Διαβάζω άρθρα ανθρώπων που εκτιμώ (παρακάτω θα αναφερθώ μόνο σε τέτοιους) και αποκομίζω την εντύπωση πως εκτροχιάζουν τα συμπεράσματα για τα αίτια της εγχώριας κρίσης σε ιστορικές αναφορές, ή εστιάζοντας στην αποτυχία της Αριστεράς και των ουτοπικών (στην καλύτερη περίπτωση) ιδεών της.
Εισπράττω μία διάθεση για ετεροχρονισμένη δικαίωση μέσω της «απογύμνωσης του αριστερού αφηγήματος», τη «διάτρηση της αριστερής φούσκας» και την «απομάγευση από απαξιωμένους μύθους» (Καλύβας). Άλλοι ανακαλύπτουν ότι η «αριστεροσύνη αποτελεί εδώ και δεκαετίες, όπως από αιώνες ο πατριωτισμός, το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων» (Μαρτινίδης). Γράφτηκε ότι «όσο πιο αριστερός δηλώνει κάποιος, τόσο λιγότερο σέβεται τη Δημοκρατία» (Μανδραβέλης).
Όμως το επιχείρημα είναι ίδιο αν το «αριστερός» αντικατασταθεί με το «δεξιός», κατά συνέπεια δεν αποτελεί προνόμιο της Αριστεράς η υποκρισία προς τη Δημοκρατία και τους κανόνες της. Δεν θα αναφερθώ στο τι θεωρούν Αριστερά στην Ευρώπη, ή (ακόμα διαφορετικότερα) στην Αμερική σε σχέση με τους εγχώριους ορισμούς. Ισχυρίζομαι ότι όσο βγάζουμε συμπεράσματα για την κρίση που ζούμε τοποθετώντας για ευκολία απόψεις ή πράξεις στον άξονα Δεξιά-Αριστερά, κινδυνεύει η ουσία.
Είναι πρωτότυπη η Πρώτη Φορά Αριστερά;
Η παρούσα κυβέρνηση σε θέματα όπως το ασφαλιστικό ή η φορολογία δεν πρωτοτυπεί, απλώς ακολουθεί την ίδια μεθοδολογία και τις πρακτικές των προηγούμενων κυβερνήσεων. Για παράδειγμα: η κυβέρνηση καίει τα αποκαΐδια των ακινήτων, όταν προαναγγέλλει ότι θα διορθώσει τον ΕΝΦΙΑ προσπαθώντας να δείξει ότι θα φορολογήσει τους «έχοντες», όταν οι πραγματικοί έχοντες έχουν μετακομίσει στο εξωτερικό την περιουσία τους ή και την κατοικία τους.
Όμως το ίδιο έκαναν και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις, όταν άλλαζαν ονόματα στον φόρο κατοχής ακινήτων (ενδεικτικά: ΦΜΑΠ, ΦΑΠ, ΕΕΤΗΔΕ, ΕΕΤΑ, ΕΝΦΙΑ), ανέβαζαν «αριστερά» τις αντικειμενικές στο Ψυχικό και επέβαλαν «αριστερό» συμπληρωματικό φόρο ακινήτων στους πλούσιους, που όμως έχουν χίλιους τρόπους να ξεφύγουν ή και να εξαφανιστούν από το ραντάρ της ελληνικής εφορίας.
Σε όλη τη διάρκεια της κρίσης, διαδοχικές μη αριστερές κυβερνήσεις χρέωναν τους νόμους που ψηφίζανε στους ξένους. Χάσαμε τη δυνατότητα να ξεχωρίζουμε ποιο μέτρο που ψηφίζεται αποτελεί απαίτηση των δανειστών και ποιο είναι παράλληλη εγχώρια επιθυμία. Γιατί λοιπόν μας εξοργίζει ο θεατρινισμός των σημερινών υπουργών και βουλευτών;
Μήπως το παραμύθι των κακών ξένων το χρησιμοποίησε μόνο η Αριστερά; Είναι μία προσωρινά αποτελεσματική μέθοδος, που θα επιφυλάξει την ίδια μοίρα και στη σημερινή κυβέρνηση. Τα κλαψουρίσματα στις ψηφοφορίες στη Βουλή και τα δάκρυα των υπουργών που υπογράφουν μπορεί να συγκινήσουν πολλούς για λίγο, μπορεί να φανατίσουν λίγους για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά σίγουρα δεν θα μακροημερεύσει κανείς με αυτήν τη μέθοδο για πάντα, όσο καλές προθέσεις ή αγωνιστικές περγαμηνές και αν επιδεικνύει.
Η ιδεολογική διαμάχη γίνεται ερήμην της ουσίας. Κατηγορούν «αριστεροί» τους «νεοφιλελεύθερους» και τούμπαλιν, όταν ο λαϊκισμός και το πιο έντονο χαρακτηριστικό του, ο συνδυασμός της απλουστευτικής διάγνωσης με την υπόσχεση εύκολης θεραπείας, διατρέχει όλο τον άξονα αριστεράς-δεξιάς με την ίδια δηλητηριώδη δοσολογία.
Απασχολημένοι να αποδείξουν τον «σοβιετόφιλο κομμουνιστογενή αριστερό» ή τον «ανάλγητο φιλελέ», αποφεύγουν να υιοθετήσουν το ορφανό αίτημα του εκσυγχρονισμού των εγχώριων θεσμών και του κράτους. Δεν σέβονται την ανεξαρτησία των θεσμών (πριν αποπεμφθεί από τα αριστερά η Σαββαΐδου είχε αποπεμφθεί από τα δεξιά ο Θεοχάρης). Δεν ενδιαφέρονται να απαλλάξουν το κράτος από τα πελατειακά δίκτυα γιατί εξασφαλίζουν την άλωσή του από το εκάστοτε κυβερνών κόμμα. Δεν ενδιαφέρονται για την αυτοτέλεια της Δημόσιας Διοίκησης και την κατάργηση της πατρονίας της από τους πολιτικούς (είτε αυτοί δηλώνουν αριστεροί, είτε δεξιοί).
Πριν συνεχίσω κρίνω απαραίτητο να κάνω δύο παρενθέσεις:
Παρένθεση πρώτη: Η ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς
Η ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς στην Ελλάδα είναι μύθος. Σε μία χώρα που προσκυνάνε παντόφλες Αγίων και υπουργοί υποδέχονται λείψανα με τιμές αρχηγού κράτους και τα στέλνουν σε νοσοκομεία καρκινοπαθών για θεραπευτικούς λόγους, μόνο για κυριαρχία αριστερών ιδεολογιών δεν μπορούμε να μιλάμε. Και αυτά έχουν και λογική εξήγηση, καθώς αριστεροί ή δεξιοί υπουργοί απλώς συμμορφώνονται με την επιθυμία της κοινής γνώμης, που υποτίθεται κυριαρχείται από την αριστερά.
Ας θυμηθούμε τις επιθέσεις και πόσο συκοφαντήθηκαν όσοι αριστεροί (και όχι μόνο) ιστορικοί διατύπωσαν εναλλακτικές απόψεις του εθνικού ιστοριο-μυθολογικού αφηγήματος. Στα σχολεία μας δεν διδάσκεται η δαρβινική εξέλιξη, αφήνοντας γενιές αμόρφωτων Ελλήνων σε μία βασική επιστημονική αλήθεια, ενώ θρησκευτικές εικόνες παραμένουν κρεμασμένες στα δικαστήρια ενός κράτους που υποτίθεται ότι κατατάσσεται στα κοσμικά.
Είναι αφέλεια να πιστεύουμε ότι μετακινήθηκαν ξαφνικά αριστερά εκατομμύρια Ελλήνων γιατί πίστεψαν μετά από 25 χρόνια ότι η πτώση του τείχους του Βερολίνου ήταν ένα ιστορικό λάθος. Αυτό που βιωματικά αντιλαμβάνονται σαν αριστερή κυριαρχία κάποιοι σημερινοί αναλυτές είναι μάλλον αποτελέσματα φοιτητικών εκλογών και αναμνήσεις συζητήσεων στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα μετά το σκοτάδι της χούντας.
Όμως το πρόσημο των νικητών των φοιτητικών εκλογών έχει στρίψει δεξιά εδώ και δεκαετίες, χωρίς να έχει αλλάξει το χάλι των ελληνικών πανεπιστημίων (κυριολεκτικά αλλά και αισθητικά). Ασχολούμαστε διαρκώς με το «τέλος της Μεταπολίτευσης» (με ό,τι αυτό σημαίνει για τον κάθε αναλυτή), που όλο πεθαίνει και όλο βρικολακιάζει. Ομολογώ ότι πέφτω συχνά στην παγίδα να χρεώνω τα σημερινά αδιέξοδα στον Ανδρέα Παπανδρέου, όμως έχει πεθάνει πριν 20 χρόνια και φαντάσματα δεν υπάρχουν (εκτός αν τα ανακαλύπτουμε).
Εξίσου λάθος είναι η κατηγοριοποίηση της Ελλάδας σαν το «τελευταίο σοβιετικό κράτος». Καμία στοιχειωδώς σοβαρή πολιτική ή οικονομική ανάλυση δεν δικαιολογεί τέτοιους ισχυρισμούς. Και δεν είναι απόδειξη το μέγεθος του κράτους, γιατί υπάρχουν και μεγαλύτερα καπιταλιστικά κράτη από το δικό μας, αλλά απλώς λειτουργούν (όπως οφείλουν).
Παρένθεση δεύτερη: Για τους χιλιάδες νέους που πέρασαν από την αριστερά
Αυτό που κινητοποίησε χιλιάδες νέους ανθρώπους, που τις δεκαετίες του '70 και του '80 βρίσκονταν στην πιο άγουρη νιότη τους, να ενταχθούν σε ποικιλόμορφα αριστερά σχήματα και οργανώσεις -ακόμα και όταν αυτό αν δεν υπαγορευόταν από αντίστοιχες πολιτικές οικογενειακές καταβολές- ήταν στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων η επιθυμία ανιδιοτελούς προσφοράς.
Μπορεί οι ελπίδες τους να διαψεύστηκαν, αλλά όπως τραγούδησε και ο Σαββόπουλος, «εφιάλτης ήταν το όραμα, αλήθεια όμως το πάθος». Σήμερα βρίσκονται διάσπαρτοι στην ελληνική κοινωνία, πολλοί από αυτούς είναι καταξιωμένοι επιστήμονες ή επιτυχημένοι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα που ίσως κάποτε εχθρεύονταν. Δεν έχουν καμία υποχρέωση να αφορίσουν το παρελθόν τους για εξιλέωση και δεν είναι καλύτεροι όσοι αισθάνονται δικαιωμένοι γιατί δεν εμπνεύστηκαν από αριστερά οράματα στα νιάτα τους (εκτός αν πιστεύουν ότι είχαν άγια επιφοίτηση). Ακόμα και όταν κάποιες απόψεις δικαιώνονται πολιτικά, σημασία έχει η διαδρομή προς αυτές και όχι η απλή υιοθέτησή τους.
Εξαιρώ από τη μεγάλη κατηγορία των ενταχθέντων στην αριστερά κατά τη μεταπολίτευση όσους παρέμειναν σε κομματικούς μηχανισμούς για προσωπικό όφελος. Η επιλογή τους «δικαιώθηκε» διά της εξαργύρωσης, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των υπολοίπων που αποτραβήχτηκαν όταν η συνείδησή τους το υπαγόρευσε.
Σε αυτή την αριστερή συναισθηματική ανάμνηση που επηρέασε εκατομμύρια Έλληνες ποντάρει ο βασικός κορμός της σημερινής κυβέρνησης. Με τα συναισθήματα έπαιξαν κατά τη μεταπολίτευση και άλλοι ικανοί πολιτικοί, εκμεταλλευόμενοι τις λάθος αντιθέσεις και τις απαράδεκτες διαιρέσεις που παρήγαγε η ανάπηρη δημοκρατία που εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα μετά τον εμφύλιο.
Το να προσπαθούν κάποιοι σήμερα να αποδείξουν ότι η πολιτική που εφαρμόζεται είναι καταστροφική γιατί είναι «αριστερή» (αφού εξ ορισμού ό,τι είναι αριστερό είναι παλαβό και ανιστόρητο) είναι μία ατελέσφορη και αποπροσανατολιστική τακτική. Γεννά ταυτόχρονα και το διαλεκτικό του αντίθετο και πυροδοτεί έναν διάλογο κουφών περί «κοινωνικών ευαισθησιών που διαθέτει η αριστερά», σε αντίθεση με τους νεοφιλελεύθερους (με ό,τι σημαίνει αυτή η θολούρα) που «υπηρετούν ξένα και ντόπια οικονομικά συμφέροντα».
Ίσως νομίζουν μερικοί ότι ήρθε η ώρα της δικαίωσης του νεοφιλελευθερισμού, που όταν εμφανίστηκε «προκάλεσε επανάσταση στα πολιτικά δρώμενα ολόκληρου του κόσμου πλην Ελλάδας» (Ανδριανόπουλος). Και αυτό θα γίνει με αφορμή τους καταστροφικούς ερασιτεχνισμούς της πρώτης φοράς αριστερής κυβέρνησης και τις πρακτικές της (που μάλλον όμως τις κληρονόμησε από... κυβερνήσεις αστικών κομμάτων).
Και όλα αυτά θα συμβούν σε μία χώρα όπου η μάχη για να ανθίσουν οι ρίζες του Διαφωτισμού διεξάγεται σχεδόν διακόσια χρόνια, χωρίς να έχει πάψει να αλληθωρίζει ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Είτε είναι αφελείς είτε κάνουν άλλη μία φορά λάθος εκτίμηση της κατάστασης, αποδεικνύοντας ότι αυτά δεν είναι μόνο κουσούρια της αριστεράς.
Τι να κάνουμε πριν τους ορισμούς
Πριν ορίσουμε τι είναι αριστερό και τι δεξιό, θα ήταν χρήσιμο να θεραπεύσουμε τον μεγάλο ασθενή, το ελληνικό κράτος. Αν σβήσει κάποιος τους τίτλους των συνδικαλιστικών παρατάξεων στο Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ από τις ανακοινώσεις τους, δεν μπορεί ούτε από τα συμφραζόμενα να καταλάβει τι χρώμα έχουν. Όσοι προσπάθησαν να ακουμπήσουν θέματα ταμπού, όπως το ασφαλιστικό ή αδικαιολόγητα προνόμια επαγγελματικών φατριών, πολεμήθηκαν λυσσασμένα.
Τα τελευταία 40 χρόνια κυριάρχησαν προσωπικές και οικογενειακές πολιτικές φιλοδοξίες που βολεύτηκαν παραδίδοντας τη Διοίκηση και το Κράτος στα κούτσουρα από τα παλιά πολιτικά τζάκια. Η ηγετική τάξη, επιδιώκοντας τη διαιώνιση της εξουσίας της, βόλευε ακόμα και τα ρετάλια των αποτυχημένων πολιτευτών στις διοικήσεις χιλιάδων δημόσιων ή ημιδημόσιων οργανισμών, νοσοκομείων και επιχειρήσεων. Κανέναν δεν ξενίζει ότι και οι σημερινοί τα δικά τους παιδιά βολεύουν. Άλλοι διόριζαν τις κόρες τους.
Υπάρχουν πολλοί εθνικοί μύθοι που διατρέχουν τον άξονα δεξιά-αριστερά χωρίς κανένα πρόβλημα. Είναι βολικό (αριστερό ή δεξιό) να φταίνε πάντα οι ξένοι για ό,τι κακό μάς βρίσκει. Δεν βρίσκω ειλικρινά καμία διαφορά πώς κατηγορεί τους ξένους για την κρίση η σημερινή κυβέρνηση σε σχέση με όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Είναι βέβαιο ότι αν δεν επένδυε στον αντιμνημονιακό αγώνα και την απαξίωση των προηγούμενων, δεν θα απογειώνονταν ξαφνικά τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ.
Η πρακτική να «συγκρουόμαστε» με τους ανάλγητους ξένους και να καθυστερούμε ή να αναιρούμε εκ των υστέρων συμφωνηθέντα δεν ανακαλύφθηκε από αυτούς που μας κυβερνούν σήμερα. Αυτοί απλώς τράβηξαν τη συγκεκριμένη τακτική στα άκρα, πασπαλίζοντας τη συνταγή με «αριστερά» αγωνιστικά καρυκεύματα και με αγνά υλικά ειλικρίνειας αφού δεν έχουν (υποτίθεται) οικονομικές εξαρτήσεις. Κάπως έτσι κατάπιαμε τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα.
Είναι βολικό να θέλουν να παίξουν τους εθνοσωτήρες τα ίδια πρόσωπα που ευθύνονται για την πορεία της χώρας, εμφανιζόμενοι σαν το μεσαίο καταφύγιο από τους επικίνδυνους τρελούς των δύο άκρων (θεωρία που είναι ανύπαρκτη στην πολιτική επιστήμη παρά την ευρεία διάδοσή της στην Ελλάδα). Όμως χρεοκόπησαν πολιτικά και μαζί τη χώρα οικονομικά και εκεί στηρίχθηκε το αριστερό αφήγημα-φύλλο συκής που είχε στόχο την εξουσία και τη νομή των αγαθών της.
Επίλογος
Θα χρησιμοποιήσω όσα εύστοχα αναφέρει η Αντιγόνη Λυμπεράκη: «Οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι "ένα πράγμα, σε μία και μοναδική συσκευασία". Δεν είναι κάτι που μπορείς να του κοτσάρεις "προοδευτικό" ή "συντηρητικό" πρόσημο. Οι μεταρρυθμίσεις είναι στην πραγματικότητα οι τρόποι με τους οποίους οι οικονομίες και οι κοινωνίες προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες ενός κόσμου που αλλάζει γοργά. Κάθε προσαρμογή μπορεί να επιτευχθεί με αρκετούς διαφορετικούς τρόπους (συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις), που συνεπάγονται διαφορετικό κόστος και διαφορετικό επιμερισμό του κόστους. Το γεγονός ότι στη χώρα μας αρκούσε να πει κάποιος "να αλλάξουμε το Δημόσιο" ώστε να θεωρηθεί μεταρρυθμιστής, ή το να πει "κάτω τα χέρια από το δημόσιο" για να πιστοποιηθεί ως αριστερός και κοινωνικά ευαίσθητος, δείχνει πόσο μακριά ακόμα είμαστε από τη συνειδητοποίηση ότι η πολιτική δεν είναι να βγάζεις πύρινους λόγους ακατάληπτων βερμπαλισμών αλλά o συναγωνισμός (δηλαδή η ευεργετική άμιλλα) ανάμεσα σε διαφορετικές συνταγές καθημερινής πράξης».
Αν δεν διορθώσουμε τον οίκο μας, θα γίνουμε η χώρα της σφαλιάρας που της χρεώνουν ό,τι πάει στραβά (Σένγκεν, ευρώ και ό,τι άλλο εμφανιστεί στο μέλλον, ακόμα και όταν δεν φταίμε) και θα μας δείχνουν για εξιλέωση σαν το παράδειγμα της αποφυγής. Και από ό,τι βλέπω, οι ξένοι δεν μας διαχωρίζουν σε αριστερούς και δεξιούς.
*Ο κ. Κων/νος Μαρκάζος είναι οικονομολόγος.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.