Η Ευρωπαϊκή Ένωση μπήκε στον νέο γενναίο κόσμο των bail in καθώς ξεκινά το 2016. Η Ευρώπη έχει τα τελευταία χρόνια σπαταλήσει τόσα πολλά από τα χρήματα των φορολογουμένων για τη διάσωση πτωχευμένων τραπεζών, που είναι σωστό να προσπαθήσει κανείς να πιέσει τους επενδυτές να δώσουν κάτι. Ωστόσο, το σκληρό νέο καθεστώς ενέχει μεγάλους πολιτικούς κινδύνους.
Ο βασικός νέος κανόνας είναι ότι καμία τράπεζα δε μπορεί να διασωθεί με δημόσιο χρήμα, έως ότου πληρώσουν πιστωτές που αντιστοιχούν τουλάχιστον στο 8% των οφειλών. Τα λεγόμενα bail in συνήθως σημαίνουν την εξάλειψη των επενδύσεων των πιστωτών, τη μείωση της αξίας τους ή τη μετατροπή τους σε μετοχές της τράπεζας. Οι μη εξασφαλισμένοι καταθέτες θα μπορούσαν να επηρεαστούν μαζί με τους επαγγελματίες επενδυτές.
Επιπλέον, μέσα στην ευρωζώνη οι εθνικές αρχές δε θα είναι πλέον υπεύθυνες για τη συνδιαλλαγή με πτωχευμένες τράπεζες, αφού αυτή η δουλειά έχει μετατεθεί στον νέο Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης (Single Resolution Mechanism).
Κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι διασώσεις αποτελούσαν ένα φυσιολογικό τρόπο για τη στήριξη των πτωχευμένων τραπεζών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε 592 δισ. ευρώ σε κρατική αρωγή προς τις τράπεζες, από τον Οκτώβριο του 2008 έως τα τέλη του 2012. Αυτό ήταν δικαιολογημένο στη λογική ότι αν οι τράπεζες κατέρρεαν και οι καταθέτες έχαναν τα χρήματά τους, αυτό θα οδηγούσε σε οικονομικό χάος.
Το πρόβλημα ήταν πως οι τράπεζες που έπαιρναν τη βοήθεια αυτή, προκαλούσαν διόγκωση του κυβερνητικού χρέους και συνέδραμαν την κρίση του ευρώ. Εξ ου και η ιδέα ότι οι επενδυτές, όχι οι φορολούμενοι, θα έπρεπε να έχουν βοηθήσει στην πληρωμή του κόστους της διάσωσης ή του κλεισίματος των τραπεζών –η νόρμα στις Ηνωμένες Πολιτείες από τη Μεγάλη Ύφεση και μετά.
Η θεωρία λέει πως οι μέτοχοι θα έπρεπε να πληγούν πρώτοι διότι γνωρίζουν πως ρισκάρουν τα χρήματά τους. Αν αυτό δεν είναι αρκετό για τη σταθεροποίηση της τράπεζας, οι ομολογιούχοι μειωμένης εξασφάλισης θα πρέπει να προσφερθούν, γιατί κι αυτοί πρέπει να ξέρουν ότι οι επενδύσεις είναι επικίνδυνες. Επόμενοι στη σειρά θα πρέπει να είναι οι ομολογιούχοι υψηλής εξασφάλισης και, τέλος, οι μη εξασφαλισμένοι καταθέτες –το οποίο, στην ΕΕ, σημαίνει εκείνους με περισσότερα από 100.000 ευρώ στους λογαριασμούς τους. Οι μικροί καταθέτες δε θα πρέπει να επηρεαστούν.
Δυστυχώς, τα bail in είναι πιο δύσκολα στην πράξη απ' ότι είναι στη θεωρία. Μια μεγάλη δοκιμασία ήρθε κατά τη διάρκεια της κυπριακής κρίσης στις αρχές του 2013. Το πρώτο ένστικτο της ευρωζώνης ήταν να φορολογήσει όλους τους καταθέτες, μικρούς και μεγάλους, προκειμένου να καλύψει το κενό στους ισολογισμούς των τραπεζών. Αν και η κακή ιδέα εγκαταλείφθηκε, οι μεγάλοι καταθέτες υπέστησαν κολοσσιαίες απώλειες, γεγονός που συνέδραμε στην πρόκληση μιας απότομης ύφεσης.
Άλλες χώρες δεν επιθυμούν να επαναλάβουν το κυπριακό πείραμα. Δεν χρειάζεται να αναρωτηθεί κανείς γιατί η Ιταλία και η Πορτογαλία βιάστηκαν να σώσουν κάποιες από τις προβληματικές τους τράπεζες πριν το σκληρό νέο καθεστώς τεθεί σε εφαρμογή στις αρχές Ιανουαρίου.
Όχι ότι η Ρώμη και η Λισαβόνα είχαν την ελευθερία να κάνουν ό,τι ήθελαν. Από τα μέσα του 2013, η Κομισιόν είχε πει ότι το δημόσιο χρήμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να διασώσει τράπεζες στην περίπτωση που οι μέτοχοι και οι ομολογιούχοι μειωμένης εξασφάλισης μοιραστούν το βάρος. Και πάλι, αυτό δεν ήταν τόσο σκληρό όσο ο νέος κανονισμός του 8%, ο οποίος θα μπορούσε να απαιτήσει να πληγούν και οι ομολογιούχοι υψηλής εξασφάλισης και οι μη εξασφαλισμένοι καταθέτες.
Από εκεί και πέρα, ακόμη και η εφαρμογή των παλιών κανόνων έχει προκαλέσει πολιτική αναστάτωση. Η Ιταλία χρησιμοποίησε ένα νέο σχέδιο διάσωσης με τη χρηματοδότηση της βιομηχανίας, ώστε να διοχετεύσει 3,6 δισ. σε τέσσερις μικρές τράπεζες τον Νοέμβριο. Το πρόβλημα ήταν πως πολλοί από τους ομολογιούχους μειωμένης εξασφάλισης που αναγκάστηκαν να συμμετέχουν στο bail in ήταν συνηθισμένοι αποταμιευτές στους οποίους πωλήθηκαν αυτές οι επενδύσεις χωρίς εκείνοι να εκτιμήσουν τα ρίσκα. Ένας αυτοκτόνησε.
Η κυβέρνηση έχει αντιμετωπίσει αντιδράσεις. Επιπλέον έχει αναγκαστεί να δημιουργήσει ένα ταμείο αποζημιώσεων για επενδυτές στους οποίους τα ομόλογα πωλήθηκαν αντικανονικά και εξετάζει τρόπους ώστε αυτό να μην ξανασυμβεί.
Στο μεταξύ, στην Πορτογαλία, η νέα αριστερή κυβέρνηση έχασε την πλειοψηφία της όταν οι σύμμαχοί της αρνήθηκαν να στηρίξουν μια διάσωση 2,25 δισ. ευρώ της Banif, μιας τράπεζας μεσαίου μεγέθους, κυρίως από τους φορολογουμένους. Η κυβέρνηση επιβίωσε μόνο επειδή η αντιπολίτευση απείχε από την ψηφοφορία.
Δεν είναι σαφές το τι ακριβώς θα συνέβαινε αν αυτές οι τράπεζες σώνονταν το 2016, αφού υπάρχει το υποκειμενικό στοιχείο στο πώς θα χρησιμοποιήσει κανείς τους νέους κανόνες. Αλλά και πάλι, η ανησυχία είναι ότι αν άλλες τράπεζες αντιμετωπίσουν προβλήματα τα επόμενα χρόνια και οι μη εξασφαλισμένοι καταθέτες αντιμετωπίσουν κουρέματα όπως συνέβη στην Κύπρο, οι πολιτικές επιπτώσεις θα είναι ακόμη πιο σοβαρές από εκείνες στην Ιταλία και την Πορτογαλία. Αυτό μπορεί να δώσει στο νέο πλαίσιο κακή φήμη. Η πρώτη περίπτωση θα θεσπίσει ένα σημαντικό προηγούμενο, επισημαίνει ο Nicolas Veron του Bruegel, του think tank με έδρα τις Βρυξέλλες.
Οι ευρωπαϊκές αρχές, πάντως, δε χρειάζεται απλά να περιμένουν και να ελπίζουν. Θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν τις τράπεζες να συγκεντρώσουν αρκετό χρέος μειωμένης εξασφάλισης και άλλα είδη κεφαλαίου, ώστε να υπάρχει μικρότερος κίνδυνος το 8% να πλήξει εκείνους που είναι χαμηλότερα στην ιεραρχία.
Οι τράπεζες δε θα χρειαστεί να φτάσουν σε αυτό το επίπεδο μέχρι το 2020, το οποίο σημαίνει πως υπάρχει ένα κενό τεσσάρων ετών κατά το οποίο τα πράγματα μπορεί να μην πάνε καλά. Μια επιτάχυνση του χρονοδιαγράμματος θα έπρεπε να εξεταστεί όταν η Κομισιόν αξιολογήσει τους κανόνες φέτος. Με τα επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα, τώρα θα μπορούσε να ήταν μια καλή περίοδος για τη συγκέντρωση κεφαλαίου.
Τα bail in είναι σωστά στη θεωρία, αλλά δεν αποτελούν εύκολη επιλογή. Θα ήταν κρίμα αν το γενναίο πείραμα της ΕΕ αποτύχει.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.