόνο «φάρμακο» που θα μπορούσε να δουλέψει είναι μια δημοσιονομική στρατηγική, σε παγκόσμιο επίπεδο, που θα δημιουργούσε, στο βραχύ χρόνο, «κυκλοφορούσα ρευστότητα» χωρίς αύξηση του χρέους, και θα οδηγούσε, στο λίγο απώτερο μέλλον, σε μια άλλη κατεύθυνση και κατανομή των παραγωγικών δυνάμεων της παγκόσμιας οικονομίας. Για τη βραχυπρόθεσμη στρατηγική χρειάζονται γενναίες πολιτικές πρωτοβουλίες-κίνητρα στους τομείς των μισθών, της φορολογίας, των επενδύσεων και τις εξισορρόπησης των διαφόρων επιπέδων της οικονομίας (όπως επιχειρεί, έστω και με αρκετά άγουρο τρόπο, να κάνει η ευρωπαϊκή πρωτοβουλία περί Κοινής Αγοράς Κεφαλαιαγορών –Capital Markets Union).
Η μακροπρόθεσμη οικοδόμηση απαιτεί να ακουστούν περισσότερο οι ειδικοί της οικονομίας για να σχεδιάσουν και υλοποιήσουν οι ισχυροί της πολιτικής μια νέα παγκόσμια τάξη, τύπου Bretton Woods αλλά προσαρμοσμένης όχι στις ανάγκες του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και της δομικής ανοικοδόμησης αλλά στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης και της δομικής ύφεσης: λιγότερο αυστηρή και γραφειοκρατική αλλά πιο συντονισμένη ρύθμιση τραπεζών και αγορών κεφαλαίου, στροφή στην παραγωγικότητα μέσω τεχνολογικών αλμάτων και αξιοποίησης του νέου παγκόσμιου χάρτη της ενέργειας και της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής, διευκόλυνση ανακατανομής, μέσω κοινών και δίκαιων κανόνων, από χώρα σε χώρα και από οικονομική ζώνη σε οικονομική ζώνη.
Αμφότερες οι δέσμες δράσεων προϋποθέτουν δύο στοιχεία που μοιάζουν να λείπουν εντελώς στην παρούσα συγκυρία και γι' αυτό καθιστούν τον τετραγωνισμό του κύκλου μάλλον όνειρο παρά πρόκληση: πολιτική βούληση, δηλαδή εμπνευσμένους ηγέτες, και παγκόσμια συνεννόηση, δηλαδή υπέρβαση των εθνικισμών.
Ένα παράδειγμα μόνο αρκεί, στα μάτια μου, για να εικονογραφήσει την κατάσταση αλλά και τις αγκυλώσεις. Ενώ όλοι στην Ευρώπη γνωρίζουν και ασπάζονται τους λόγους για τους οποίους δημιουργήθηκε η Τραπεζική Ένωση (σπάσιμο του δεσμού μεταξύ τραπεζών και εθνικών οικονομιών, εξυγίανση από τα μέσα και εποπτεία από πολύ ψηλά), υπάρχουν σήμερα χώρες, με πρώτη την κατά τα άλλα πρωτοστατούσα στην κοινή οικονομική διακυβέρνηση Γερμανία, που αντιστέκονται λυσσαλέα στη σταδιακή –με ορίζοντα το 2024- εγκαθίδρυση του απαραίτητου τρίτου πυλώνα της Τραπεζικής Ένωσης, που είναι το Κοινό Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων.
Υπό τον φόβο της διαβολικής «αμοιβαιοποίησης» (να μη χρησιμοποιούνται γερμανικοί πόροι για τη διάσωση των Ελλήνων καταθετών), σαμποτάρεται η μόνη πολιτική πρωτοβουλία στον χώρο της οικονομίας που βρίσκεται στο ύψος των περιπτώσεων. Ελπιδοφόρο υπόδειγμα ενόψει της νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, η οποία, είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε, έχει ήδη έλθει -και όχι με αποκλειστικά φιλικές διαθέσεις.
*Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι Συνταγματολόγος, Σύμβουλος Διοίκησης στην Τράπεζα της Ελλάδος, πρώην Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.